Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Journal for the Study of the Historical Jesus 9:1 (2011) δημοσιεύονται τα εξής άρθρα:
Darrell L. Bock, "Faith and the Historical Jesus: Does A Confessional Position and Respect for the Jesus Tradition Preclude Serious Historical Engagement?", 3-25
Σε αυτήν τη μελέτη το θέμα είναι η ευαγγελικαλική προσέγγιση των μελετών για τον ιστορικό Ιησού. Συνοψίζει τις τρεις φάσεις της έρευνας και τονίζει ότι η δύναμη της τρίτης φάσης προέρχεται από προσεγγίσεις που έχουν τις ρίζες τους βαθειά στις μελέτες για το μεσοδιαθηκικό Ιουδαϊσμό. Ο συγγραφέας συζητά τους κανόνες που χρησιμοποιούνται σε κάθε μελέτη αυτής της φάσης και τονίζει τα υπέρ και τα όρια της μεθόδου. Επίσης συζητά τη θέση ότι οι ευαγγελικαλικοί εκφράζουν έναν ιστορικό θετικισμό, όταν πρόκειται για την έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Τέλος, η μελέτη καταλήγει με την συζήτηση της αυθεντικότητας της σκηνής της ομολογίας του Πέτρου στην Καισάρεια Φιλίππου και με το θέμα του μυστικού του Μεσσία.
Craig S. Keener, "Assumptions in Historical-Jesus Research: Using Ancient Biographies and Disciples' Traditioning as a Control", 26-58
Oι προσωπικές προϋποθέσεις είναι αναπόφευκτες αλλά σύμφωνα με τον συγγραφέα ένας τρόπος για να τις ελέγξουμε προς χάριν ενός κοινού διαλόγου είναι να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τα ευαγγέλια ως να μην ήταν κείμενα που χρησιμοποιούνται από μία σύγχρονη παγκόσμια θρησκεία. Η πλειοψηφία των ειδικών θεωρούν τα ευαγγέλια αρχαίες βιογραφίες. Μολονότι οι αρχαίες βιογραφίες διαφέρουν στις ιστοριογραφικές τους πρακτικές, οι ιστοριογραφίες της πρώιμης αυτοκρατορίας για πρόσωπα που έζησαν μία ή δύο γενιές πριν παό τον βιογράφο περιείχαν ιστορικές πληροφορίες για αυτήν τη μορφή. Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις βιογραφίες των σοφών. Οι διάφορες σχολές διατηρούσαν σημαντικές πληροφορίες για τη διδασκαλία των ιδρυτών τους, οι αρχαίες πρακτικές μνήμης ήταν πολύ πιο αναπτυγμένες από ό,τι συνήθως σήμερα και οι μαθητές διατηρούσαν και μετέδιδαν σημαντικές πληροφορίες για τους δασκάλους τους. Οι ερευνητές δε θα έπρεπε επομένως να είναι επιφυλακτικοί ή να απαιτούν μεγαλύτερη ιστορική ακρίβεια από ό,τι τους σύγχρονους με τα ευαγγέλια συγγραφείς.
Robert L. Webb, "The Rules of the Game: History and Historical Method in the Context of Faith: The Via Media of Methodological Naturalism", 59-84
To θέμα της μελέτης είναι το ερώτημα πώς είναι δυνατό για ερμηνευτές που ξεκινούν με την προοπτική της πίστης μπορούν να συμμετέχουν ακόμη στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού με έναν τέτοιο κριτικό τρόπο που να είναι αποδεκτός από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του στις εντάσεις που δημιουργούνται για τον ερευνητή όταν οι πηγές επικαλούνται τη θεϊκή παρέμβαση για να εξηγήσουν ένα γεγονός. Το πρώτο μέρος αυτής της μελέτης αφορά στον όρο "ιστορία" και στο πώς ένας ιστορικός ασχολείται καταγράφει την ιστορία (π.χ. "τους κανόνες του παιχνιδιού"). Το δεύτερο μέρος αφορά σε διαφορεικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται στις βιβλικές σπουδές για να εξηγηθούν οι περιγραφές και εξηγήσεις που δίνονται στα κείμενα και οι οποίες έχουν να κάνουν με την αναφορά στη θεϊκή παρέμβαση. Η οντολογική-φυσιοκρατική προσέγγιση απορρίπτει κάθε εξήγηση ενώ η κριτική-θεϊστική είναι ανοικτή σε τέτοιες ερμηνείες. Με βάση την κατανόηση της ιστορίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στο πρώτο μέρος της μελέτης ο συγγραφέας προτείνει μια μέση οδό μεταξύ αυτών των προσεγγίσεων, η οποία αίρει το οντολογικό αδιέξοδο. Η μεθοδολογική φυσιοκρατία αντιμετωπίζει την ιστορία και την ιστορική μέθοδο να περιορίζεται στην ανθρώπινη αιτιότητα. Αυτός είναι αποδεκτός μεθοδολογικός περιορισμός κι όχι ένας οντολογικός. Τα θέματα της θεϊκής παρέμβασης παραμένουν αντικείμενο συζήτησης της θεολογίας.
Robert J. Miller, "When It's Futile to Argue about the Historical Jesus: A Response to Bock, Keener, and Webb ", 85-95
Η μελέτη αποτελεί απάντηση στις τρεις προηγούμενες μελέτες και αναπτύσσεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα για τον ιστορικό Ιησού μπορούν να είναι παραγωγικά μόνο για εκείνους οι οποίοι συμφωνούν ήδη σε αρκετά αμφιλεγόμενα ζητήματα σχετικά με την ιστοριογραφική μέθοδο και τη φύση των ευαγγελίων. Επομένως οι συζητήσεις για τον ιστορικό Ιησού που λαμβάνουν χώρα μεταξύ του "ευαγγελικαλικού" στρατοπέδου (το οποίο θεωρεί τα κανονικά ευαγγέλια απόλυτα ιστορικά αξιόπιστα) και του "παραδοσιακού" στρατοπέδου (το οποίο θεωρεί τα ευαγγέλια ως ένα κράμα μυθιστορίας και γεγονότων) είναι άγονες. Δεύτερον, ο συγγραφέας προτείνει ένα πείραμα προκειμένου να δοκιμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε ιστορικά τις αρχαίες βιογραφίες οι οποίες παρουσιάζουν τους ήρωές του με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που παρουσιάζουν τα ευαγγέλια τον Ιησού. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματα αυτού του πειράματος υποσκελίζουν τη θέση του Keener ότι η ιστορική αξιοπιστία των ευαγγελίων θα πρέπει να θεωρηθεί ισάξια εκείνης των αρχαίων βιογραφιών για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Τέλος, ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα εάν η μεθοδολογική φυσιοκρατία που προτείνει ο Webb μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμ,α ότι τα γεγονότα που εξιστορούνται στα ευαγγέλια είναι ανιστορικά. Υποστηρίζει ότι και οι δύο απαντήσεις που δίνονται σε αυτό το ερώτημα περιορίζουν το ενδεχόμενο να μπορεί η μεθοδολογική φυσιοκρατία να εφαρμοσθεί στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού.
Amy-Jill Levine, "Christian Faith and the Study of the Historical Jesus: A Response to Bock, Keener, and Webb", 96-106
Κι αυτή η μελέτη απαντά στις τρεις πρώτες μελέτες του τεύχους, οι οποίες υποστηρίζουν ότι μία σαφώς ομολογιακή χριστιανική προοπτική δεν θέτει σε κίνδυνο την ιστορική έρευνα. Απαντώντας στον Darrell Bock η συγγραφέας σημειώνει ότι οι ευαγγελικαλικοί υιοθετούν τώρα τις μεθόδους που συνδέονται με αυτήν την έρευνα, αλλά αμφισβητεί το κατά πόσο μία τέτοια στάση συμβάλλει στην πρόοδο της συζήτησης. Απαντώντας στον Craig Keener η συγγραφέας αμφισβητεί τόσο το κατά πόσο συμβάλλει στη συζήτηση η εξέταση των βιογραφιών Ρωμαίων αξιωματούχων όσο και το κατά πόσο είναι θεμιτό να χρησιμοποιείται υλικό από τις μεταγενέστερες ραββινικές πηγές για να καθορισθούν οι πρακτικές στην εποχή του Δεύτερου Ναού. Απαντώντας στον Robert Webb ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η "μεθοδολογική φυσιοκρατία" του θα μπορούσε να είναι περισσότερο παραγωγική σε συντηρητικά περιβάλλοντα όπου δεν τίθεται εκ προοιμίου το ερώτημα εάν τα γεγονότα που περιγράφονται στα ευαγγέλια έλαβαν χώρα πραγματικά.
Darrell L. Bock, "A Brief Reply to Robert Miller and Amy-Jill Levine", 107-111
Craig S. Keener, "A Brief Reply to Robert Miller and Amy-Jill Levine", 112-117
Robert L. Webb, "Methodological Naturalism: Engaging the Responses of Robert J. Miller and Amy-Jill Levine", 118-123
Mark Allan Powell, "Evangelical Christians and Historical-Jesus Studies: Final Reflections", 124-136
Αυτή η μελέτη παρουσιάζει μία γενική απάντηση στις κριτικές μελέτες και στη συζήτηση μεταξύ των πλέον σημαντικών ερευνητών του ιστορικού Ιησού σχετικά με το κατά πόσο κι εάν οι ευαγγελικαλικοί χριστιανοί μπορούν να ασχοληθούν με μία τέτοια μελέτη του ιστορικού Ιησού με ένα τρόπο που να είναι γενικά αποδεκτός. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στα επιχειρήματα των ευαγγελικαλικών ερευνητών Darrell Bock και Craig Keener και τα θεωρεί ιστορικά μη πειστικά, συμφωνεί όμως ότι το έργο τους ικανοποιεί τα γενικά κριτήρια της έρευνας για την αξιοπιστία με έναν τρόπο που αξίζει να ακουστεί. Ο συγγραφέας συμφωνεί με τη θέση των Robert Miller και Amy Jill Levine ότι η ιστορική έρευνα θα πρέπει να είναι σε θέση να παράγει αρνητικά συμπεράσματα τα οποία όμως έχουν ακεραιότητα και σχολιάζει ένα σημείο που θέτει ο Robert Webb ότι τέτοια αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να ορισθούν μεθοδολογικά ("αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί") παρά οντολογικά ("αυτό δεν έλαβε χώρα").
Σε αυτήν τη μελέτη το θέμα είναι η ευαγγελικαλική προσέγγιση των μελετών για τον ιστορικό Ιησού. Συνοψίζει τις τρεις φάσεις της έρευνας και τονίζει ότι η δύναμη της τρίτης φάσης προέρχεται από προσεγγίσεις που έχουν τις ρίζες τους βαθειά στις μελέτες για το μεσοδιαθηκικό Ιουδαϊσμό. Ο συγγραφέας συζητά τους κανόνες που χρησιμοποιούνται σε κάθε μελέτη αυτής της φάσης και τονίζει τα υπέρ και τα όρια της μεθόδου. Επίσης συζητά τη θέση ότι οι ευαγγελικαλικοί εκφράζουν έναν ιστορικό θετικισμό, όταν πρόκειται για την έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Τέλος, η μελέτη καταλήγει με την συζήτηση της αυθεντικότητας της σκηνής της ομολογίας του Πέτρου στην Καισάρεια Φιλίππου και με το θέμα του μυστικού του Μεσσία.
Craig S. Keener, "Assumptions in Historical-Jesus Research: Using Ancient Biographies and Disciples' Traditioning as a Control", 26-58
Oι προσωπικές προϋποθέσεις είναι αναπόφευκτες αλλά σύμφωνα με τον συγγραφέα ένας τρόπος για να τις ελέγξουμε προς χάριν ενός κοινού διαλόγου είναι να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τα ευαγγέλια ως να μην ήταν κείμενα που χρησιμοποιούνται από μία σύγχρονη παγκόσμια θρησκεία. Η πλειοψηφία των ειδικών θεωρούν τα ευαγγέλια αρχαίες βιογραφίες. Μολονότι οι αρχαίες βιογραφίες διαφέρουν στις ιστοριογραφικές τους πρακτικές, οι ιστοριογραφίες της πρώιμης αυτοκρατορίας για πρόσωπα που έζησαν μία ή δύο γενιές πριν παό τον βιογράφο περιείχαν ιστορικές πληροφορίες για αυτήν τη μορφή. Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις βιογραφίες των σοφών. Οι διάφορες σχολές διατηρούσαν σημαντικές πληροφορίες για τη διδασκαλία των ιδρυτών τους, οι αρχαίες πρακτικές μνήμης ήταν πολύ πιο αναπτυγμένες από ό,τι συνήθως σήμερα και οι μαθητές διατηρούσαν και μετέδιδαν σημαντικές πληροφορίες για τους δασκάλους τους. Οι ερευνητές δε θα έπρεπε επομένως να είναι επιφυλακτικοί ή να απαιτούν μεγαλύτερη ιστορική ακρίβεια από ό,τι τους σύγχρονους με τα ευαγγέλια συγγραφείς.
Robert L. Webb, "The Rules of the Game: History and Historical Method in the Context of Faith: The Via Media of Methodological Naturalism", 59-84
To θέμα της μελέτης είναι το ερώτημα πώς είναι δυνατό για ερμηνευτές που ξεκινούν με την προοπτική της πίστης μπορούν να συμμετέχουν ακόμη στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού με έναν τέτοιο κριτικό τρόπο που να είναι αποδεκτός από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του στις εντάσεις που δημιουργούνται για τον ερευνητή όταν οι πηγές επικαλούνται τη θεϊκή παρέμβαση για να εξηγήσουν ένα γεγονός. Το πρώτο μέρος αυτής της μελέτης αφορά στον όρο "ιστορία" και στο πώς ένας ιστορικός ασχολείται καταγράφει την ιστορία (π.χ. "τους κανόνες του παιχνιδιού"). Το δεύτερο μέρος αφορά σε διαφορεικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται στις βιβλικές σπουδές για να εξηγηθούν οι περιγραφές και εξηγήσεις που δίνονται στα κείμενα και οι οποίες έχουν να κάνουν με την αναφορά στη θεϊκή παρέμβαση. Η οντολογική-φυσιοκρατική προσέγγιση απορρίπτει κάθε εξήγηση ενώ η κριτική-θεϊστική είναι ανοικτή σε τέτοιες ερμηνείες. Με βάση την κατανόηση της ιστορίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στο πρώτο μέρος της μελέτης ο συγγραφέας προτείνει μια μέση οδό μεταξύ αυτών των προσεγγίσεων, η οποία αίρει το οντολογικό αδιέξοδο. Η μεθοδολογική φυσιοκρατία αντιμετωπίζει την ιστορία και την ιστορική μέθοδο να περιορίζεται στην ανθρώπινη αιτιότητα. Αυτός είναι αποδεκτός μεθοδολογικός περιορισμός κι όχι ένας οντολογικός. Τα θέματα της θεϊκής παρέμβασης παραμένουν αντικείμενο συζήτησης της θεολογίας.
Robert J. Miller, "When It's Futile to Argue about the Historical Jesus: A Response to Bock, Keener, and Webb ", 85-95
Η μελέτη αποτελεί απάντηση στις τρεις προηγούμενες μελέτες και αναπτύσσεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα για τον ιστορικό Ιησού μπορούν να είναι παραγωγικά μόνο για εκείνους οι οποίοι συμφωνούν ήδη σε αρκετά αμφιλεγόμενα ζητήματα σχετικά με την ιστοριογραφική μέθοδο και τη φύση των ευαγγελίων. Επομένως οι συζητήσεις για τον ιστορικό Ιησού που λαμβάνουν χώρα μεταξύ του "ευαγγελικαλικού" στρατοπέδου (το οποίο θεωρεί τα κανονικά ευαγγέλια απόλυτα ιστορικά αξιόπιστα) και του "παραδοσιακού" στρατοπέδου (το οποίο θεωρεί τα ευαγγέλια ως ένα κράμα μυθιστορίας και γεγονότων) είναι άγονες. Δεύτερον, ο συγγραφέας προτείνει ένα πείραμα προκειμένου να δοκιμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούμε ιστορικά τις αρχαίες βιογραφίες οι οποίες παρουσιάζουν τους ήρωές του με παρόμοιο τρόπο με αυτόν που παρουσιάζουν τα ευαγγέλια τον Ιησού. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματα αυτού του πειράματος υποσκελίζουν τη θέση του Keener ότι η ιστορική αξιοπιστία των ευαγγελίων θα πρέπει να θεωρηθεί ισάξια εκείνης των αρχαίων βιογραφιών για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Τέλος, ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα εάν η μεθοδολογική φυσιοκρατία που προτείνει ο Webb μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμ,α ότι τα γεγονότα που εξιστορούνται στα ευαγγέλια είναι ανιστορικά. Υποστηρίζει ότι και οι δύο απαντήσεις που δίνονται σε αυτό το ερώτημα περιορίζουν το ενδεχόμενο να μπορεί η μεθοδολογική φυσιοκρατία να εφαρμοσθεί στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού.
Amy-Jill Levine, "Christian Faith and the Study of the Historical Jesus: A Response to Bock, Keener, and Webb", 96-106
Κι αυτή η μελέτη απαντά στις τρεις πρώτες μελέτες του τεύχους, οι οποίες υποστηρίζουν ότι μία σαφώς ομολογιακή χριστιανική προοπτική δεν θέτει σε κίνδυνο την ιστορική έρευνα. Απαντώντας στον Darrell Bock η συγγραφέας σημειώνει ότι οι ευαγγελικαλικοί υιοθετούν τώρα τις μεθόδους που συνδέονται με αυτήν την έρευνα, αλλά αμφισβητεί το κατά πόσο μία τέτοια στάση συμβάλλει στην πρόοδο της συζήτησης. Απαντώντας στον Craig Keener η συγγραφέας αμφισβητεί τόσο το κατά πόσο συμβάλλει στη συζήτηση η εξέταση των βιογραφιών Ρωμαίων αξιωματούχων όσο και το κατά πόσο είναι θεμιτό να χρησιμοποιείται υλικό από τις μεταγενέστερες ραββινικές πηγές για να καθορισθούν οι πρακτικές στην εποχή του Δεύτερου Ναού. Απαντώντας στον Robert Webb ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η "μεθοδολογική φυσιοκρατία" του θα μπορούσε να είναι περισσότερο παραγωγική σε συντηρητικά περιβάλλοντα όπου δεν τίθεται εκ προοιμίου το ερώτημα εάν τα γεγονότα που περιγράφονται στα ευαγγέλια έλαβαν χώρα πραγματικά.
Darrell L. Bock, "A Brief Reply to Robert Miller and Amy-Jill Levine", 107-111
Craig S. Keener, "A Brief Reply to Robert Miller and Amy-Jill Levine", 112-117
Robert L. Webb, "Methodological Naturalism: Engaging the Responses of Robert J. Miller and Amy-Jill Levine", 118-123
Mark Allan Powell, "Evangelical Christians and Historical-Jesus Studies: Final Reflections", 124-136
Αυτή η μελέτη παρουσιάζει μία γενική απάντηση στις κριτικές μελέτες και στη συζήτηση μεταξύ των πλέον σημαντικών ερευνητών του ιστορικού Ιησού σχετικά με το κατά πόσο κι εάν οι ευαγγελικαλικοί χριστιανοί μπορούν να ασχοληθούν με μία τέτοια μελέτη του ιστορικού Ιησού με ένα τρόπο που να είναι γενικά αποδεκτός. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στα επιχειρήματα των ευαγγελικαλικών ερευνητών Darrell Bock και Craig Keener και τα θεωρεί ιστορικά μη πειστικά, συμφωνεί όμως ότι το έργο τους ικανοποιεί τα γενικά κριτήρια της έρευνας για την αξιοπιστία με έναν τρόπο που αξίζει να ακουστεί. Ο συγγραφέας συμφωνεί με τη θέση των Robert Miller και Amy Jill Levine ότι η ιστορική έρευνα θα πρέπει να είναι σε θέση να παράγει αρνητικά συμπεράσματα τα οποία όμως έχουν ακεραιότητα και σχολιάζει ένα σημείο που θέτει ο Robert Webb ότι τέτοια αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να ορισθούν μεθοδολογικά ("αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί") παρά οντολογικά ("αυτό δεν έλαβε χώρα").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου