Σε ένα παλαιότερο τεύχος του New Testament Studies (40 [1994] 321-357) o πρόσφατα εκλιπών καθηγητής της Κ.Δ. M. Hengel ασχολήθηκε εκτενώς με τα όρια και τους τομείς της καινοδιαθηκικής έρευνας. Καθώς όσα γράφει σε αυτό το άρθρο αποτελούν κατά κάποιον τρόπο την παρακαταθήκη ενός από τους τελευταίους μεγάλους καινοδιαθηκολόγους της προηγούμενης γενιάς, παρουσιάζουμε εδώ μερικά σημεία αυτής της μελέτης:
Συζητώντας το θέμα, εάν θα πρέπει να υπάρχει ο επιμέρους τομέας της Θεολογίας της Κ.Δ., ο Η. απαντά θετικά. Η έννοια της θεολογίας στηρίζεται ήδη στον πρόλογο του κατά Ιωάννην, όπου προοϋποτίθεται η αδιάσπαστη σχέση μεταξύ λόγου του Θεού, πίστης και ιστορίας. Οι λέξεις "θεολόγος", "θεολογία" και "θεολογεῖν" εμφανίζονται στην πατερική γραμματεία με ένα εντελώς διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο από αυτό που είχαν στην ελληνορωμαϊκό περιβάλλον. Ο Η. σημειώνει: "η επιστήμη μας θα αυτοκαταστρεφόταν, αν θα εγκατέλειπε τη διερεύνηση του ερωτήματος για την αλήθεια του αποκεκαλυμμένου Λόγου του Θεού, το οποίο προκύπτει από την παύλεια και ιωάννεια σκέψη και μεταμορφωνόταν σε μία απλή περιγραφική ιστορία της θρησκείας, όπου ένα τέτοιο ερώτημα [όπως το παραπάνω] δε μπορεί να τεθεί. Εδώ βρίσκεται το αλάτι που χαρίζει γεύση και λόγο ύπαρξης στη δουλειά μας".
Όσον αφορά το ζήτημα του κανόνος ο Η. είναι της γνώμης ότι ο χώρος εργασίας κάθε καινοδιαθηκολόγου θα πρέπει να ευρύτερος εκείνου των 27 βιβλίων της Κ.Δ. Προτείνει το χρονικό διάστημα από τον 4ο/3ο αι. π.Χ. έως και μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. "Οι απολογητές, ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός, ο Κλήμης, στον οποίο χρωστάμε το χαρακτηρισμό "Καινή Διαθήκη" για το μικρό μας βιβλίο, και ο Ιππόλυτος, όλοι δηλαδή οι Πατέρες μέχρι τον Κυπριανό και τον Ωριγένη είναι οι πρώτοι ερμηνευτές της συλλογής κειμένων που είναι σημαντική για την επιστήμη μας, είναι οι κύριοι μάρτυρες της αποκρυστάλλωσης του κανόνα μέσα στην εκκλησιαστική πράξη και ως τέτοιοι ταυτόχρονα τα αρχαιότερα παραδείγματα για τη θεολογική ανάπτυξη των σκέψεων για την πίστη που εμπεριέχονται στα κείμενα της Κ.Δ."
Με αυτά τα χρονικά όρια, που προτείνει, στο πεδίο έρευνας κάθε καινοδιαθηκολόγου εμπίπτουν και τα γνωστικά κείμενα. Ο ίδιος δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός "προχριστιανικού γνωστικισμού". Ο γνωστικισμός, ένα περιφερειακό πρόβλημα του πρώιμου χριστιανισμού, ανήκει στην ιστορία πρόσληψής του (Wirkungsgeschichte) κι όχι στην προϊστορία του. Ασκώντας κριτική στη Σχολή του Baur υποστηρίζει ότι ο κανόνας των 4 ευαγγελίων είναι σαφώς αρχαιότερος του Ειρηναίου και ότι η μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας θα πρέπει ληφθεί σοβαρά υπόψη. Κανένα μη κανονικό κείμενο δεν είναι αρχαιότερο των κειμένων της Κ.Δ. Ο ίδιος δεν θεωρεί πιθανό το Ευαγγέλιο του Θωμά ή του Πέτρου ή ακόμη ο πάπυρος Egerton να είναι αρχαιότερα της Κ.Δ.
Σήμερα ο υπεραισιόδοξος θετικισμός έχει πια υποχωρήσει και γνωρίζουμε ότι πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να εργαστούμε με υποθέσεις διατρέχοντας πάντοτε τον κίνδυνο της υπερβολικής ερμηνείας. "Με άλλα λόγια η καινοδιαθηκική επιστήμη ήταν σε ένα μεγάλο μέρος της μια επιστήμη υποθέσεων και με την εξέλιξη της κριτικής έρευνας έχει γίνει ακόμη περισσότερο. Αυτό θα πρέπει να μας κάνει περισσότερο προσεκτικούς." Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχυσης μεταξύ του δυνατού και του πιθανού είναι η λεγόμενη Literarkritik. Σε σχέση προς μία γενικά προφορική διδασκαλία τα γραπτά κείμενα είναι ένα τυχαίο παραπροϊόν, αποτέλεσμα συνήθως μίας συγκεκριμένης αναγκαιότητας. Ο Η. επίσης εκφράζει τις αμφιβολίες του για την ύπαρξη της κοινότητας της Q και θέτει το ερώτημα κατά πόσο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η Q ήταν ένα ενιαίο κείμενο. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε τι δεν συμπεριέλαβαν οι Λκ και Μτ;
Ο Η. επισημαίνει ακόμη την τάση να παρουσιάζονται συνεχώς νέες προσεγγίσεις του κειμένου, η οποία συχνά οδηγεί σε ακραίες ερμηνείες. "Η σχέση μας με το βιβλίο όλων των βιβλίων πρέπει να είναι μια σοβαρή υπόθεση κι όχι να οδηγούμε μέσα στο -μεταμοντέρνο- γήπεδο με όλες τις δυνατές και μη δυνατές ερμηνείες του τύπου anything goes στην αποξένωση από την Κ.Δ. Πρέπει επιτέλους να μάθουμε να κατανοούμε τα όριά μας και να κρίνουμε προσεκτικά πού μπορούμε να διατυπώσουμε μόνο υποθέσεις και δε μπορούμε πια να καταστήσουμε τίποτε πραγματικά πιθανό. Δε θα πρέπει να ντρεπόμαστε να ομολογούμε δημόσια τη μεγάλη μας αβεβαιότητα."
Οι παλαιότεροι ερμηνευτές είχαν ένα ουσιαστικό προτέρημα έναντι των νεότερων: τη φιλολογική μόρφωση. Στην εποχή του Harnack κάθε θεολόγος έπρεπε να έχει κάνει και κλασικές σπουδές. Πολλοί από τους νεότερους βιβλικούς επιστήμονες δεν είναι εφοδιασμένοι πια με τη γνώση των αρχαίων ελληνικών, λατινικών ή εβραϊκών (ή αραμαϊκών και συριακών). Γι' αυτό οι παλαιότεροι εργάζονταν περισσότερο με τις πηγές, ενώ σήμερα όλο και λιγότεροι εργάζονται με χειρόγραφα ή την παπυρολογία. Καθώς στην εποχή μας η πρόσβαση στις αρχαίες πηγές είναι ευκολότερη και ο αριθμός των πηγών που είναι στη διάθεσή μας πολύ μεγαλύτερος από ό,τι στις παλαιότερες εποχής, η ενασχόλησή μας με αυτές είναι ευκολότερη και αναγκαία.
Στις σημαντικότερες εξελίξεις στο χώρο της καινοδιαθηκικής επιστήμης ο Η. απαριθμεί την ανακάλυψη παπύρων με κείμενα της Κ.Δ. και την πρόοδο στις σπουδές της κριτικής του κειμένου, τη συνειδητοποίηση του σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Ιουδαϊσμός ως το έδαφος μέσα από το οποίο γεννήθηκε ο Χριστιανισμός αλλά και τη διαπίστωση μίας οικουμενικής ευθύνης ερμηνείας (θεολογικής και φιλολογικοϊστορικής) αυτών των κειμένων. Στους σημαντικούς επίσης σταθμούς αυτής της νέας φάσης συγκαταλέγονται η εύρεση και έκδοση των κειμένων του Κουμράν και του Nag Hammadi, οι εκδόσεις επιγραφών και καταλόγων νομισμάτων. Ταυτόχρονα με τη σημαντική θέση του Ιουδαϊσμού στην ιστορία του αρχέγονου Χριστιανισμού δε θα πρέπει να παραβλέπεται και η σημασία του ελληνορωμαϊκού περιβάλλοντος των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων.
Αναφερόμενος στην καθολική και ορθόδοξη βιβλική επιστήμη ο Η. επισημαίνει ότι αυτές μπορούν να συμβάλουν στην επανασύνδεση της ευαγγελικής βιβλικής επιστήμης με την πατερική ερμηνεία και επισημαίνει την ανάγκη έκδοσης υπομνημάτων με βάση τις πατερικές ερμηνείες συγκεκριμένων βιβλίων.
"Για το καλό της αλήθειας, την οποία συναντάμε στα κείμενα της Κ.Δ. πρέπει να αποφύγουμε την υπερεξειδίκευση και να κτίσουμε γέφυρες με μία βιβλική θεολογία με την πραγματική σημασία του όρου, με την Εκκλησιαστική Ιστορία και την ιστορία πρόσληψης της Κ.Δ. καθώς επίσης και με τη συστηματική θεολογία, έτσι ώστε μέσα στο έργο μας να καταστεί σαφές κάτι από την οικουμενική ενότητα του συνόλου της θεολογίας. Σε αυτό το κτίσιμο γεφυρών θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο διάλογος με τον Ιουδαϊσμό. ... Ταυτόχρονα ως θεολογική επιστήμη δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι είμαστε ένα -σαφώς μικρό- τμήμα των επιστημών της αρχαιότητας και ότι η καθαρή χρήση των φιλολογικοϊστορικών μεθόδων είναι εκείνη που μας συνδέει με εκείνες κι ότι κυρίως από εκείνες λαμβάνουμε πλούσια και αναγκαία ερεθίσματα."