Την Τρίτη 5 Ιουλίου έγινε η συνάντηση της ομάδας
Greco-Roman World. Σε αυτήν διαβάστηκαν τέσσερις εισηγήσεις.
Στο πρώτο μέρος της συνεδρίας, το οποίο έφερε τον τίτλο
Sacred Spaces and Benevolent Acts, διαβάστηκαν δύο εισηγήσεις.
Η πρώτη ήταν η δική μου κι έφερε τον τίτλο "
The Cult of Theos Hypsistos in Roman Thessalonica and the First Christian Community of the City". Για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν μία πρόχειρη εκδοχή της (χωρίς υποσημειώσεις), μπορούν να ανατρέξουν στη σελίδα του ιστολογίου με τον τίτλο "Δημοσιεύσεις" ή να πατήσουν επάνω στον τίτλο παραπάνω. Στην εισήγηση παρουσίασα μία περίπτωση λατρείας του Θεού Υψίστου, αυτήν της Θεσσαλονίκης, η οποία κατά τη γνώμη μου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλές απόψεις (είναι του δεύτερου μισού του 1ου αι., οι λάτρεις της ανήκουν σε μία ομάδα μεσαία κοινωνικά με γεωγραφική και κοινωνική κινητικότητα, τα μνημεία είναι ανεικονικά παραπέμποντας σε περισσότερο αφηρημένες παραστάσεις για τη θεότητα, οι λάτρεις είναι οργανωμένοι σε ένα θίασο που συναντιέται για ένα κοινό δείπνο). Όσον αφορά στην πιθανή εξάρτηση της λατρείας του Θ.Υ. από την ιουδαϊκή Διασπορά υποστήριξα ότι κάθε περίπτωση μνημείων του θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στην τοπική συνάφεια και να αποφεύγονται οι γενικεύσεις. Ειδικά δε για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης τίποτε στα μνημεία δε μαρτυρεί ιουδαϊκή επίδραση. Τέλος, όσον αφορά στην πιθανή σύνδεση της λατρείας με την γνωστή από τις Πράξεις ομάδα των φοβουμένων θέση της εισήγησης ήταν ότι οι δύο ομάδες δεν θα πρέπει κατ΄ ανάγκη να ταυτισθούν, αλλά μάλλον αποτελούν δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου φαινομένου, της μεταφυσικής αναζήτησης του εθνικού κόσμου. Όπως οι φοβούμενοι έτσι και οι λάτρεις του Θ.Υ. αποτελούν γέφυρα μεταξύ των Ιουδαίων, χριστιανών και εθνικών.
Η δεύτερη εισήγηση ήταν του Samuele Rocca (Ariel University Center of Samaria) κι έφερε τον τίτλο "Herod Evergetism in the Greek World: an Expression of Might and Power". Ο ομιλητής παρουσίασε τις διάφορες μορφές ευεργεσίας του Ηρώδη στον αρχαίο κόσμο (με κάποια υπερβολή κατά την ταπεινή μου γνώμη, αφού στον Ηρώδη απέδωσε ακόμη και τον τύπο της ρωμαϊκής στοάς με κιονοστοιχία) και υποστήριξε ότι ο Ιουδαίος μονάρχης διαφοροποιείται στην ευεργεσία του από τους ηγεμόνες της ελληνιστικής περιόδου, διότι φροντίζει μέσα από τις διάφορες ευεργετικές του πράξεις να προβληθεί ο προστάτης και κύριός του Αύγουστος.
Το δεύτερο τμήμα της συνεδρίας έφερε τον τίτλο "Literacy and Illiteracy and its Influence in the Greco-Roman World".
Ο πρώτος ομιλητής ήταν ο Antonio Lombatti (Deputazione di Storia Patria, Parma, Ιταλία) κι η εισήγησή του έφερε τον τίτλο "Relics in Early Christianity between Faith and Need to See". Ο ομιλητής δύο κατηγορίες λειψάνων και ιερών κειμηλίων. Εκείνα που έχουν ιστορική βάση και είναι αυθεντικά κι είναι ολιγάριθμα και μία μεγαλύτερη ομάδα τέτοιων αντικειμένων που είναι πλαστά. Τα αρχαιότερα κειμήλια εμφανίζονται τον αρχαίο Χριστιανισμό γύρω στο 200 μ.Χ. Ένα από τα πρώτα είναι η φάτνη της γέννησης. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των λειψάνων είναι ότι αντίθετα με τα κείμενα δεν μπορούν να μεταφέρουν από μόνα τους ένα μήνυμα κι έτσι δε μπορούν να κατανοηθούν από διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες όμως έχουν κοινό πολιτισμικό κώδικα. Γι' αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να συνοδεύονται από μία επεξηγηματική επιγραφή ή μία εικονογραφική απεικόνιση. Έτσι σε μία κοινωνία, η οποία δεν στηρίζεται κατά βάση στη γραφή, τα λείψανα αποκτούν μία ιδιαίτερη αξία ως οπτικά μέσα μεταφοράς θρησκευτικού μηνύματος.
Η επόμενη ομιλήτρια ήταν η Gaia Lembi (Tel Aviv University) κι η εισήγησή της έφερε τον τίτλο "Writing Jewish History in a Greco-Roman World: From Polemics and Apologetics to Competition". Η ομιλήτρια υποστήριξε ότι τα κείμενα Ιουδαίων της Διασποράς της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου δεν θα πρέπει να κατανοηθούν αναγκαστικά ως έκφραση μίας επιθετικής στάσης απέναντι στο περιβάλλον των ιουδαϊκών κοινοτήτων της διασποράς, αλλά κυρίως ως ένας τρόπος ενδυνάμωσης της συλλογικής ταυτότητας των μελών της κοινότητας. Στη συνέχεια παρουσίασε το παράδειγμα του Ιωσήπου, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια σύζευξης των δύο παραδόσεων - της ιουδαϊκής και της ελληνορωμαϊκής - αλλά κι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας κατανοεί το έργο του και το ρόλο του σε σχέση με τους βιβλικούς συγγραφείς και τους Έλληνες ιστορικούς.