Η αυριανή ευαγγελική περικοπή περιγράφει ένα θαύμα στην αρχή της δημόσιας δράσης του Ιησού, όπως αυτήν την αφηγείται το κατά Μάρκον ευαγγέλιο. Πρόκειται για τη γνωστή θεραπεία του παραλυτικού στην Καπερναούμ. Είναι μια ιστορία πολύ γνωστή κι όμορφη, η οποία όμως θεωρείται από τους ερμηνευτές ως μία από τις πλέον δύσκολες της συνοπτικής παράδοσης (για λόγους ιστορίας της παράδοσης, δομής και θεολογικούς).
Η δομή της περικοπής
Η αφήγηση του θαύματος εντάσσεται στην ενότητα 2,1-3,6, όπου περιγράφονται τα πρώτα θαύματα του Ιησού και προετοιμάζεται η τελική σύγκρουσή του με τους Ιουδαίους θρησκευτικούς άρχοντες, η οποία θα κορυφωθεί στη σύλληψη και στον θάνατό του. Σε αυτήν την ενότητα, στην οποία συγκεντρώνονται πέντε διαφορετικές ιστορίες αντιπαράθεσης του Ιησού με την θρησκευτική ηγεσία του Ισραήλ (η θεραπεία του παραλυτικού, 2,1-12· το κοινό τραπέζι με τελώνες και τους αμαρτωλούς, 2,13-17· η συζήτηση για τη νηστεία, 2,18-22· το περιστατικό με τα σιτηρά την ημέρα του Σαββάτου, 2,22-28· η θεραπεία του ανθρώπου με το παράλυτο χέρι το Σάββατο, 3,1-6), ο αναγνώστης του ευαγγελίου παρακολουθεί τη σταδιακή κλιμάκωσή της αντιπαράθεσης της ιουδαϊκής θρησκευτικής ηγεσίας με τον Ιησού. Στην υπό συζήτηση περικοπή οι γραμματείς «διαλογίζονται ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» και κατηγορούν σιωπηρά τον Ιησού για βλασφημία (2,7), στην επόμενη διήγηση εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους στους μαθητές του Ιησού (2,16), στη συνέχεια θέτουν ερωτήματα στον ίδιο (2,18-24) και, τέλος, συσκέπτονται με τους Φαρισαίους και Ηρωδιανούς για να τον θανατώσουν (3,6). Είναι αβέβαιο, αν ο Μκ παραλαμβάνει αυτήν την ενότητα από την προηγούμενη παράδοση ή εάν είναι ο ίδιος εκείνος που την συνθέτει συνδέοντας μεταξύ τους τις επιμέρους ιστορίες.
Το πρόβλημα της ενότητας της περικοπής
Σύμφωνα με την πλειοψηφία των ερμηνευτών η περικοπή περιλαμβάνει δύο διαφορετικές μορφές της παράδοσης: η πρώτη είναι μία τυπική αφήγηση θεραπείας στους στίχους 1-5α·11-12 κι η δεύτερη, στους στ. 5β-10, ένας διάλογος αντιπαράθεσης του Ιησού με τους αντιπάλους του, ο οποίος ανήκει στη γενικότερη κατηγορία των αποφθεγμάτων, ιστοριών, δηλαδή, που αναπτύσσονται γύρω από ένα λόγιο του Ιησού, στην περίπτωσή μας αυτό για την εξουσία του Υιού του Ανθρώπου στο στ. 10. Η πλειονότητα των ερευνητών θεωρεί σήμερα πως πρόκειται για δύο διαφορετικά βέβαια φιλολογικά είδη, από τα οποία όμως το δεύτερο δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητο από το πρώτο στην παράδοση.
Σύμφωνα με την τυπολογία που πρότεινε ο Gerd Theißen για τις αφηγήσεις των θαυμάτων το συγκεκριμένο θαύμα κατατάσσεται στις περιπτώσεις θαυμάτων θεραπείας και διατηρεί πολλά από τα μοτίβα αυτού του είδους των αφηγήσεων: την παρουσία του πλήθους, τη δυσκολία προσέγγισης του Ιησού, την υπέρβαση της δυσκολίας, την πίστη, τη θεραπεία και την απόδειξη του θαύματος και τέλος την ομολογία του πλήθους. Και το δεύτερο μέρος, ο διάλογος του Ιησού με τους γραμματείας διατηρεί επίσης αρκετά από τα χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης μορφής παράδοσης, των αποφθεγμάτων ή συζητήσεων αντιπαράθεσης: το λόγιο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η ιστορία, ο σύντομος διάλογος που προκαλείται από ένα λόγο ή μία πράξη του Ιησού. Η ιστορία φαίνεται να ανήκει από λογοτεχνικής απόψεως στις παρενθετικές αφηγήσεις (sandwich narratives), μία συνηθισμένη τεχνική στον Μκ: ο ευαγγελιστής συχνά παρεμβάλλει μέσα σε μία αφήγηση μία δεύτερη, η οποία έχει ως σκοπό μέσα από την καθυστέρηση της πλοκής να οδηγήσει στην κορύφωση του δράματος και στην υπογράμμιση του ιδιαίτερου χριστολογικού μηνύματος της περικοπής (χαρακτηριστικό παράδειγμα το θαύμα της αιμορροούσας κι εκείνο της κόρης του Ιαείρου). Εδώ ο διάλογος του Ιησού με τους διαλογιζόμενους γραμματείς (2,6-10), για το ποιος μπορεί να έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο: α) καθυστερεί την πραγματοποίηση της θεραπείας, την οποία όμως β) μέσα από τα δύο ρητορικά ερωτήματα, των γραμματέων στο στ. 7 και του Ιησού στο στ. 9, προετοιμάζει, κι έτσι γ) αναδεικνύει μία μεγάλη αλήθεια για το πρόσωπο του Ιησού, ότι, δηλαδή, έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός της θεραπείας. Περνώντας σε μία περισσότερο συγχρονική προσέγγιση της περικοπής –αντιμετωπίζοντάς την δηλαδή ως μία ολοκληρωμένη ενότητα μέσα σε μία ευρύτερη συνάφεια κι εξετάζοντας τη δομή της– παρατηρούμε ότι αυτό που διασφαλίζει τη συνοχή της κι ενώνει τους δύο ομόκεντρους αφηγηματικούς κύκλους –της θεραπείας και του διαλόγου με τους γραμματείς– είναι το πρόσωπο του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Ιησού, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας ως ο βασικός πρωταγωνιστής κι ως εκείνος που της δίνει νόημα αλλά και του οποίου η ταυτότητα προσδιορίζεται μέσα από αυτήν.
Αμαρτία και ασθένεια
Αυτό που ουσιαστικά προκαλεί την αντίδραση των γραμματέων είναι η φράση του Ιησού «ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι», μία φράση που στην παθητική της εκφορά (divinum passivum) σαφώς αναφέρεται στον ίδιο τον Θεό. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι γραμματείς αντιλαμβάνονται πως ο Ιησούς κατά κάποιον τρόπο οικειοποιείται αυτήν την ιδιότητα κι ότι εδώ εμμέσως πλην σαφώς αναφέρεται στο πρόσωπό του, μία υποψία που επιβεβαιώνεται λίγο αργότερα στους στ. 9 εξ. Είναι επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Ιησούς συνδέει τη συγχώρηση των αμαρτιών με το πρόσωπο του Υιού του Ανθρώπου (κάτι που δεν βρίσκουμε στην ιουδαϊκή γραμματεία). Στα συνοπτικά ευαγγέλια η έννοια της συγχώρησης, απαλλαγμένη από το λατρευτικό της ένδυμα (όπως την συναντούμε στα προφητικά κείμενα για τη μεσσιανική εποχή), απαντά σε σχέση με την εποχή της βασιλείας του Θεού. Ειδικότερα στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο απαντά τέσσερις φορές: 1,4· 3,28· 4,12· 11,25. Η θεραπεία του παραλυτικού αποτελεί ένα επιπλέον σημείο της επελαύνουσας Βασιλείας του Θεού, την οποία εγκαινίασε ο Ιησούς με τον ερχομό του στον κόσμο. Τα ζεύγη αμαρτία-συγχώρεση, ασθένεια-θεραπεία απαντούν με έναν υπαινικτικό τρόπο λίγο αργότερα στο ίδιο κεφάλαιο, στο στ. 17, όταν στην ίδια πορεία αντιπαράθεσης με τους γραμματείς ο Ιησούς σημειώνει επικριτικά: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾽ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν». Κατά κάποιον τρόπο η θεραπεία του παραλυτικού αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού του λόγου του. Έτσι ο Ιησούς, ο Υιός του Ανθρώπου, ο οποίος λίγο νωρίτερα κατέδειξε ότι μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες μέσα από τη θεραπεία του παραλυτικού, εμφανίζεται εδώ ως ο ιατρός των αμαρτωλών, οι οποίοι ασθενούν κάτω από βάρος των αμαρτιών τους.
Το ζήτημα της περικοπής δεν είναι να αναπτύξει μία θεολογική διδασκαλία για την αιτιακή σχέση μεταξύ αμαρτίας και ασθένειας. Οπωσδήποτε, βέβαια, σε αυτήν την περικοπή υποφώσκει η γνωστή από τον αρχαίο κόσμο σχέση μεταξύ πράξης και συνεπειών. Είναι επίσης προφανής η αντίληψη ότι η ασθένεια συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με την έννοια της αμαρτίας. Όμως αυτή η σαφής -στον αρχαίο κόσμο- σχέση αιτίας και αποτελέσματος φαίνεται να αμβλύνεται τόσο εξαιτίας του ότι αυτή η αμαρτία δεν προσωποποιείται στη συγκεκριμένη περίπτωση όσο και μέσα από την ερμηνεία της περικοπής, κάτι που εναρμονίζεται με το γενικότερο πνεύμα και μήνυμα του κατά Μάρκον ευαγγελίου. Δεν είναι το θέμα της περικοπής ότι ένας αμαρτωλός άνθρωπος τιμωρήθηκε για τις αμαρτίες του, αλλά ότι ο Ιησούς, ο οποίος ήδη στην αρχή του κατά Μάρκον αναγγέλλει την έλευση της βασιλείας του Θεού και καλεί σε μετάνοια και πίστη, έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες και να θεραπεύει και να εκπληρώνει έτσι στο πρόσωπό του αυτές τις εξαγγελίες. Η συγχώρηση των αμαρτιών σημαίνει αποκατάσταση των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό κι η θεραπεία αποτελεί απτή εκδήλωση της εξουσίας του Ιησού, ο οποίος ως Υιός του Ανθρώπου εγκαινιάζει τα έσχατα και αποκαθιστά με το λόγο, τα έργα του και κυρίως με το πάθος του τις διαταραγμένες σχέσεις του Θεού με τους ανθρώπους. Στην ευαγγελική παράδοση η αμαρτία προϋποτίθεται ως μία αδιαμφισβήτητη και τυραννική πραγματικότητα κι η ασθένεια κατανοείται ως σύμπτωμά της. Ο Ιησούς συναντά τον άνθρωπο μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα και τον απελευθερώνει. Έτσι το θαύμα του παραλυτικού δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως ένα μεμονωμένο περιστατικό μέσα σε μία σειρά παρόμοιων θαυμαστών γεγονότων. Ο αποφθεγματικός χαρακτήρας του λογίου για τον Υιό του Ανθρώπου στο στ. 10 παραπέμπει στην παραδειγματική κατανόησή της θαυμαστής θεραπείας στο παρόν της κοινότητας ως εγγίζουσας πραγματικότητας και ως σημείου της Βασιλείας του Θεού.
(Από το βιβλίο Αικ. Τσαλαμπούνη, Εξηγητικά, Δεμέτη, Θεσσαλονίκη 2013, 89-106)