Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Ιστορία Χρόνων της Καινής Διαθήκης: απαρχές

Η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης του μαθήματος της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ. αποδεικνύει ότι αυτό συνδέεται άμεσα με τη γενικότερη πορεία της θεολογικής επιστήμης αλλά και με την εξέλιξη του ιστορικού κλάδου κατά τα τελευταία 200 περίπου χρόνια. Αυτές οι εξελίξεις με τη σειρά τους συχνά συνδέονται και με την ιστορικοπολιτική πραγματικότητα της ίδιας περιόδου. Με βάση λοιπόν αυτές τις εξελίξεις η πορεία του μαθήματος της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ. μπορεί σχηματικά να χωρισθεί σε τρεις κύριες φάσεις.

Απαρχές - φιλοσοφικές / θεωρητικές προϋποθέσεις
Η γέννηση του μαθήματος συνδέεται με τις φιλοσοφικές και επιστημονικές εξελίξεις του δευτέρου μισού του 19ου αι. στην Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερμανία, όπου δεσπόζουν οι μορφές δύο μεγάλων φιλοσόφων, του G.W. Hegel και του Leopoldt von Ranke. Οι ιδέες τουςέδωσαν νέα ώθηση στην ιστορική επιστήμη της εποχής και στην ανάπτυξη του λεγόμενου Ιστορικισμού. Ο Ιστορικισμός του 19ου αι. χαρακτηρίζεται από μία θετικιστική προσέγγιση του παρελθόντος: καθετί πραγματικό είναι και λογικό και μπορεί να γίνει κατανοητό με τη βοήθεια της αντικειμενικής παρατήρησης [1].
Η νέα αυτή αντίληψη του ιστορικού γίγνεσθαι επηρέασε και την θεολογική επιστήμη. Ο καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Παν/μιο της Τυβίγγης Chr. Baur εισήγαγε τη λεγόμενη «ιστορική κριτική». Η ιστορική κριτική ενθάρρυνε την αξιοποίηση των πορισμάτων της ιστορικής επιστήμης στο χώρο της βιβλικής επιστήμης και κυρίως των πορισμάτων της αρχαιολογίας και της επιγραφικής, οι οποίες κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αι. είχαν σημειώσει θεαματική πρόοδο.
Αυτές ήταν οι ιδεολογικές προϋποθέσεις που οδήγησαν στη γέννηση της Ιστορίας των Χρόνων της Καινής Διαθήκης - ή κατά το αρχικό της γερμανικό όνομα Neutestamentliche Zeitgeschichte – ως επιμέρους κλάδου της βιβλικής επιστήμης.

Πατέρας της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ. υπήρξε ο καθηγητής Θεολογίας στη Βέρνη και μαθητής του Chr. Baur, Matthias Schneckenburger (1804-1848), ο οποίος έκανε τις πρώτες διαλέξεις Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ.Οι διαλέξεις αυτές φαίνεται ότι άσκησαν τέτοια επίδραση, ώστε 14 χρόνια μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Theodor Löhlein. [2] Την έκδοση προλογίζει ο καθηγητής Θεολογίας του Παν/μίου της Χαϊδελβέργης K. B. Hundeshagen, ο οποίος δικαιολογεί την έκδοση του βιβλίου σημειώνοντας ότι το έργο του Schneckenburger χαρακτηρίζεται από τη διεξοδικότητα και την εις βάθος πραγμάτευση του υλικού, την οργανωμένη παρουσίαση και το ενδιαφέρον που έχουν τα θέματα, τα οποία επιλέγει να παρουσιάσει. Πρόκειται πραγματικά για ένα γλαφυρό κείμενο το οποίο δίνει μία γενική εικόνα της πολιτικής, εθιμικής και θρησκευτικής κατάστασης του ελληνορωμαϊκού κόσμου και κυρίως της Παλαιστίνης κατά την εποχή του Χριστού. Το πρώτο τμήμα «Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος» κυρίως σε σχέση με την θρησκεία είναι χωρισμένο σε πολλά επιμέρους τμήματα. Το δεύτερο τμήμα «Ιουδαϊσμός», δεν παρουσιάζει μία ανάλογη λεπτομερή διάρθρωση. Διακρίνεται ωστόσο σε τρία βασικά τμήματα: ο Ιουδαϊσμός έξω από την Παλαιστίνη, ο Ιουδαϊσμός στην Παλαιστίνη, Ιστορία του Κράτους και του λαού του Ισραήλ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο εκδότης προσέθεσε στο τέλος ένα παράρτημα με θέμα «τις θρησκευτικές αντιλήψεις των Ιουδαίων κατά την ίδια εποχή». Ο Schneckenburger αποδίδει την τελική εξάπλωση του Χριστιανισμού στην προηγούμενη δραστηριότητα του Ιουδαϊσμού στον αρχαίο κόσμο. Έχει περισσότερο το χαρακτήρα του πανεπιστημιακού εγχειριδίου και χρησιμοποιεί ελάχιστες πηγές.

Σε μία σχετικά διαφορετική κατεύθυνση κινείται το έργο του καθηγητή του Παν/μίου της Χαϊδελβέργης, μαθητή επίσης του Chr. Baur, Adolf Hausrath (1837-1909). Στην περίοδο 1868-1874 εξέδωσε μία τρίτομη «Ιστορία των Χρόνων της Κ.Δ.». και στη συνέχεια μία τετράτομη δεύτερη έκδοση [3]. Στον πρόλογο του έργου δηλώνει ότι σκοπός του είναι «να επανεντάξει την ιστορία των Χρόνων της Κ.Δ. στην ιστορική της συνάφεια, στην οποία αρχικά ανήκε, να την μελετήσει όχι ως προϊόν αλλά μάλλον ως τμήμα μίας ιστορικής διαδικασίας, όπως την έζησαν οι συμπρωταγωνιστές της συνδεδεμένη άμεσα με εντελώς κοσμικά γεγονότα (σ. τόμ. Ι, σ. ΙΧ). Στον πρώτο τόμο ασχολείται με την εποχή του Ιησού, στο δεύτερο με τους πρώτους απόστολους, στον τρίτο με τον Παύλο και στον τέταρτο με τη μεταποστολική εποχή. Πρόκειται για ένα συνδυασμό Ιστορίας Χρόνων της Καινής Διαθήκης και Ιστορίας του Αρχέγονου Χριστιανισμού, όπου ο Hausrauth επιχειρεί να παρουσιάσει τη γένεση του Χριστιανισμού ως μία ιστορική πορεία, που ακολουθεί τους ίδιους κανόνες όπως και κάθε άλλη ιστορική πορεία. Αντίθετα με το έργο του Schneckenburger, το οποίο έχει κυρίως διδακτικό χαρακτήρα, το έργο του Hausrath απευθύνεται κυρίως στους ακαδημαϊκούς. Το έργο του δε φαίνεται να άσκησε μεγάλη επίδραση στο χώρο της έρευνας, σε αντίθεση προς τον επόμενο ερευνητή που ασχολήθηκε με την έρευνα της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ., τον Emil Schürer.

O Emil Schürer (1844-1910), καθηγητής στη Λειψία και αργότερα στη Γοττίγγη, εξέδωσε στα 1874 ένα «Εγχειρίδιο της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ.»[4] Πρόκειται ουσιαστικά για την αρχική μορφή του γνωστού κλασικού έργου «Ιστορία του Ιουδαϊκού λαού στην εποχή του Ιησού Χριστού», το οποίο δημοσιεύθηκε στη νέα του μορφή για πρώτη φορά το 1886-1890. [5]
Οπαδός κι αυτός της ιστορικής κριτικής την εφάρμοσε με συνέπεια τόσο στην Καινή Διαθήκη όσο και στην ιστορία του αρχέγονου χριστιανισμού. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τη μεθοδικότητα, την ευρεία χρήση των πηγών και το βιβλιογραφικό πλούτο. Το νέο στοιχείο, που υπάρχει στο έργο του, είναι η ανάδειξη των ιουδαϊκών καταβολών του Χριστιανισμού και η προβολή των ποικίλων σχέσεών του προς τον αρχέγονο χριστιανισμό. Η αποκλειστική του ενασχόληση με τον Ιουδαϊσμό ήταν αυτή που τον οδήγησε, όπως ο ίδιος σημειώνει, στη μετονομασία του αρχικού εγχειριδίου σε Ιστορία του Ιουδαϊκού λαού. Στον πρώτο τόμο αυτού του τρίτομου έργου ασχολείται με την ιστορία του Ιουδαϊκού λαού από το 175 π.Χ. έως το 135 μ.Χ., στο δεύτερο πραγματεύεται την εσωτερική κατάσταση και στον τρίτο τη Διασπορά και την ιουδαϊκή γραμματεία. Κριτική ασκήθηκε στο έργο του, διότι δεν τονίζεται η υιοθέτηση των ελληνικών στοιχείων από τον Ιουδαϊσμό της εποχής της Κ.Δ., το πρόσωπο του Ιησού αναφέρεται μόνο περιστασιακά (Ι σσ. 442-445) και απουσιάζει η παρουσίαση του θρησκευτικού και εθιμικού περιεχομένου των εξωτερικών εκδηλώσεων της ιουδαϊκής ζωής. Παρά την κριτική όμως και το γεγονός ότι ο Schürer υιοθετεί κάποιες αντιλήψεις για τον Ιουδαϊσμό, οι οποίες σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί, όπως για παράδειγμα την αντίληψη ενός μονολιθικού φαρισαϊσμού ή η άποψη ότι ο Παλαιστινιακός Ιουδαϊσμός είναι ιδιαίτερα συντηρητικός σε αντίθεση προς εκείνον της Διασποράς, που διακρίνεται για τις φιλελεύθερές του τάσεις), το έργο του αποτελεί ακόμη και σήμερα σημαντικό εργαλείο για κάθε μελετητή της Κ.Δ. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνει και η βελτιωμένη επανέκδοσή του στα αγγλικά από τους Geza Vermes, Fergus Millar και Matthew Black.

[1] John Burrow, A History of Histories. Epics, Chronicles, Romances and Inquiries from Herodotus and Thucydides to the Twentieth Century, Allen Lane, London 2007, σ. 249-261
[2] Matthias Schneckenburger, Vorlesungen über neutestamentliche Zeitgeschichte. Aus dessen handschriftlichen Nachlass herausgegenen von Dr. Theodor Löhlein, Professor an der polytechnischen Schule zu Karlsruhe. Mit einem Vorwort von Dr. K.B. Hundeshagen, Geh. Kirchenrat und Professor der Theologie zu Heidelberg, H.L. Brönner, Frankfurt a. M. 1862.
[3] H. Hausrath, Neutestamentliche Zeitgeschichte, 3 τόμοι, Heidelberg 1868-1874· 2η έκδοση σε 4 τόμους 1873-1877· 3η έκδοση 1ος τόμος 1879.
[4] E. Schürer, Lehrbuch der neutestamentlichen Zeitgeschichte, Leipzig 1874.
[5]Emil Schürer, Geschichte des jüdischen Volkes im Zeitalter Jesu Christi, Bd. I 1890, II 1886. 3η έκδοση I 1901, II & III 1898, Ευρετήριο 1902

Δεν υπάρχουν σχόλια: