Ο Ωριγένης μιλά για την ερμηνεία των βιβλικών κειμένων στο 4ο βιβλίο του έργου του Περὶ ἀρχῶν, όπου δίνει και τις θεολογικές αρχές της εξήγησής του.
Βασική θέση του είναι βέβαια ο θείος χαρακτήρας της Βίβλου, αφού περιέχει θείες διδασκαλίες και μπορεί, επομένως, να μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτές οι διδασκαλίες αποκαλύπτονται στην Καινή Διαθήκη από τον Ιησού Χριστό ο οποίος προφητεύθηκε στην Παλαιά. Επομένως, οι δύο διαθήκες παρά την πολυμορφία των κειμένων έχουν ενότητα.
Αυτή η ενότητα καθίσταται σαφής σε τρία σημεία: α) στην υπόθεσή τους, δηλαδή στο κοινό μήνυμα Παλαιάς και Καινής, β) στην οικονομία, δηλ. στο θεϊκό σχέδιο, το οποίο αποκαλύπτεται σε αυτές και γ) στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που είναι το κεντρικό πρόσωπο (ἀνακεφαλαίωσις) και στις δύο.
Μολονότι ο Ωριγένης προϋποθέτει τις τρεις παραπάνω αρχές, γνωστές κι από άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της εποχής, ακολουθεί διαφορετική πορεία εξήγησης στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην ΠΔ η εμπειρία του Λόγου γίνεται μέσω τρίτων, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι άμεση. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η εξηγητική πορεία είναι ανάλογη, καθώς ο τελικός στόχος είναι η γνώση του Λόγου.
Φυσικά ο Ωριγένης προϋποθέτει επίσης την θεοπνευστία του βιβλικού κειμένου, την οποία κατανοεί ως ενέργεια τόσο του Λόγου όσο και του Πνεύματος. Η θεοπνευστία συνίσταται σε δύο στοιχεία: α) στο σκοπό της Βίβλου, που είναι η "παιδεία" της ψυχής και β) στο περιεχόμενό της, που δεν είναι άλλο από το βαθύτερο πνευματικό νόημα που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Σκοπός της εξήγησης είναι, επομένως, να αναδείξει αυτό το νόημα, ώστε οι ακροατές να οδηγηθούν στην τελειότητα. Αυτό όμως δεν είναι μια απλή υπόθεση. Ο ερμηνευτής / αναγνώστης θα συναντήσει "λίθους προσκόμματος" και παράδοξα σημεία μέσα στο κείμενο (π.χ. ανθρωπομορφισμούς, γραμματικά και συντακτικά λάθη, προβληματικά σημεία από πλευράς ηθικής κ.ά.). Θα πρέπει να συνδέσει, λοιπόν, όλα τα στοιχεία για να μπορέσει να φτάσει σε ένα μήνυμα που θα έχει συνοχή και να ανακαλύψει την "ἀκολουθία" του κειμένου (Περὶ ἀρχῶν 4.3.3).
Αυτό οδηγεί στην ιδέα της διπλής φύσης της Βίβλου, η οποία προκύπτει επίσης από την αναλογία την οποία βλέπει ο Ωριγένης κι άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς μεταξύ της ενσάρκωσης του Λόγου και του λόγου του Θεού που έγινε γραπτό κείμενο. Για την ακρίβεια η σάρκωση του Λόγου οδηγεί και στην καταγραφή του λόγου. Έτσι η Γραφή είναι η εκδήλωση των πνευματικών αληθειών, στις οποίες τώρα οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση.
Μολονότι στο έργο του Περὶ ἀρχῶν ὁ Ωριγένης μιλά για τριμερή διάκριση του κειμένου: σώμα, ψυχή και πνεύμα (4.2.11), αυτή η διαίρεση δεν απαντά αλλού στο έργο του. Στα περισσότερα κείμενά του κάνει λόγο για δύο επίπεδα του κειμένου. Είναι πιθανον η τριμερής διάκριση να αναφέρεται στα τρία διακριτά στάδια της πορείας προς την τελείωση (K.J. Torjesen, Hermeneutical Procedur and Theological Method in Origen's Exegesis, 1986: 41). Aυτά τα τρία στάδια αντιστοιχούν και σε τρεις διαφορετικές ομάδες μέσα στην χριστιανική κοινότητα: τους αρχάριους, τους προχωρημένους και τους τέλειους. Έργο του εξηγητή είναι, επομένως, να απευθυνθεί και στις τρεις αυτές ομάδες με τέτοιον τρόπο ώστε το βιβλικό μήνυμα να γίνει κατανοητό από όλους.
Μολονότι ο τελικός στόχος είναι το πνευματικό μήνυμα του κειμένου, το γράμμα είναι εξίσου σημαντικό κι ο εξηγητής αναπτύσσει διάφορες μεθόδους για να το προσεγγίσει. Πνευματικό μήνυμα και γράμμα του κειμένου είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το γράμμα του βιβλικού κειμένου είναι σημαντικό, γιατί αναφέρεται στην βιβλική ιστορία, είναι χρήσιμο για τα απλά μέλη της κοινότητας κι έχει επίσης απολογητική αξία. Από την άλλη δεν επαρκεί η γραμματική ή η ιστορική μελέτη του. Το βιβλικό κείμενο έχει βαθύτερο νόημα που απευθύνεται στους ώριμους και πρέπει αντληθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου