Στο νέο τεύχος του Biblical Interpretation 17:4 (2009) δημοσιεύονται τα εξής άρθρα:
Cornelis Bennema, "A Theory of Character in the Fourth Gospel with Reference to Ancient and Modern Literature", 375-421
Τόσο η λογοτεχνική θεωρία όσο και η κριτική της βιβλικής αφήγησης στερούνται μίας συγκεκριμένης και ολοκληρωμένης θεωρίας για τον χαρακτήρα. Πολλοί κριτικοί του ευαγγελίου κατανοούν το χαρακτήρα στην εβραϊκή Βίβλο (όπου οι χαρακτήρες μπορούν να αναπτυχθούν) ως εντελώς διαφορετικό από εκείνον στην αρχαία ελληνική γραμματεία (όπου οι χαρακτήρες υποθετικά είναι συνεπείς ηθικοί τύποι). Οι περισσότεροι άνθρωποι διακρίνουν σαφώς μεταξύ της σύγχρονης λογοτεχνίας με την ψυχολογική, εξατομικευμένη προσέγγιση του χαρακτήρα και του αρχαίου χαρακτηρισμού, όπου ο χαρακτήρας στερείται προσωπικότητας ή ατομικότητας. Στο πρώτο μέρος του άρθρου ο συγγραφέας εξετάζει απόψεις του χαρακτήρα στην αρχαία εβραϊκή και ελληνική γραμματεία καθώς επίσης στη σύγχρονη λογοτεχνία και υποστηρίζει ότι πρόκειται για διαφορές περισσότερο στην έμφανση και λιγότερο στο είδος. Είναι καλύτερο να γίνεται λόγος για διαφορετικές βαθμίδες του χαρακτηρισμού μέσα σε ένα συνεχές. Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο συγγραφέας αναπτύσσει μία αναλυτική θεωρία του χαρακτήρα στο τέταρτο ευαγγέλιο, η οποία απαρτίζεται από τρία μέρη. Πρώτον, ο συγγραφέας μελετά το χαρακτήρα στο κείμενο και στη συνάφεια χρησιμοποιώντας πληροφορίες από το κείμενο και άλλες πηγές. Δεύτερον, ο συγγραφέας αναλύει και ταξινομεί τους ιωάννειους χαρακτήρες με βάση τρεις διαστάσεις (πολυπλοκότητα, ανάπτυξη, εσωτερική ζωή) και τοποθετεί τον χαρακτήρα που προκύπτει μέσα σε ένα συνεχές διαβάθμισης του χαρακτηρισμού (από το μέσο στον τύπο στην προσωπικότητα και στην εξατομίκευση). Παρατηρούμε ότι πολλοί ιωάννειοι χαρακτήρες είναι πολύ πιο σύνθετοι και ολοκληρωμένοι από ό,τι γενικά πιστευόταν μέχρι τώρα. Τρίτον, ο συγγραφέας αναλύει και εκτιμά τις αντιδράσεις του Ιησού σε σχέση με την αξιολογητική προσέγγιση, το σκοπό και τη δυαλιστική κοσμοθεωρία του τέταρτου ευαγγελιστή.
Bruce W. Longenecker, "The Story of the Samaritan and the Innkeeper (Luke 10:30-35): A Study in Character Rehabilitation", 422-447
Ο αφορισμός "η συνάφεια είναι το παν" υπήρξε η κατευθυντήρια αρχή σε πολλές μελέτες των παραβολικών λόγων του Ιησού. Αυτό είναι αλήθεια, για παράδειγμα, σε μελέτες που αποπειρώνται να αποκαταστήσουν τη σπουδαιότητα μίας παραβολής σε σχέση προς τη δράση του Ιησού της Ναζαρέτ ή σε σχέση με τη θέση και τη λειτουργία τους στο γενικότερο κείμενο ή σε σχέση προς την πολυσθενή δυναμική της. Αυτό ισχύει και για την παρούσα μελέτη, η οποία εξετάζει την αφήγηση του Ιησού για τον Σαμαρείτη -η οποία συχνά ονομάζεται "η παραβολή του καλού Σαμαρείτη". Υποστηρίζεται ότι, όταν η ιστορία του Σαμαρείτη τοποθετηθεί μέσα σε μία συγκεκριμένη διάταξη της συνάφειας, τότε τα αφηγηματικά της χαρακτηριστικά ευθυγραμμίζονται μεταξύ του με τρόπους που είτε είχαν αγνοηθεί με καταφανή τρόπο είτε συνειδητά αποφεύχθηκαν μέσα στην ιστορία της ιστορίας της ερμηνείας. Αντί να αγνοήσει ή να αποφύγει τη σημασία αυτών των αφηγηματικών στοιχείων η παρούσα μελέτη προσπαθεί να αξιοποιήσει τη αφηγηματική τους σημασία με ένα νέο τρόπο, εξετάζοντας δυνατότητες ερμηνείας μέσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο του Λουκά. Ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του συγγραφέα επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ του Σαμαρείτη και του πανδοχέα ως αντιπροσωπευτική μίας ιδιαίτερης συνεργασίας η οποία πιστοποιεί τη βασιλεία του Θεού με το να καθιστά κάθε συμβαλλόμενο μέλος ευάλωτο στην απώλεια ενώ ταυτόχρονα προβάλλει την καλωσύνη προς τους άλλους.
Mark D. Nanos, "Paul's Reversal of Jews Calling Gentiles 'Dogs' (Philippians 3:2): 1600 Years of an Ideological Tale Wagging an Exegetical Dog?", 448-482
Η υπομνηματική παράδοση του Φιλ 3,2 (και του Μτ 15 και Μκ 7 επίσης) υποστηρίζει ήδη τουλάχιστον από την εποχή του Χρυσοστόμου ότι οι Ιουδαίοι συνήθως αποκαλούσαν τους εθνικούς κύνες νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο ένα στερεότυπο μοτίβο. Τα σύγχρονα υπομνήματα δείχνουν να μη λαμβάνουν υπόψη την βλαβερή κληρονομιά ή τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις της πολεμικής στην οποία αυτή η κληρονομιά συμβάλλει. Επιπλέον δεν παρέχονται μαρτυρέις για αυτήν την υποτιθέμενη κοινή προκατάληψη και όταν αυτό συμβαίνει, τότε συνήθως συνίσταται σε λόγια που αποδίδονται στον Ιησού και στη Συροφοινίκισσα ή τη Χαναναία -επομένως σε κείμενα μεταγενέστερα εκείνων του Παύλου, τα οποία αντικατοπτρίζουν την αρχαία "χριστιανική" πολεμική. Εκτός του ότι είναι αναχρονιστικὀ και πολύ πιθανόν άγνωστο στο ακροατήριο του Παύλου στους Φιλίππους, δεν είναι επίσης βέβαιο μετά από προσεκτική εξέταση ότι αυτά τα ευαγγελικά λόγια έχουν αυτήν τη σημασία. Κάποιες φορές γίνεται αναφορά στο Ψα 22 κι άλλα ιουδαϊκά κείμενα, αλλά κανένα από αυτά τα κείμενα δε δικαιολογούν αυτήν την υπόθεση. Επίσης οι πολλές υποτιθέμενες περιπτώσεις στη ραβινική γραμματεία -οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση παρέχουν αναχρονιστικές πληροφορίες- δεν βεβαιώνουν ότι οι Ιουδαίοι αποκαλούσαν τους εθνικούς κύνες. Στη μελέτη εξετάζονται τα κείμενα και αμφισβητείται η ερμηνευτική παράδοση καθώς επίσης και την αδυναμία της να διατηρήσει ερμηνευτική απόσταση, όταν επαναλαμβάνει το υβρεολόγιο εναντίον των Ιουδαίων και του Ιουδαϊσμού. Μετά την παρουσίαση αυτού του ιδεολογήματος αναφέρονται διάφορες ερμηνευτικές εναλλακτικές προτάσεις.