Φωτο 1. Ένα καρβέλι ψωμί, το οποίο βρέθηκε στην Πομπηία (Πηγή: www.ancientresources.com) |
Το αντικείμενο της εικόνας είναι ένα καρβέλι ψωμί, το οποίο βρέθηκε στα ερείπια της αρχαίας Πομπηίας. Αριστερά διακρίνεται η σφραγίδα του αρτοποιείου που το κατασκεύασε. Τέτοιες σφραγίδες έχουν έρθει στο φως (βλ. φωτο 2) και διέσωζαν το όνομα του αρτοποιείου που είχε παρασκευάσει το ψωμί ή ότι το ψωμί είχε κατασκευαστεί για συγκεκριμένους αγοραστές (ή ακόμη κι ότι ήταν για διάθεση στο ευρύτερο κοινό). Η σφραγίδα μπορούσε επίσης να δηλώνει την ποιότητα του ψωμιού.
Φωτο 2. Σφραγίδα ψωμιού (1ος-2ος αι. μ.Χ.). Ανάμεσα σε κηρύκειο και θύρσο η επιγραφή SEX ANTO ORIP (Πηγή: www.ancientresources.com) |
Ήδη από το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι με νόμο επέτρεψαν την σύσταση του πρώτου σωματείου αρτοποιών, του Collegium Pistorum, το οποίο βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους. Τα μέλη του σωματείου ήταν ελεύθεροι πολίτες και συνήθως το επάγγελμα ήταν κληρονομικό. Ωστόσο σύμφωνα με ρωμαϊκό νόμο οι αρτοποιοί απαγορευόταν να έχουν σχέσεις με ηθοποιούς ή μονομάχους ή να παρακολουθούν αγώνες στο αμφιθέατρο.
Όσον αφορά στην παρασκευή του ψωμιού οι ελεύθεροι πολίτες της Ρώμης είχαν δικαίωμα σε μία συγκεκριμένη ποσότητα σιταριού (που συνήθως ερχόταν από την Αίγυπτο), το οποίο το έδιναν στον φούρναρη της γειτονιάς και τους παρασκεύαζε το καθημερινό ψωμί με μικρό κόστος. Συχνά τοπικοί ευεργέτες ή ο αυτοκράτορας χάριζε ψωμί στους κατοίκους μιας πόλης. Υπήρχαν διάφοροι τύποι ψωμιού στην Ρώμη όπως panis mustaceus και panis farreus (αναλωνόταν στους γάμους), panis militaris (το ψωμί των στρατιωτών, συνήθως στη μορφή γαλέτας), panis secundarius (ψωμί από άσπρο αλεύρι που στα χρόνια του Αυγούστου ήταν το πιο συνηθισμένο ψωμί και για αυτό έχασε την αρχική του σπουδαιότητα). Τύποι ψωμιού διασώζονται και στο κείμενο του Ιπποκράτη, Περὶ ἀρχαίη ἰητρικῆς («καθαρός ἄρτος», «αὐτόπυρος ἄρτος», «ῥαντὸς ἄρτος», «ἄρτος συλίγνειτος»). Οι κατώτερες κοινωνικές ομάδας στις ρωμαϊκές επαρχίες κατανάλωναν κυρίως κριθαρένιο ψωμί (μᾶζα), ενώ οι πλουσιότερες λευκό (ἄρτον).