Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

H μητέρα του Κυρίου στο κατά Μάρκον / Mary in Mark's Gospel

Καθώς ξεκινά η περίοδο της προετοιμασίας για τον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου θα κάνω κάποιες σύντομες αναρτήσεις αφιερωμένες στο πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη και στην αρχαία απόκρυφη χριστιανική γραμματεία. 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Αυτό που προκύπτει από τη μελέτη των καινοδιαθηκικών αναφορών στη Μαρία είναι ότι:
α) οι πληροφορίες που προκύπτουν σχετικά με αυτήν είναι αποσπασματικές και συχνά ελλιπείς,
β) ο κάθε συγγραφέας τονίζει διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς της και παραθέτει διαφορετικά γεγονότα της ζωής της εντάσσοντάς τα στο γενικότερο θεολογικό του πρόγραμμα και γ) στα όσα λιγοστά καταγράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη για το πρόσωπό της, ενυπάρχουν ήδη εκείνα τα θεολογικά στοιχεία που θα αναπτύξει στη συνέχεια η πατερική θεολογική γραμματεία στο πλαίσιο κυρίως των χριστολογικών συζητήσεων.

Η μητέρα του Κυρίου στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο
Η μητέρα του Ιησού εμφανίζεται μόνο μία φορά στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο (3:31-35), ενώ γίνεται μία ακόμη αναφορά σε αυτήν από τους συμπολίτες του Ιησού κατά την ομιλία του στη συναγωγή της Ναζαρέτ (Μκ 6:3), όταν σχολιάζουν την καταγωγή του («οὐχ οὗτος ἐστιν ὁ τέκτων, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας ...;»)
Στο 3:31-35 η μητέρα του Κυρίου αναφέρεται μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας του Ιησού. Σύμφωνα με την αφήγηση του ευαγγελιστή ο Ιησούς διδάσκει σε ένα σπίτι στη Γαλιλαία, όταν εμφανίζονται οι αδελφοί του (κι οι αδελφές του) μαζί με τη μητέρα του έξω από αυτό και ζητούν να τον δουν. Οι λόγοι που οδήγησαν στην αναζήτησή του εκ μέρους των οικείων του δεν είναι σαφείς, πολλοί όμως ερμηνευτές συνδέουν το περιστατικό με τα όσα σημειώνει ο Μάρκος νωρίτερα στο στ. 21, ότι δηλαδή «οἱ παρ’ αὐτοῦ», οι οποίοι εδώ θα πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι η φυσική του οικογένεια, βλέποντας τη δραστηριότητα του Ιησού «ἔλεγον ὅτι ἐξέστη» κι αποφασίζουν να παρέμβουν δυναμικά («κρατῆσαι αὐτόν»). Το ρήμα «ἐξίστημι» εδώ δε δηλώνει ότι ο Ιησούς παραμέλησε σε υπερβολικό σημείο τις στοιχειώδεις για τον εαυτό του φροντίδες και για αυτό έρχονται οι δικοί του άνθρωποι για να του το υπενθυμίσουν. Η σημασία του φαίνεται να είναι διαφορετική και να συνδέεται με ένα γενικότερο θέμα στο κατά Μάρκον, εκείνο του υιού του ανθρώπου (δηλ. του Ιησού) ο οποίος παραμένει παρεξηγημένος και μόνος σε όλη την επίγεια δράση του, αφού οι άνθρωποι (ακόμη κι οι μαθητές του) τον αντιμετωπίζουν με απιστία. Ο ι. Χρυσόστομος φαίνεται να κατανοεί το ρήμα με τον ίδιο τρόπο που το κατανοούν αρκετοί σύγχρονοι ερμηνευτές, όταν το θεωρεί συνώνυμο με το «μαίνεσθαι» (Ι. Χρυστοστόμου, Εἰς τὸν Ἰωάννην, ομ. 31: PG 59, 182). Προφανώς, η οικογένεια του Ιησού δεν αντιλαμβάνεται ακόμη την αποστολή του κι έρχονται να τον ανακόψουν και να τον φέρουν πίσω στην πατρίδα του θεωρώντας ότι είναι εκτός εαυτού. Η αντικατάσταση της φράσης «οἱ παρ’ αὐτοῦ» με το «οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ λοιποὶ» στους κώδικες D και W ίσως αντικατοπτίζει την αμηχανία των αντιγραφέων αυτών των χειρογράφων, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν το αρνητικό περιεχόμενο του ρήματος «ἐξίστημι» και δεν ήθελαν να συνδέσουν μια αρνητική αξιολόγηση του Ιησού και της δράσης του με την οικογένειά του. Η αντίδραση των οικείων του μπορεί επίσης να συνδεθεί με τα όσα λέγονται στη συνέχεια σχετικά με την αντίδραση των από Ιεροσολύμων γραμματέων, ότι δηλαδή ο Ιησούς επιτελεί θαύματα με τη δύναμη του Βεελζεβούλ (στ. 22). Έτσι, οικείοι αλλά και ξένοι αδυνατούν να αντιληφθούν το αληθινό νόημα της διδασκαλίας και των πράξεων του Ιησού. Όσα, μάλιστα, αναφέρονται στο στ. 21 μπορούν να εξηγήσουν τη στάση του Ιησού στη συνέχεια, όταν αντιδρώντας στην πληροφορία ότι τον αναζητά η οικογένειά του, δηλώνει ότι μητέρα και αδελφοί του δεν είναι οι βιολογικοί του συγγενείς, αλλά όσοι εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού (Μκ 6:35). Το θέμα της περικοπής 3:31-35 είναι το ποιοι συναπαρτίζουν την εσχατολογική οικογένεια του Ιησού, αυτήν δηλαδή που γεννήθηκε μέσα από το κήρυγμά του για τη Βασιλεία του Θεού Χωρίς αναγκαστικά να αποκλείονται από τη νέα αυτή πραγματικότητα οι κατά κόσμον συγγενείς, τα κριτήρια που θέτει ο Ιησούς με το λόγο του στο στ. 35 («ὃς [γὰρ] ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν») καθιστούν σαφές ότι δεν είναι απαραίτητο εσχατολογική και κατά κόσμον οικογένεια να ταυτίζονται. Αυτήν τη διευκρίνιση κάνει κι ο ι. Χρυσόστομος σχολιάζοντας το παράλληλο χωρίο στο Μτ 12:50: «οὐκ ἀρνεῖται τὴν κατὰ φύσιν συγγένειαν ἀλλὰ προστίθησιν τὴν κατ’ ἀρετήν». Η κριτική στάση απέναντι στη βιολογική οικογένεια, την οποία οι αληθινοί μαθητές πρέπει να εγκαταλείψουν για να γίνουν μέλη της νέας οικογένειας του Θεού, απαντά κι αλλού μέσα στο ευαγγέλιο του Μάρκου (βλ. για παράδειγμα 1:16-20 και κυρίως 10:29-30). Κατά κάποιον τρόπο εκείνη συμβολίζει το παρελθόν κάθε πιστού αλλά και τη συνεχή επίδραση του κόσμου επάνω του. Η αναφορά στη συγκεκριμένη περικοπή στη μητέρα του Ιησού θα πρέπει λοιπόν να τοποθετηθεί στην ίδια θεολογική συνάφεια. Η κριτική εδώ φαίνεται να αφορά γενικά στους συγγενικούς δεσμούς που μπορεί να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη σε όσους επιθυμούν να γίνουν μαθητές του Ιησού. 
Στο κατά Μάρκον και συγκεκριμένα στο περιστατικό του κηρύγματος του Ιησού στη συναγωγή της Ναζαρέτ (6:1-6), αναφέρεται επίσης για πρώτη φορά το όνομα της μητέρας του Ιησού, Μαρίας, αλλά κι εκείνα των αδελφών του (6:3), η ταυτότητα των οποίων έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Εκτός όμως από την αναφορά του ονόματος της Μαρίας αλλά και της σύνδεσης της οικογένειας του Ιησού με τη Ναζαρέτ, αξιοπρόσεκτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Ιησούς
εδώ προσδιορίζεται ως υιός της Μαρίας και δε γίνεται καμιά αναφορά στον Ιωσήφ. Ίσως αυτό να σημαίνει ότι ο Ιωσήφ είχε ήδη πεθάνει προ πολλού ή ότι οι συμπατριώτες του Ιησού αναφέρονται σε αυτόν περιφρονητικά συνδέοντας την καταγωγή του με μία γυναίκα, κάτι όχι ιδιαίτερα τιμητικό στην εποχή του. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις εκδοχές, είναι επίσης πιθανό εδώ να υποφώσκει η πίστη του ευαγγελιστή και της πρώτης χριστιανικής κοινότητας για την εκ παρθένου γέννηση του Ιησού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: