Η ανάγκη γνώσης του περιβάλλοντος της ΚΔ από τον μελετητή της υπάρχει ήδη στην αρχαία Εκκλησία. Στα πατερικά κείμενα απαντούμε συχνά τέτοιες ιστορικές λεπτομέρειες που διευκολύνουν την ερμηνεία των βιβλικών χωρίων. Η ίδια ανάγκη εκφράζεται και σε έργα βιβλικών ερευνητών του 18ου και 19ου αι., όταν γεννιέται τελικά το μάθημα της Ιστορίας των Χρόνων της ΚΔ στο χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας.
Χαρακτηριστικά ο Ελβετός θεολόγος του 18ου αι. Jakob Wettstein γράφει στο δεύτερο τόμο του έργο του "Η Καινή Διαθήκη":
"Ένας άλλος νόμος, πολύ χρήσιμος, μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητός: αν θέλεις να καταλάβεις τα βιβλία της ΚΔ βάλε τον εαυτό σου στη θέση των προσώπων, στα οποία δόθηκαν αυτά τα βιβλία από τους αποστόλους για πρώτη φορά να διαβαστούν. Με το πνεύμα σου πήγαινε σε εκείνην την εποχή κι εκείνο τον τόπο, όπου για πρώτη φορά αυτά τα κείμενα διαβάστηκαν. Φρόντισε, όσο είναι δυνατό, να αναγνωρίσεις τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες, τις γνώμες, τις γενικότερες αντιλήψεις, τις παροιμίες, τη γλώσσα των εικόνων, τις καθημερινές εκφράσεις εκείνων των ανθρώπων καθώς και τον τρόπο, με τον οποίο προσπαθούσαν να πείσουν τον άλλο ή με τον οποίο προσπαθούσαν να αιτιολογήσουν την πίστη τους. Επιπλέον, να προσέχεις σε ποιο σημείο θα στραφείς σε ένα χωρίο όταν δεν μπορείς να προχωρήσεις με τη βοήθεια κανενός σύγχρονου συστήματος, είτε θεολογικής είτε λογικής μορφής, ούτε με τη βοήθεια των διαδεδομένων σήμερα απόψεων" (J.J. Wettstein, Novum Testamentum Graecum, τόμ. 2, Amsterdam 1742, 878)
Kατά τον 19ο αι. οι φιλοσοφικές και επιστημονικές εξελίξεις και κυρίως η ανάπτυξη του λεγόμενου Ιστορικισμού επηρέασαν και τις βιβλικές σπουδές και κυρίως οδήγησαν στην ανάπτυξη της λεγόμενης "ιστορικής κριτικής" (βλ. για παράδειγμα τη λεγόμενη Σχολή της Τυβίγγης). Πατέρας της Ιστορίας των Χρόνων της ΚΔ και μαθητής του Christian Baur, ιδρυτή της Σχολής της Τυβίγγης, υπήρξε ο καθηγητής της ΚΔ στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, Matthias Schneckenburger (1804-1848), ο οποίος έκανε τις πρώτες διαλέξεις με θέματα ιστορίας Χρόνων της ΚΔ. Αυτές οι διαλέξεις άσκησαν τέτοια επίδραση ώστε 14 χρόνια μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου της Karlsruhe Theodor Löhlein. Πρόκειται για ένα γλαφυρό έργο το οποίο δίνει μια γενική εικόνα της εθιμικής και θρησκευτικής κατάστασης του ελληνορωμαϊκού κόσμου και της Παλαιστίνης κατά την εποχή του Ιησού.
Ένας άλλος μαθητής του Baur, ο καθηγητής της ΚΔ στο Πανεπιστήμιο της Heidelberg, ο Adolf Hausrath (1837-1909), εκδίδει με τη σειρά του τη δική του τρίτομη και στη συνέχεια τετράτομη Ιστορία χρόνων. Το έργο δεν έχει εγχειριδιακό χαρακτήρα αλλά ακαδημαϊκό, δε φαίνεται όμως να άσκησε μεγάλη επίδραση στη μετέπειτα έρευνα.
Το σημαντικότερο έργο της περιόδου, το οποίο αποτελεί και σήμερα κλασικό έργο αναφοράς, είναι εκείνο του καθ. του Göttingen Emil Schürer (1844-1910). Ο Schürer εξέδωσε αρχικά το Εγχειρίδιο τη Ιστορίας των Χρόνων της ΚΔ και στη συνέχεια τη γνωστή Ιστορία του Ιουδαϊκού λαού στην εποχή του Ιησού Χριστού. Οπαδός της ιστορικής κριτικής την εφάρμοσε με συνέπεια τόσο στην Καινή Διαθήκη όσο και την ιστορία του αρχέγονου Χριτσιανισμού. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τη μεθοδικότητα, την ευρεία χρήση των πηγών και το βιβλιογραφικό πλούτο. Το νέο στοιχείο που προσφέρει το έργο του είναι η ανάδειξη των ιουδαϊκών καταβολών του Χριστιανισμού και η προβολή των ποικίλων σχέσεών του προς τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Σίγουρα αρκετές από τις ιδέες του για τον αρχαίο Ιουδαϊσμό έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί, όμως το έργο εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολύτιμο ερευνητικό βοήθημα.
Χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου της έρευνας είναι:
α) η συγγραφή μεγάλων έργων, όπου παρουσιάζεται η γενικότερη πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική κατάσταση
β) η εστίαση στην περιγραφή βασικών ιστορικών / πολιτιστικών μεγεθών, όπως της θρησκείας, των φιλοσοφικών ρευμάτων, της ρωμαϊκής διοίκησης, των κοινωνικών θεσμών και η επικέντρωση σε σημαντικές προσωπικότητες του παρελθόντος
γ) η δυαλιστική προσέγγιση της εποχής της ΚΔ. Τα δύο μεγέθη, Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός, παρουσιάζονται συχνά ως αντίθετα μεταξύ τους ενίοτε δε και ως αντίπαλες δυνάμεις, ενώ ο Χριστιανισμός συνδέεται με τη μία ή άλλη πραγματικότητα.
Αυτή η τάση, η οποία κυριαρχεί σε αυτήν την πρώτη φάση της έρευνας (μέχρι δηλ. τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) συνδέεται άμεσα με μία από τις βασικές θέσεις της ιστορικής κριτικής, ότι δηλαδή η κινητήριος δύναμη της ιστορικής πορείας του αρχέγονου Χριστιανισμού είναι η αντιπαράθεση της διδασκαλίας των πρώτων αποστόλων που έχει ιουδαϊκές καταβολές με εκείνην του αποστόλου Παύλου που προσδιορίζεται από τον εξ εθνών χριστιανισμό. Η αντιδιαστολή των δύο αυτών πραγματικοτήτων οδήγησε στη δημιουργία δύο σχολών, της Θρησκειοϊστορικής Σχολής στo Göttingen και του ερευνητικού προγράμματος Corpus Hellenisticum. Η πρώτη είχε ως βασική της αρχή ότι η ΚΔ πρέπει να ερμηνευτεί κυρίως με βάση ειδωλολατρικές και ελληνιστικές προϋποθέσεις. Το ενδιαφέρον των εκπροσώπων της επικεντρώνεται στον συγκρητισμό και στο κατά πόσο αυτός προσδιορίζει τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Εκπρόσωποι της Σχολής είναι οι Hermann Gunkel, Wilhelm Bousset, Johannes Weiss, Rudolf Bultmann, Ernst Troeltsch κ.ά. Με αυτήν συνδέεται η έκδοση του εγκυκλοπαιδικού έργου Religion für die Geschichte und Gegenwart. Oι θέσεις της Θρησκειοϊστορικής Σχολής δέχθηκαν κριτική, επειδή κρίθηκαν ως υπεραπλουστευτικές της πολύμορφης ιστορικής πραγματικότητας και μονομερείς. Συχνά μάλιστα τα πορίσματά της εξυπηρέτησαν ιδεολογικούς σκοπούς στην ταραγμένη περίοδο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε αυτήν του Μεσοπολέμου. Στον αντίποδά της εμφανίζεται η λεγόμενη Wissenschaft des Judentums, που σκοπό είχε να τονίσει την θέση του Ιουδαϊσμού μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία και τη σύνδεσή του με τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Με αυτήν συνδέεται κι η έκδοση του μνημειώδους έργου των Strack-Billerbeck, Kommentar zum Neuen Testament aus Talmud und Midrash.
Παράλληλα επιστήμονες της ΚΔ στην Ολλανδία και Γερμανία συγκροτούν το λεγόμενο ερευνητικό πρόγραμμα του Corpus Hellenisticum το οποίο επιθυμεί να ερμηνεύσει τον πρώιμο Χριστιανισμό και την ΚΔ μέσα στα πλαίσια του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού. Μέλη του ερευνητικού προγράμματος, το οποίο συνεχίζει ακόμη και σήμερα τη δράση του υπήρξαν οι Georg Heinrici, Ernst Dobschütz, Hans Windisch, Adolf Deissmann, Herbert Preisker, W. van Unik. Στους νεότερους εκπροσώπους συγκαταλέγονται οι P. van der Horst, Eduard Lohse, Gerhard Delling κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου