Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού
Currents in Biblical Research 9:3 (2011) δημοσιεύονται τα εξής άρθρα:
Geoffrey D. Miller, "Intertextuality in Old Testament Research", 283-309
Όλοι οι βιβλικοί επιστήμονες γνωρίζουν τον όρο "διακειμενικότητα", δεν υπάρχει όμως συμφωνία μεταξύ τους όσον αφορά στη φύση αυτής της ιδέας ή στο πώς οι αναγνώστες θα έπρεπε να εντοπίσουν τις διακειμενικές συνδέσεις μεταξύ των κειμένων. Κάποιοι ερμηνευτές εφαρμόζουν μία καθαρά συγχρονική προσέγγιση, όταν διαβάζουν τα κείμενα και τονίζουν την αυτονομία που έχει ο αναγνώστης στο να προσδίδει νόημα στις κειμενικές συνδέσεις. Κάποιοι άλλοι ακολουθούν μία περισσότερο διαχρονική προσέγγιση και προσπαθούν να εντοπίσουν τα προηγούμενα κείμενα που ο συγγραφέας θέλει οι αναγνώστες του να εντοπίσουν. Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των εκπροσώπων των δύο τάσεων όσον αφορά στο πώς θα πρέπει να διακριθούν οι πραγματικές διακειμενικές συνδέσεις από τις τυχαίες ομοιότητες καθώς και στο πώς θα πρέπει να ερμηνευθούν τα σχετικά κείμενα υπό το φως των συνδέσεών τους. Σε αυτό το άρθρο εξετάζεται η πορεία της έρευνας κατά τα τελευταία 20 χρόνια με στόχο την απάντηση αυτών των ερωτημάτων. Κανένα από αυτά δε βρήκε ομόφωνη απάντηση και ο συγγραφέας προτείνει ως καλύτερη λύση είναι να μην χαρακτηρισθούν κάποιες από τις μελέτες ως "διακειμενικές".
Paul Foster, "The Gospel of Peter: Directions and Issues in Contemporary Research", 310-338
Μετά από μία μακρά περίοδο αδιαφορίας το ενδιαφέρον για το Ευαγγέλιο του Πέτρου γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τις τελευταίες τρεις ή τέσσερις δεκαετίες. Εν μέρει αυτό αντικατοπτρίζει το γενικότερο φαινόμενο της αυξανόμενης μελέτης των μη κανονικών κειμένων, αλλά ειδικότερα αυτό επίσης συνδέεται με διάφορες θεωρίες, στις οποίες υποστηρίχθηκε ότι οι παραδόσεις μέσα σε αυτό το κείμενο μπορεί να προηγούνται χρονικά των μορφών των παράλληλων παραδόσεων που διασώζονται στα κανονικά ευαγγέλια. Η παρούσα μελέτη εξετάζει τρία βασικά ζητήματα που σχετίζονται με το Ευαγγέλιο του Πέτρου: α) τη σχέση του με τα κανονικά ευαγγέλια, β) την ταυτοποίηση διαφόρων σπαραγμάτων ως αποσπασμάτων του ίδιου κειμένου και γ) την χριστολογία και τη γενικότερη θεολογία του κειμένου.
Mark Batluck, "Religious Experience in New Testament Research", 339-363
Η συζήτηση για τη θρησκευτική εμπειρία μέσα στην Κ.Δ., η οποία ξεκίνησε με τον Gunkel στα 1888 και συνεχίστηκε με τον Dunn στα 1970, αναπτύχθηκε σε τέσσερις βασικές τάσεις, η καθεμιά από τις οποίες προσεγγίζει το θέμα από διαφορετική οπτική. Η μυστική / αποκαλυπτική εμπειρία εξετάζει αρχαία χριστιανικά κείμενα που είναι εκστατικά ή αποκαλύπτουν νέες πληροφορίες για τον αποδέκτη. Μία δεύτερη ομάδα εξισώνει την θρησκευτική εμπειρία με τη συνάντηση με το Άγιο Πνεύμα. Τέλος, οι μελέτες για τον ιστορικό Ιησού εξετάζουν την ιστορική διάσταση της θρησκευτικής εμπειρίας που περιγράφεται στα ευαγγέλια. Τέταρτον, άλλες μελέτες εξετάζουν τη θρησκευτική εμπειρία με τη βοήθεια των κατηγοριών και επιδιώκουν να εξηγήσουν το ευρύ φάσμα και την επίδραση που έχει η θρησκευτική εμπειρία η οποία καταγράφεται στην Κ.Δ. Κάθε προσέγγιση παρέχει πολλά στην έρευνα και δίνει εναύσματα για περαιτέρω μελέτη.
Daniel Johansson, "The Identity of Jesus in the Gospel of Mark: Past and Present Proposals", 364-393
Στην παρούσα μελέτη το ενδιαφέρον εστιάζεται στο ερώτημα εάν ο Ιησούς στο κατά Μάρκον αντιμετωπίζεται ως μία θεία μορφή ή απλά ως άνθρωπος και εξετάζονται οι διάφορες ερμηνείες που δόθηκαν στη χριστολογία του κατά Μάρκον από το τέλος του 19ου αι. μέχρι σήμερα. Μπορούν να διακριθούν τρεις βασικές περίοδοι. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό μίας χαμηλής χριστολογίας με μία υψηλή εκτίμηση του κατά Μάρκον ως ιστορίας. Μετά τη δημοσίευση της μελέτης του Wrede για το μυστικό του Μεσσία αυτό αλλάζει και για διάφορους λόγους η πλειοψηφία η πλειοψηφία των ερευνητών αντιμετωπίζει τον Ιησού ως ένα υπερφυσικό ον. Μία νέα αλλαγή λαμβάνει χώρα γύρω στα 1970, όταν ο Ιησούς του κατά Μάρκον και πάλι αρχίζει να αντιμετωπίζεται απλά ως ανθρώπινο ον. Ενώ αυτή παραμένει ακόμη η θέση της πλειοψηφία δεν υπάρχει συμφωνία σε αυτό το ζήτημα και οι σύγχρονοι ερευνητές του κατά Μάρκον φαίνεται να διαφωνούν μεταξύ τους περισσότερο από ποτέ.
C.D. Elledge, "Future Resurrection of the Dead in Early Judaism: Social Dynamics, Contested Evidence", 394-421
Το θέμα της ανάστασης των νεκρών και η σημασία του για τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό παραμένει ένα κεντρικό ζήτημα στη βιβλική έρευνα. Σήμερα αναγνωρίζεται γενικά ότι η θρησκευτική κουλτούρα του αρχαίου Ιουδαϊσμού (περίπου 200 π.Χ. - 200 μ.Χ.) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο τόσο στη γέννηση αυτής της ιδέας όσο και στην πρώιμη πρόσληψή του. Στο σημερινό ερευνητικό τοπίο ίσως οι περισσότερο πρόσφατες μεθοδολογικές εξελίξεις προκύπτουν από τις κοινωνιολογικές σπουδές, οι οποίες προσπαθούν να τοποθετήσουν την ανάσταση μέσα στη συνάφεια της κοινωνικής δυναμικής των θρησκευτικών κινημάτων που προώθησαν αυτήν την ελπίδα. Επιπλέον σε εξηγητικό επίπεδο πολλές μαρτυρίες έχουν προκαλέσει διαφορετικές αναγνώσεις και συζήτηση όσον αφορά στο τι ακριβώς έλεγε η κάθε παράδοση για την ανάσταση. Στην παρούσα μελέτη ο συγγραφέας πραγματεύεται αυτά τα ζητήματα: α) την εφαρμογή των πορισμάτων της κοινωνικής επιστήμης στη μελέτης της ανάστασης και β) τις ερμηνείες που δόθηκαν σε διάφορες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες που παραμένουν σημαντικές στην ακαδημαϊκή έρευνα της ελπίδας για την ανάσταση στην αρχαία ιουδαϊκή κουλτούρα.