Στο νέο τεύχος του
Journal of Jewish Studies 59:2 (2008) δημοσιεύονται τα εξής άρθρα:
Adiel Schremer, "‘The Lord Has Forsaken the Land’: Radical Explanations of the Military and Political Defeat of the Jews in Tannaitic Literature ", 183-200Η ακαδημαϊκή έρευνα, η οποία ασχολείται με την "ιουδαϊκή απάντηση στην καταστροφή του Ναού", σπάνια προσπαθεί να διερευνήσει σε όλο τους το εύρος τις εξηγήσεις που έδωσαν οι Ιουδαίοι του ύστερου 1ου και του 2ου αι. όσον αφορά στη στρατιωτική ήττα των Ιουδαίων από τους Ρωμαίους. Η γενική εκτίμηση είναι ότι οι Ιουδαίοι ακολούθησαν την αρχαία προφητική στάση και απέδωσαν την πτώση του Ισραήλ στα παραπτώματα του λαού. Κατά συνέπεια λίγη προσοχή δίνεται στις λιγότερο "ευσεβείς" ερμηνείες που μαρτυρούνται σε διάφορα κλασικά ραβινικά κείμενα. Στο άρθρο εξετάζονται οι ερμηνείες κι η αντίληψη που επικράτησαν σε Ιουδαίους της Παλαιστίνης του τ.1ου και 2ου αι., σύμφωνα με τις οποίες αμφισβητείται και η ίδια η ύπαρξη του Θεού, το ενδιαφέρον του για τον κόσμο ή και η δυνατότητά του να τον κυβερνά. Μολονότι γενικά αυτή η στάση απορρίπτεται από τους ραβίνους, έκπληξη προκαλεί ωστόσο ότι κάποιες από αυτές τις ερμηνείες είχαν υιοθετηθεί από κάποιους από αυτούς.Jodi Magness, "The Arch of Titus at Rome and the Fate of the God of Israel ", 201-217Δεν υπάρχει ίσως πιο παραστατική εικόνα στη Ρωμαϊκή τέχνη από την εικόνα της μεταφοράς των λαφύρων από τα Ιεροσόλυμα επάνω στην αψίδα του Τίτου στη Ρώμη, η οποία απαθανατίζει μία σημαντική ιστορική στιγμή από την πορεία θριάμβου του Βεσπασιανού και του Τίτου στη Ρώμη το 71 μ.Χ.: τη μεταφορά των λατρευτικών σκευών του κατεστραμμένου Ναού. Η συγγρ. υποστηρίζει ότι στα μάτια των Ρωμαίων αυτά τα λατρευτικά σκεύη αντιπροσώπευαν το Θεό του Ισραήλ, ο οποίος αιχμάλωτος περνούσε μέσα από τους δρόμους της Ρώμης. Από τη ρωμαϊκή πλευρά η καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ συμβόλιζε το τέλος της λατρείας του Θεού του Ισραήλ, ο οποίος είχε πια υποταχθεί στον Jupiter Capitolinus. Η κατασκευή και αφιέρωση του ναού στην Ιερουσαλήμ σε αυτόν το ρωμαϊκό θεό από τον Αδριανό 60 χρόνια αργότερα ήταν το αποκορύφωμα αυτής της πορείας. Αντίθετα τα κείμενα του Ιωσήπου τονίζουν την πεποίθηση για την ύπαρξη του Θεού του Ισραήλ και την προσδοκία για μία αποκατάσταση της θυσιαστικής λατρείας σε αντίθεση προς τη ρωμαϊκή θέση.Finn Damgaard, "Brothers in Arms: Josephus’ Portrait of Moses in the ‘Jewish Antiquities’ in the Light of His Own Self-Portraits in the ‘Jewish War’ and the ‘Life’", 218-235Στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ο Ιώσηπος προσπαθεί να αμβλύνει την εντύπωση που προκαλούν οι συσπειρώσεις και οι στάσεις εναντίον του Μωυσή. Συχνά οι Ισραηλίτες κατηγορούν τον Μωυσή ότι ενεργεί τυραννικά, οι χειρότερες στάσεις γίνονται επί των ημερών του. Όταν στη συνέχεια ο λόγος είναι για τον Ιουδαϊκό πόλεμο η εικόνα του έμπειρου στρατηγού έρχεται και πάλι στο προσκήνιο και μάλιστα στην αυτοπροσωπογραφία του Ιωσήπου στον Ιουδαϊκό Πόλεμο και στο Βίο του. Στο παρόν άρθρο εξετάζονται αυτές οι ομοιότητες μεταξύ του τρόπου που παρουσιάζει ο Ιώσηπος τον Μωυσή και του τρόπου που παρουσιάζει τον εαυτό του. Μολονότι ο ίδιος ο Ιώσηπος δεν υπογραμμίζει σαφώς τους παραλληλισμούς μεταξύ των δύο -του Μωυσή και του εαυτού του- μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αρχαίοι αναγνώστες του ήταν σε θέση να τους διακρίνουν εξαιτίας της συνηθισμένης εφαρμογής της 'συγκρίσεως΄ κατά την αρχαιότητα. Η ρητορική στρατηγική του Ιωσήπου ίσως έμμεσα είχε ως στόχο να επαινέσει μέσω του επαίνου προς τον Μωυσή τον ίδιό του τον εαυτό.
Nikos Kokkinos, "The Foundation of Bethsaida-Julias by Philip the Tetrarch ", 236-251Ο Ιώσηπος (Αρχ. 18.27) σαφώς ονομάζει την Ιουλία, την κόρη του Αυγούστου, την οποία διακρίνει από την Ιουλία/Λίβια, τη σύζυγο του Αυγούστου, ως το πρόσωπο στο οποίο αφιερώθηκε η πόλη της Βηθσδαϊδά. Αυτό πρέπει να έλαβε χώρα το 2 π.Χ., όταν η Ιουλία εξορίστηκε. Ο νομισματολόγος A. Kindler διατύπωσε την υπόθεση ότι ίσως ο Ιώσηπος έσφαλε κι ότι ίσως η πόλη της Βηθσδαϊδά αφιερώθηκε στην Λίβια/Ιουλία του 30/31 μ.Χ. Ακολουθώντας τον Kindler πολλοί αρχαιολόγοι και θεολόγοι, που εργάστηκαν στις ανασκαφές της et-Tell, η οποία έχει ταυτισθεί με την Βηθσδαϊδά-Ιουλιάδα, σε μελέτες τους κατηγορούν τον Ιώσηπο ότι δίνει λάθος πληροφορίες. Επανεξετάζοντας τις μαρτυρίες ο συγγρ. καταλήγει ότι η αρχική υπόθεση του Kindler δεν μπορεί να αποδειχθεί. Με αφορμή αυτό το θέμα εξετάζει επίσης τη διαφορά μεταξύ των τίτλων "Αυγούστα" και "Σεβαστή" στη Δύση και στην Ανατολή. Πολλά κείμενα, τα οποία a priori αποδόθηκαν στην Λίβια με βάση μόνο το δεύτερο όνομά της (Ιουλία), θα μπορούσαν να συνδέονται με την Ιουλία.
Matthew E. Gordley, "Creation Imagery in Qumran Hymns and Prayers", 252-272
Οι ύμνοι και οι προσευχές, που βρέθηκαν στα κείμενα της Ν. Θαλάσσης, παρέχουν παραδείγματα για τον τρόπο, με τον οποίο οι ποιητές της περιόδου του Δεύτερου Ναού διατήρησαν και διασκεύασαν τις παλαιότερες παραδόσεις. Αυτή η μελέτη εξετάζει ένα συγκεκριμένο θέμα, τις παραστάσεις για τη βιβλική δημιουργία και ερευνά πώς αυτό το θέμα χρησιμοποιήθηκε σε όλο το corpus των προσευχών και ύμνων του Κουμράν. Μέσα από την εξέταση του τρόπου που αυτό το θέμα χρησιμοποιήθηκε στα λειτουργικά και μη λειτουργικά κείμενα τόσο του Κουμράν όσο και εκείνα, τα οποία γράφτηκαν πριν την ίδρυση αυτής της κοινότητας, ο συγγρ. παρουσιάζει τον τρόπο, με τον οποίο οι εικόνες του Κουμράν για τη δημιουργία απηχούν τα βιβλικά παραδείγματα. Επιπλέον στο άρθρο καταδεικνύεται ότι οι παραστάσεις για τη δημιουργία, που απαντούν στα κείμενα του Κουμράν, προχωρούν πέρα από τα βιβλικά παραδείγματα κι ότι αυτό γίνεται με διδακτικό σκοπό. Αυτοί οι διδακτικοί ύμνοι και αυτές οι διδακτικές προσευχές παρέχουν παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι Ιουδαίοι συγγραφείς της εποχής του Δεύτερου Ναού χρησιμοποίησαν παλαιότερες παραδόσεις για τη δημιουργία και δημιουργικά τις διασκεύασαν ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής τους.
Tamar Zewi, "Nominal Clauses in the Dead Sea Scrolls ", 273-291
Στο άρθρο εξετάζονται τα είδη ονοματικών προτάσεων, που απαντούν στα κείμενα της Ν. Θαλάσσης. Ο συγγρ. πραγματεύεται προτάσεις που προέρχονται από κείμενα, τα οποία αντιπροσωπεύουν μια ανεξάρτητη γλώσσα κι όχι μεταγενέστερες εκδοχές του βιβλικού κειμένου.
Lea Himmelfarb, "The Link Between the Jewish–Christian Polemic and the Masorah Notes in Rashi’s Bible Commentary", 292-307
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται ο τρόπος, με τον οποίο ο Rashi ενσωμάτωσε την Μασορά στα υπομνήματά του με σκοπό να ενισχύσει τις θέσεις που διατυπώνει στο πλαίσιο μίας ιουδαιοχριστιανικής πολεμικής. Με την αναφορά του στη Μασορά ο Rashi έδινε κύρος στις δικές του ερμηνείες, ακόμη κι όταν αυτές απέκλιναν από την απλή σημασία του στίχου, όπως για παράδειγμα όταν προτιμούσε εξηγητικές-μιδρασικές ερμηνείες, ενθαρρύνοντας το λαό του και απορρίπτοντας τις χριστιανικές θέσεις ή όταν ο Rashi έδινε μια εναλλακτική ανάγνωση των στίχων, οι οποίοι είχαν θεωρηθεί ότι υποστηρίζουν τις χριστιανικές θέσεις. Έτσι ο Rashi υποστήριξε ότι shiroh (Ψα 42,9) δε σήμαινε το άσμα του. Μάλλον τόνιζε τη συνεχή παρουσία της Shekhinah ανάμεσα στον Ισραήλ. Η λ. ḥerev (Άσμα 3,7-8), το ξίφος των ιερέων, είναι η Μασωρά. Η be-suri (Ωσ 9,12) δεν είναι το besarai me-hem. Τέλος το le-ḥelkah ή το ḥelkaim (Ψα 10,8.10) δεν αναφέρονται στον ταπεινωμένο Ισραήλ.
Daphne Freedman, "Pseudepigraphy in the ‘Zohar’ ", 308-316
Δύο έργα της μεσαιωνικής περιόδου, τα οποία βρίσκονται χρονικά πολύ κοντά μεταξύ τους, η Zohar και η Θεία Κωμωδία, έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Κι οι δυο συγγρ. είναι εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής τους, οι οποίες έθεσαν τη σφραγίδα τους στην εποχή και άσκησαν σημαντική επίδραση. Η συγγρ. του άρθρου πραγματεύεται τη σπουδαιότητα αυτών των συγγρ. και κυρίως σε σχέση με την προοδευτική για την εποχή τους προσέγγιση. Και οι δύο συγγρ. βλέπουν την εκπλήρωση της θείας θέλησης μέσα στην ιστορία και συνδέουν με αυτήν και το δικό τους έργο.