Μερικές σκέψεις για την αυριανή πολύ γνωστή σε όλους ιστορία του Τελώνη και του Φαρισαίου. Πρόκειται για μία παραβολή, η οποία προέρχεται από το ιδιαίτερο υλικό του Λουκά και την οποία ο ευαγγελιστής εντάσσει στην μεγάλη ενότητα του ταξιδιού του Ιησού προς την Ιερουσαλήμ. Στη μικροσυνάφειά της η παραβολή εντάσσεται σε μία επιμέρους ενότητα, η οποία απαντά στο ερώτημα ποιοι τελικά μπορούν να ανήκουν στη Βασιλεία του Θεού. Στην προηγούμενη περικοπή ο Ιησούς προέβαλε το παράδειγμα της χήρας και μίλησε για την επιμονή στην προσευχή και στην περικοπή μετά την υπό συζήτηση παραβολή προβάλλει τα παιδιά ως πρότυπο των ανθρώπων της Βασιλείας. Κοινό στοιχείο επίσης με την αμέσως προηγούμενη παραβολή είναι το θέμα της προσευχής, ένα θέμα εξαιρετικά αγαπητό στο Λκ. Αν και η παραβολή δεν ερμηνεύτηκε αλληγορικά από τους Πατέρες (βλ. όμως την εξαίρεση του ι. Αυγουστίνου κ.ά.), στη μετέπειτα ερμηνευτική παράδοση ο Φαρισαίος ταυτίσθηκε με την προσκολλημένη στο Νόμο λογική των Ιουδαίων και ο Τελώνης με τον άνθρωπο που απελευθερωμένος από τον Νόμο ζει τη χαρά της χάριτος του Θεού. Ποιο όμως είναι το νόημα της συγκεκριμένης παραβολής; Σε ποιους απευθύνεται; Γιατί ο Φαρισαίος επικρίνεται; Και τελικά ποιο είναι το κεντρικό πρόσωπο της παραβολής;
(1) Η δομή της περικοπής είναι απλή: (α) στ. 9 εισαγωγή του ίδιου του Λκ ή της πηγής του όπου ουσιαστικά δίνεται ο σκοπός για τον οποίο ο Ιησούς είπε την παραβολή (βλ. κάτι παρόμοιο στην παραβολή του άδικου κριτή αμέσως πριν από την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου). Προφανώς ο στ. αυτός που δίνει το στίγμα της ιστορίας στηρίζεται στην κατακλείδα της παραβολής στο στ. 14α, (β) στ. 11-12 η προσευχή του Φαρισαίου, (γ) στ. 13 η προσευχή του Τελώνη, (δ) στ. 14α η κατακλείδα της παραβολής, (ε) στ. 14β μία γενική εφαρμογή της ιστορίας, προφανώς ένα ανεξάρτητο λόγιο του Ιησού (βλ. Μτ 23,12· Λκ 14,11), το οποίο εδώ ο ευαγγελιστής προσθέτει στην ιστορία λόγω της κοινής θεματικής.
(2) Το στοιχείο της σύγκρισης είναι προφανές από τη δομή της ιστορίας. Το αφηγηματικό δίδυμο Φαρισαίος - Τελώνης παρουσιάζονται μέσα από μία παράλληλη κι όμοια στη δομή της περιγραφή. Αυτή η παράλληλη παράθεση των δεδομένων οδηγεί τον αναγνώστη στη σύγκριση των δύο ηρώων της ιστορίας. Ο Φαρισαίος παρουσιάζεται ωστόσο εκτενέστερα (σε δύο στίχους) κι η προσευχή του είναι διπλάσια σε έκταση από εκείνη του Τελώνη (12 λέξεις), ενώ η περιγραφή του Τελώνη καταλαμβάνει μόνο ένα στίχο κι η προσευχή του αρκείται σε 6 μόνο λέξεις). Επιπλέον η στάση του σώματος κι η θέση του μέσα στο Ναό είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη του Τελώνη. Ο Φαρισαίος στέκεται (σταθείς) κάπου στο Ναό και προσεύχεται, ο Τελώνης μένει μακριά και δεν τολμά να σηκώσει τα μάτια, αλλά κτυπά το στήθος του ζητώντας τη συγχώρηση και το έλεος του Θεού.
(3) Ένα ενδιαφέρον στοιχείο των παραβολών είναι το στοιχείο της έκπληξης ή της αντιστροφής. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό τους που συχνά παραβλέπουμε, επειδή η ερμηνεία αιώνων, μέσα από την οποία διαβάζουμε σήμερα τις παραβολές, οδήγησε σε στερεότυπες αναγνώσεις του βιβλικού κειμένου. Στην προκειμένη περίπτωση συχνά προσεγγίζουμε την παραβολή μέσα από την στερεότυπη αντίληψη που έχουμε για τους κακούς και υποκριτές Φαρισαίους. Λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, τις πληροφορίες που έχουμε για τους Φαρισαίους από τις αρχαίες πηγές (κι αφήνοντας κατά μέρος την εικόνα των Φαρισαίων στα ευαγγέλια, η οποία θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο πολεμικής ρητορείας των ευαγγελιστών), το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι Φαρισαίοι δεν αντιμετωπίζονταν από το λαό ως υποκριτές, αλλά έχαιραν εκτίμησης εξαιτίας της ευσέβειάς τους και της αφοσίωσης στο Νόμο. Η ίδια η προσευχή του Φαρισαίου από αυτήν την άποψη δεν έχει τίποτε το μεμπτό· ο Φαρισαίος της ιστορίας μας προσεύχεται με ανάλογο τρόπο όπως κάνουν οι ευσεβείς, για παράδειγμα, στους Ψαλμούς κι η ευσεβής του στάση είναι σύμφωνη με τις εντολές του Νόμου. Αντίθετα οι Τελώνες λόγω του επαγγέλματός τους και των σχέσεών τους με την εξουσία ήταν μισητοί. Επομένως, για τους πρώτους ακροατές του Ιησού το γεγονός ότι ο δικαιωμένος τελικά δεν είναι ο Φαρισαίος αλλά ο Τελώνης προκαλεί έκπληξη και απορία. Η έκπληξη αυτή επιτείνεται από δύο σημεία: πρώτον, ότι ο Φαρισαίος παρουσιάζεται πρώτος, είναι όμως τελικά ο χαμένος της ιστορίας. Δεύτερον, ότι ενώ σε αυτόν η αφήγηση αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της περιγραφής, τελικά είναι εκείνος που δεν πέτυχε τον σκοπό του. Έτσι στην αρχή της ιστορίας οι δύο ήρωες παρουσιάζονται ισότιμα ως δύο άνθρωποι που ανεβαίνουν στον Ναό, στη συνέχεια η αναφορά στην κοινωνική τους θέση προκαλεί μία σύγκριση υπέρ του Φαρισαίου και στο τέλος της ιστορίας η διαφορά μεταξύ τους αντιστρέφεται, αφού ο Ιησούς προκρίνει τον Τελώνη.
(4) Η έκπληξη της ιστορίας έχει ως σκοπό να οδηγήσει τους ακροατές του Ιησού να αναρωτηθούν γιατί τελικά ο Φαρισαίος αποτυγχάνει. Τι είναι, δηλ., εκείνο το στοιχείο στην προσευχή του που δεν ευαρεστεί τον Θεό. Η απάντηση δίνεται στην εισαγωγή της παραβολής στο στ. 9, όταν γίνεται λόγος για τους "πεποιθότας ἐφ' ἑαυτοῖς" και στη συνέχεια όταν περιγράφεται ο Φαρισαίος ως "σταθείς εἰς ἑαυτὸν". Το πρόβλημα της προσευχής του Φαρισαίου είναι ότι είναι εγωκεντρική. Η αυτάρεσκη αυτή στάση του φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε ο Φαρισαίος να προχωρά στην εξουθένωση όσων θεωρεί αμαρτωλούς. Με ένα έμμεσο τρόπο ο Φαρισαίος υποκαθιστά τον Θεό με τον εαυτό του, τον οποίο αναδεικνύει μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας των συνανθρώπων του. Όπως κι αλλού στις παραβολές του Λκ δεν καταδικάζεται αυτή καθαυτή η πιστή τήρηση των εντολών του Θεού, αλλά η αναφορά της τελικά στο εγώ του ανθρώπου. Η ευσεβής ζωή του δεν τον οδηγεί στην ηθική της αγάπης και τελικά στον Θεό, αλλά σε μία επικριτική στάση απέναντι στους συνανθρώπους του και στην αποκλειστική κατανόηση της αγάπης του Θεού (βλ. για παράδειγμα τον μεγάλο αδελφό στην παραβολή του Ασώτου).
(5) Όπως οι περισσότερες παραβολές έτσι κι η υπό συζήτηση έχει θεοκεντρικό χαρακτήρα. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Θεός. Αυτό καθίσταται σαφές από τα passiva divina στο τέλος της περικοπής (τα ρ. "ταπεινωθήσεται" και "ὑψωθήσεται" των οποίων το ποιητικό αίτιο είναι ο Θεός), από τη μετοχή "δεδικαιωμένος" όπου και πάλι το ποιητικό αίτιο είναι ο Θεός καθώς κι από την προσφώνηση και στις δύο προσευχές του αποδέκτη τους ("ὁ θεὸς"). Στο αφηγηματικό τρίγωνο που σχηματίζεται (Φαρισαίος - Τελώνης - Θεός), το κέντρο είναι ο Θεός ως το σημείο αναφοράς των δύο ηρώων κι ως ο τελικός ρυθμιστής και κριτής.
(6) Συχνά οι παραβολές έχουν ανοικτό τέλος, καθώς δεν μας δίνουν πληροφορίες για την τύχη των ηρώων τους (δεν ξέρουμε για παράδειγμα ο μεγάλος γιος στην παραβολή του Ασώτου πείστηκε από τα λόγια του πατέρα και μπήκε στο σπίτι να γιορτάσει μαζί με τους άλλους). Πρόκειται για μία αφηγηματική τεχνική που σκοπό έχει να προκαλέσει τον ακροατή/αναγνώστη να πάρει θέση απέναντι στα γεγονότα και να ταυτιστεί με κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας. Εδώ το ίδιο αποτέλεσμα φαίνεται να επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: α) με την αόριστη πληροφορία που δίνει ο Λκ στην αρχή της ιστορίας πως ο Ιησούς είπε "πρός τινας" που οδηγεί σε μία διεύρυνση του ακροατηρίου του Ιησού και κυρίως σε μία διαχρονική εφαρμογή της ιστορίας (άραγε δεν υπάρχουν πάντοτε κάποιοι που θεωρούν τον εαυτό τους περισσότερο ενάρετο από όλους τους άλλους;) και β) με τη γνωμικού χαρακτήρα φράση στο 14β ("πᾶς ὁ ὑψῶν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται"). Η τελευταία αυτή φράση, ωστόσο, προσδίδει στην ιστορία και μία εσχατολογική προοπτική εξαιτίας του μελλοντικού χρόνου των ρημάτων κι έτσι στην κατάληξη της περικοπής συνδυάζονται το παρόν και το γενικό με το μελλοντικό, στοιχεία της Βασιλείας του Θεού, για την οποία γίνεται λόγος στην ευρύτερη συνάφεια της παραβολής. Στην Βασιλεία του Θεού δικαιωμένοι μπορούν να είναι μόνο όσοι έχουν ταπεινό φρόνημα και διάθεση αποδοχής κι όχι κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου