Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Journal of Theological Studies 62:1 (2011) δημοσιεύονται μεταξύ άλλων και τα εξής άρθρα βιβλικού ενδιαφέροντος:
Katherine E. Southwood, "‘And They could not Understand Jewish Speech’: Language, Ethnicity, and Nehemiah's Intermarriage Crisis", 1-19
Διαφορετικά από ό,τι στην αφήγηση για τους μεικτούς γάμους του Έσδρα, το Νεεμία 13 ειδικά κάνει λόγο για τη σημασία της γλώσσας χρησιμοποιώντας την παράξενη φράση לדבר יהודית וכלשון עם ועם ובניהם חצי מדבר אשדודית ואינם מכירים (Νεεμ13: 24). Η φράση παρουσιάζει πολλά μεταφραστικά προβλήματα. Είναι ωστόσο δυνατό να κατανοηθεί η σημασία της πληρέστερα υπό το φως ενός αριθμού μελετών οι οποίες εξετάζουν τις σχέσεις μεταξύ της γλώσσας, της εθνικότητας και της θρησκείας. Λαμβάνοντας υπόψη τις σχέσεις και αντιθέσεις μεταξύ του περιστατικού του μεικτού γάμου του Νεεμία και τα είδη των συναφειών μέσα στα οποία η σημασία της γλώσσας και της εθνικότητας φτάνει στο επίπεδο της κοινωνικής συνειδητοποίησης, είναι δυνατό να υποστηρίξουμε ότι κατά την άποψη του συγγραφέα κάθε προσαρμογή στο περιβάλλον είναι καταδικαστέα. Επομένως τα προβλήματα που αφορούν στη διατήρηση της γλώσσας είναι ένα σύμπτωμα μίας βαθύτερης κρίσης: της ανάγκης να διατηρηθεί η εθνική ταυτότητα. Οι θρησκευτικές και εθνικές ταυτότητες λειτουργούν αμοιβαία με έναν επαναλαμβανόμενο τρόπο μέσα τόσο στο βιβλίο του Έσδρα όσο και του Νεεμία, ίσως ως ένας απόηχος της επιστροφής από την εξορία.
Tommy Wasserman, "The ‘Son of God’ was in the Beginning (Mark 1:1)", 20-50
Τα προβλήματα κριτικής κειμένου στην αρχή του κατά Μάρκον είναι μεγάλης σημασίας και πολυσυζητημένα. Το κύριο ερώτημα είναι εάν η φράση "ο Υιός του Θεού" παραλείπεται τυχαία από το αρχικό κείμενο ή εάν προστέθηκε από κάποιους γραφείς προκειμένου να συμπληρώσει το θεϊκό όνομα ή τον τίτλο του βιβλίου. Οι αμφιλεγόμενες λέξεις περιέχονται μέσα σε αγκύλες στην UBS4 και στην NA27 αλλά παραλείπονται στην πρόσφατη έκδοση SBLGNT. Ενώ οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις και οι τα υπομνήματα περιλαμβάνουν τις λέξεις, αρκετοί ειδικοί πρόσφατα υποστήριξαν τη συντομότερη εκδοχή του Μκ 1, 1. Στην παρούσα μελέτη ωστόσο υποστηρίζεται η εκτενέστερη εκδοχή, στην οποία περιλαμβάνεται η φράση "υιός του Θεού" και λαμβάνει υπόψη εξωτερικές και εσωτερικές ενδείξεις και ειδικότερα την πιθανότητα μίας τυχαίας παράλειψης, αν λάβει κανείς υπόψη τις συνήθειες των γραφέων εκείνης της εποχής.
Tim Brookins, "The Wise Corinthians: Their Stoic Education and Outlook", 51-76
Έχει περάσει πλέον η εποχή που η σοφία των Κορινθίων κατανοούνταν υπό το φως του "γνωστικισμού". Ως μία εναλλακτική λύση στη ρητορική θεωρία, η οποία υποκατέστησε τη θεωρία του γνωστικισμού, η παρούσα μελέτη παραπέμπει στο σαφώς στωικό χαρακτήρα της σοφίας των Κορινθίων. Αφετηρία του συγγραφέα είναι η γλώσσα που συνδέεται με αυτούς. Ακολουθώντας τα πρόσφατα συμπεράσματα των κοινωνικοϊστορικών μελετών εικάζεται ότι οι πλουσιότεροι Κορίνθιοι είναι επίσης οι προβληματικοί "σοφοί" Κορίνθιοι. Αυτοί είχαν μία σχετική φιλοσοφική παιδεία, πιθανόν από τον "Λούκιο, τον Στωικό της Κορίνθου" στο γυμνάσιο το οποίο πρόσφατα είχε ιδρυθεί στην Κόρινθο. Προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση όπου κανείς με βεβαιότητα μπορεί να εντοπίσει τη γλώσσα αυτών των Κορινθίων το περιεχόμενο είναι σαφώς στωικό αν όχι και η εκφορά της. Εκτός όμως από τη γλώσσα των Κορινθίων υποστηρίζεται ότι η επίδραση της στωικής διδασκαλίας θα πρέπει να διαδραμάτισε κάποιο ρόλο σε κάθε πρόβλημα που αναφέρεται στην Α΄ Κορ. Επομένως χωρίς να αρνηθεί κανείς την πιθανότητα άλλων επιδράσεων στη μελέτη υποστηρίζεται ότι ο στωικισμός αποτελεί την καλύτερη εξήγηση που μπορεί να εφαρμοσθεί σε όλη την επιστολή.
Scott D. Mackie, "Heavenly Sanctuary Mysticism in the Epistle to the Hebrews", 77-117
Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης εστιάζει το ενδιαφέρον του στα υπερφυσικά υπαρξιακά στοιχεία και γεγονότα, τα οποία συνδέονται με τον τρόπο που η προς Εβραίους παρουσιάζει το ουράνιο θυσιαστήριο και προσπαθεί να καταδείξει την εσωτερική σχέση αυτών των στοιχείων και γεγονότων με το γενικό ομιλητικό / κηρυκτικό χαρακτήρα του κειμένου. Η αφηγηματική δομή στην προς Εβραίους του ουράνιου θυσιαστηρίου δεν είναι απλά μία "ανανεωμένη και συμπληρωμένη" εκδοχή της παράδοσης που σκοπό είχε να προκαλέσουν τη φαντασία της κοινότητας, στην οποία απευθύνεται η επιστολή. Μάλλον ο στόχος του συγγραφέα είναι η κοινότητά του να είναι παρούσα στον ιερό τόπο προκειμένου να ωφεληθεί από τις πράξεις του Χριστού που επιτελούνται εκεί και να συμμετάσχει στη δόξα του Υιού. Η παρουσία και η συμμετοχή συνδέεται με την επαναλαμβανόμενη προτροπή του συγγραφέα να "πλησιάσουν" και να εισέλθουν στο ουράνιο θυσιαστήριο (4, 14–16. 6, 18–20. 10, 19–23. 12, 22–4), η οποία έχει ως στόχο της την μεταμορφωτική συνάντηση και το Θεό και τον Υιό του καθώς επίσης και τη συμμετοχή στην τελετή της θείας υιοθεσίας (2, 12-13). Αυτή η μυστική απεικόνιση που κινείται παράλληλα με τις ρητορικές πρακτικές της εκφράσεως και της ενάργειας, παρέχουν την απαραίτητη στήριξη σε αυτήν την προσπάθεια: εκτός από έναν αριθμό παραστικών περιγραφών του ουράνιου θυσιαστήριου και των πράξεων του Ιησού σε αυτό, ο συγγραφέας καλεί την κοινότητα να "δει" τον Υιό εν τη δόξη (2, 9. 3, 1. 9, 24–6. 12, 2) και τη συμμετοχή της στην τελετή της υιοθεσίας (2, 13. 10, 24–5). Αυτό το πρόγραμμα εικόνων εξυπηρετεί άμεσα τον τελικό ομιλητικό στόχο του συγγραφέα: όπως ο Μωυσής "τὸν γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησεν" (Εβρ 11, 27), έτσι κι η αφοσίωση της κοινότητας, η οποία έχει υποχωρήσει, θα αυξηθεί όταν αυτή ενεργοποιήσει την πραγματική της ταυτότητα ως οικογένεια του Θεού και "δει" στον Ιησού ότι η σταθερότητά του μέσα στους διωγμόυς θα έχει ως αποτέλεσμα σίγουρα την δικαίωση.
Simon Corcoran & Benet Salway, "A Newly Identified Greek Fragment of the Testamentum Domini", 118-135
Simon Corcoran & Benet Salway, "A Newly Identified Greek Fragment of the Testamentum Domini", 118-135
Στην παρούσα μελέτη αναδημοσιεύεται ένα απόσπασμα ενός ελληνικού εκκλησιαστικού έργου που γράφτηκε σε ένα μεγαλογράμματο κώδικα της Αγίας Γραφής του τ. 5ου αι. και το οποίο δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί. Η σύγκριση με μία συριακή του εκδοχή καθιστά σαφές ότι το κείμενο θα πρέπει να θεωρηθεί ο μοναδικός μάρτυρας του αρχικού ελληνικού κειμένου του 4ου ή 5ου αι. ενός τύπου κειμένου που είναι γωνστός ως "η Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" (Testamentum Domini nostri Iesu Christi).
Alistair C. Stewart, "The Apocalyptic Section of Testamentum Domini: An Attempt at Dating", 136-143
Η Διαθήκη Κυρίου αρχίζει με μία αποκάλυψη ανεξάρτητη από το υπόλοιπο κείμενο. Αν ήταν δυνατό να χρονολογηθεί αυτό το αποκαλυπτικό απόσπασμα, τότε θα μπορούσε να προσφέρει ένα terminus a quo του εκκλησιαστικού αυτού κειμένου. Ενώ αυτή η αποκάλυψη συνήθως χρονολογείται στον 5ο αι. στη μελέτη υποστηρίζεται ότι απηχεί γεγονότα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γύρω στην εποχή της ακμής της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών στην Περσία και του διωγμού που ακολούθησε κι ότι ο αντίχριστος που παρουσιάζεται εδώ είναι ένας Ζωροάστρης ιερέας, κάτι που παραπέμπει στον 3ο αι.