Το αυριανό ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι η γνωστή Παραβολή του Ασώτου, όπως επικράτησε στην εκκλησιαστική γλώσσα και στη γλώσσα της ερμηνείας να ονομάζεται. Εξαιρετικά αγαπητή και με βαθιά θεολογικά νοήματα η ιστορία του πατέρα, που είχε δυο γιους, εξακολουθεί να συγκινεί τον κάθε ακροατή για διαφορετικούς ίσως κάθε φορά λόγους. Η παραβολή έχει ερμηνευθεί εκτενέστατα από την αρχαία Εκκλησία μέχρι σήμερα. Σε αυτήν την ανάρτηση θα γίνει μια προσπάθεια να διερευνηθούν τα παρακάτω ερωτήματα: Ποιο είναι τελικά το κεντρικό πρόσωπο της παραβολής; Είναι τελικά άδικη η αγανάκτηση του μεγάλου γιου και γιατί ο πατέρας ουσιαστικά τον ελέγχει για τη στάση του; Τι αντιπροσωπεύουν τα διάφορα πρόσωπα της παραβολής; Ποιος είναι τελικά ο σκοπός που ο Ιησούς είπε, κι ο Λουκάς στη συνέχεια περιέλαβε στο ευαγγέλιό του, αυτήν την ιστορία;
Συνάφεια
Η παραβολή προέρχεται από το ιδιαίτερο υλικό του Λουκά και παρατίθεται στην ενότητα του ταξιδιού του Ιησού από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, η οποία καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα του κατά Λουκάν. Η μικροσυνάφειά της (κεφ. 15) είναι μία μικρή συλλογή τριών παραβολών που ως θέμα τους έχουν την εύρεση χαμένων πραγμάτων (κι εδώ ενός προσώπου) και την χαρά που αυτή προκαλεί σε όσους συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στην αναζήτηση. Η σύνδεση της παραβολής του Ασώτου, η οποία είναι η τελευταία στη σειρά κι αποτελεί την κορύφωση της τριπλής αφήγησης, με τις δύο προηγούμενες (του χαμένου προβάτου και της χαμένης δραχμής) γίνεται με ποικίλους τρόπους, έτσι ώστε να είναι προφανής: α) κι οι τρεις παραβολές έχουν τους ίδιους αποδέκτες, δηλ. τους γραμματείς και τους Φαρισαίους (σε αντίθεση προς τα κεφ. 14 και 16, όπου οι αποδέκτες είναι οι μαθητές), β) και στις τρεις γίνεται λόγος για απώλεια ("ἀπόλλυμι"), εύρεση ("εὑρίσκω") αλλά για τη χαρά της εύρεσης ("χαίρω", "εὐφραίνομαι") και γ) κι οι τρεις ακολουθούν σε γενικές γραμμές την ίδια δομή: στην αρχή περιγράφεται η απώλεια, στη συνέχεια η χαρά της εύρεσης και τέλος η μετοχή των άλλων σε αυτήν την χαρά.
Δομή και χαρακτήρες
Μία τριμερής διαίρεση της παραβολής (αντί της διμερούς που συνήθως προτιμούν οι ερμηνευτές) αναδεικνύει σαφέστερα τον ρόλο των χαρακτήρων της ιστορίας και συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της παραβολής. Έτσι η αφήγηση μπορεί να διαιρεθεί ως εξής: α) μετά την εισαγωγή (στ.11) το πρώτο μέρος περιγράφει τη συμπεριφορά και τις περιπέτειες του μικρού γιου (στ. 12-20α), β) το δεύτερο μέρος περιγράφει την αντίδραση του πατέρα, όταν βλέπει το μικρό γιο να επιστρέφει (στ. 20β-24) και, τέλος, γ) το τρίτο μέρος περιγράφει την αντίδραση του μεγάλου γιου στην απόφαση του πατέρα να δεχτεί το μικρό γιο πίσω και να γιορτάσει για αυτό. Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας, ο πατέρας κι οι δυο γιοι του (και φυσικά υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα που απλά αναφέρονται ή εμφανίζονται σε δεύτερο πλάνο, όπως οι δούλοι του πατέρα ή οι φίλοι κι ο εργοδότης του ασώτου). Ουσιαστικά, όπως και σε άλλες παραβολές (βλ. π.χ. την παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου) έχουμε κι εδώ ένα δραματικό τρίγωνο τριών προσώπων (πατέρας, μικρός γιος και μεγάλος γιος), όπου οι δύο γιοι συγκρίνονται μεταξύ τους βέβαια, ποτέ όμως δεν βρίσκονται στην ίδια σκηνή μαζί ούτε μιλά ο ένας απευθείας στον άλλον. Αντίθετα, το πρόσωπο που εμφανίζεται και στα τρία μέρη της ιστορίας είναι ο πατέρας, ο οποίος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο πάντοτε. Ο πατέρας δίνει την περιουσία στο μικρό γιο κι είναι εκείνος τον οποίο σκέφτεται ο άσωτος, όταν φτάνει στα όρια της απελπισίας, είναι εκείνος πάλι που θα τρέξει να δεχτεί τον μικρό γιο χωρίς να περιμένει πρώτα να ακούσει το αίτημά του για συγχώρηση κι είναι πάλι εκείνος που θα απευθύνει στον μεγάλο γιο κάλεσμα συμμετοχής στη χαρά και συμφιλίωσης. Είναι προφανές ότι εκείνος δίνει τη λύση, εκείνος βρίσκει, δέχεται, χαίρεται και προσκαλεί όλους να συμμετάσχουν στη χαρά του. Το ότι είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας το ενισχύει επίσης ο παραλληλισμός (μέσα από την παράλληλη οργάνωση των τριών αφηγήσεων του κεφαλαίου και το κοινό λεξιλόγιο) με τα κεντρικά πρόσωπα των δύο προηγουμένων παραβολών (τον ποιμένα και τη γυναίκα), αλλά και το γεγονός ότι ο πατέρας είναι σαφώς το κύριο πρόσωπο στο μεσαίο μέρος της παραβολής και, τέλος, ότι εισάγεται στην ιστορία με τη φράση "ἄνθρωπός τις", μία φράση, την οποία ο Λκ χρησιμοποιεί συχνά για να εισάγει τον πρωταγωνιστή στις ιστορίες που αφηγείται (βλ. 12,16· 14,16 κ.ά.).
Το ιστορικό υπόβαθρο
Η διερεύνηση του ιστορικού υπόβαθρου της ιστορίας μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τόσο το παράπτωμα του μικρού γιου όσο και την αντίδραση του μεγάλου. Σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθη οι γιοι έμεναν στο σπίτι του πατέρα και τον κληρονομούσαν μετά το θάνατό του (σε αντίθεση με τις κόρες που παντρεύονταν κι έφευγαν στο νέο τους σπιτικό). Έτσι η απαίτηση του μικρού γιου να του δώσει ο πατέρας το μερίδιο που του αναλογεί, ισοδυναμεί με τη διάρρηξη των σχέσεών του με τον πατέρα. Χωρίς βέβαια ο γιος να ζητά από τον πατέρα να πεθάνει (συνέπεια του οποίου θα ήταν η απόδοση της κληρονομιάς), ουσιαστικά αυτό προϋποθέτει. Όσον αφορά στην κατανομή της κληρονομιάς (το οποίο υπονοεί η φράση "τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας"), αυτή οριζόταν από τον ιουδαϊκό νόμο ως εξής: ο μεγάλος γιος έπαιρνε δυο μερίδια από την περιουσία, ενώ οι υπόλοιποι γιοι μόνο ένα (στην περίπτωση των δυο γιων της ιστορίας, επομένως, η περιουσία θα χωριζόταν σε τρία μέρη, ο πρώτος θα έπαιρνε δύο μέρη κι ο δεύτερος ένα μέρος). Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο μικρός γιος πράττει αντίθετα προς όσα αναμενόταν ως αποδεκτή συμπεριφορά ενός γιου προς τον πατέρα· φέρεται με ασέβεια και με αχαριστία διακόπτει τις σχέσεις του με αυτόν. Από την άλλη, ο μεγάλος γιος φέρεται απόλυτα ορθά, με σεβασμό προς τον πατέρα και προς τις κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής· δεν εγκαταλείπει τον πατέρα, αλλά μένει και τον υπηρετεί με αφοσίωση και αγόγγυστα. Όσα πλέον απομένουν από την πατρική περιουσία ανήκουν σε εκείνον, αφού ο μικρός κατασπατάλησε το δικό του μερίδιο. Αυτά τα δεδομένα, τα οποία υπενθυμίζει ο μεγάλος γιος, τα αναγνωρίζει κι ο πατέρας στην απάντηση του προς εκείνον. Είναι λοιπόν πιθανόν η συμπάθεια του ακροατηρίου του Ιησού να ήταν με τον μεγάλο γιο κι η στάση του πατέρα μετά την επιστροφή του μικρού γιου προκαλεί την δίκαιη απορία και έκπληξη, ένα στοιχείο που συχνά συναντούμε στις παραβολές. Ο πατέρας τρέχει και προλαβαίνει τον μικρό γιο - πριν ακόμη εκείνος πει όσα είχε σκεφτεί - και τον ασπάζεται, τον αντιμετωπίζει δηλαδή ως ίσο με εκείνον, κάτι που στη συνέχεια επιβεβαιώνεται κι από τις εντολές που δίνει στους δούλους (το δακτυλίδι είναι σύμβολο εξουσίας και κυριότητας). Επιπλέον, η δικαιολογημένη αγανάκτηση του μεγάλου γιου είναι αποδεκτή από τον πατέρα. Ζητά όμως από εκείνον να κάνει ένα βήμα πέρα από αυτήν και να μοιραστεί τη χαρά του ότι πλέον έχει στο σπίτι του και τα δυο του παιδιά κι ότι ο ένας μάλιστα είχε χαθεί και ξαναβρέθηκε. Έτσι κι εδώ πάλι είναι προφανές το στοιχείο της αντιστροφής.
Ο συμβολισμός των προσώπων
Η συνάφεια της παραβολής εύκολα οδηγεί στην ταύτιση του πατέρα με τον Θεό. Όσον αφορά στον μεγάλο γιο, αυτός και πάλι προκύπτει από τη συνάφεια ότι ταυτίζεται με τους επικριτές του Ιησού, γραμματείς και Φαρισαίους που τηρούν το Νόμο, αισθάνονται δίκαιοι κι ενοχλούνται με τους συνομιλητές του Ιησού, ενώ ο μικρός γιος ταυτίζεται με τους αμαρτωλούς και τους τελώνες και γενικά όσους θεωρούνται χαμένοι. Η παραβολή είναι σαφώς θεοκεντρική, αν και στην πατερική γραμματεία αρκετές φορές η κίνηση του πατέρα προς τον μικρό γιο θεωρήθηκε ως υπαινιγμός της σάρκωσης του Υιού του Θεού. Οπωσδήποτε ο ανοικτός ορίζοντας των παραβολών επιτρέπει την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής (βλ. π.χ. την ερμηνεία του Αμβροσίου Μεδιολάνων), όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τον αρχικό συμβολισμό της παραβολής. Όπως συχνά έχει επισημανθεί, η υπερβολική εφαρμογή της αλληγορικής ερμηνείας στις παραβολές μπορεί να αποπροσανατολίσει από το πραγματικό νόημά τους.
Ο σκοπός της παραβολής
Σωστά έχει παρατηρηθεί ότι η συγκεκριμένη ιστορία έχει πολλαπλούς σκοπούς, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους. Ο πρώτος είναι να υπογραμμίσει το μεγάλο έλεος του Θεού, που ξεπερνά την ανθρώπινη αδυναμία και αποτυχία και δέχεται τον κάθε συντετριμμένο και ταλαιπωρημένο από την αμαρτία άνθρωπο. Η άνευ όρων αγάπη του υπογραμμίζεται τόσο από το ότι ο ίδιος αναλαμβάνει πρωτοβουλία και σπεύδει ως ο πατέρας της παραβολής να δεχθεί ως γιο κι όχι ως δούλο το χαμένο παιδί του όσο και στην κατανόηση που δείχνει στον μεγάλο γιο. Ουσιαστικά για τον πατέρα κι οι δυο γιοι, ο καθένας με το δικό του τρόπο, είναι χαμένοι, ο ένας μέσα στην αμαρτωλή ζωή του κι ο άλλος στην αυτάρκειά του. Στο πατρικό του όμως σπίτι κι οι δυο έχουν θέση. Το θέμα επομένως δεν είναι τόσο η μετάνοια στην συγκεκριμένη περικοπή αλλά η αγάπη κι η ευσπλαχνία του Θεού Πατέρα. Ο δεύτερος σκοπός είναι το κάλεσμα όλων για μετοχή στη χαρά εξαιτίας της επιστροφής των αμαρτωλών (βλ. κυρίως τους στ. 23-24 και 32). Ο ευαγγελιστής εδώ χρησιμοποιεί συχνά το ρ. "εὐφραίνομαι", ρήμα που κυρίως στην ΠΔ χρησιμοποιείται σε σχέση με τον Θεό. Ο Θεός, λοιπόν, καλεί τους πάντες, να συμμετάσχουν στη δική του χαρά για την επιστροφή κάθε αμαρτωλού και στη μετοχή στο ευφρόσυνο τραπέζι της Βασιλείας του. Τέλος, η παραβολή λειτουργεί επίσης ως απάντηση του Ιησού στην κριτική την οποία δέχεται από τους παρευρισκόμενους Φαρισαίους (σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί η παραβολή ως κριτική εναντίον αυτής της ομάδας αλλά μάλλον ως κριτική μίας συγκεκριμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς). Η παραβολή ουσιαστικά δεν φαίνεται να έχει ανοικτό τέλος, καθώς η βούληση του πατέρα είναι προφανής και το κάλεσμα σαφές. Ωστόσο, όπως και σε κάθε άλλη παραβολή οι ακροατές καλούνται να πάρουν θέση και να αποφασίσουν αν θα δεχθούν ή όχι το κάλεσμα του πατέρα ακόμη δε και να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους πίσω από τη στάση των διαφορετικών χαρακτήρων της ιστορίας. Είναι ενδιαφέρον ότι τον κάθε χαρακτήρα της ιστορίας τον χαρακτηρίζει κι ένα ιδιαίτερο ρήμα: τον πατέρα το ρ. "σπλαχνίζομαι" (στ. 20), τον μικρό γιο το ρ. "ἔρχομαι εἰς ἑαυτὸν" (στ. 17) και τον μεγάλο γιο το ρ. "ὀργίζομαι" (στ. 28). Ο κάθε αναγνώστης, επομένως, θα πρέπει να δει ποια συμπεριφορά ο ίδιος επιλέγει κι αν η καταληκτική της ιστορίας παρατήρηση του πατέρα "εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει" είναι για αυτόν προτροπή ή επίπληξη.