Στην ιστοσελίδα The Bible and Interpretation αναρτήθηκε σήμερα ένα σύντομο κείμενο του Jim West, ο οποίος συζητά το μέλλον της βιβλικής εξήγησης, διαπιστώνει την ανεπάρκεια της ιστορικοκριτικής μεθόδου να οδηγήσει σε ικανοποιητική εξήγηση της Αγίας Γραφής και προτείνει ως εναλλακτική ερμηνευτική προσέγγιση τη θεολογική ερμηνεία. Καλεί μάλιστα στην επιστροφή στις ρίζες της βιβλικής παράδοσης (που στη δική του περίπτωση είναι φυσικά οι Μεταρρυθμιστές Καλβίνος, Λούθηρος και Ζβίγγλιος). Για να καταστήσει μάλιστα σαφή τη θέση του παρουσιάζει και κάποια ερμηνευτικά παραδείγματα.
[Α.Τ. Το πρόβλημα της ερμηνευτικής των βιβλικών κειμένων παραμένει φυσικά πάντοτε επίκαιρο. Οπωσδήποτε όσα επισημαίνει ο J. West σχετικά με το αδιέξοδο της ιστορικοκριτικής μεθόδου είναι σε γενικές γραμμές αληθινά. Σϊγουρα δεν έχουμε καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για το συνοπτικό πρόβλημα, δεν καταφέραμε ακόμη να εντοπίσουμε τις κοινότητες που κρύβονται πίσω από κάθε κείμενο της Κ.Δ., για να μιλήσω για τον τομέα της Κ.Δ. Όμως από την άλλη κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ιστορικοκριτική μέθοδος προσέγγισης των κειμένων παρά την αυστηρότητα και τη στεγνή παράθεση γεγονότων που την χαρακτηρίζουν εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για κάθε ερευνητή και σίγουρα ακόμη κι αν πολλά από τα προβλήματα παραμένουν άλυτα, άνοιξε παράθυρα στον κόσμο των κειμένων της Κ.Δ. και συνέβαλε στην καλύτερη κατανόησή τους. Αυτό που κανείς σήμερα διαπιστώνει και το οποίο ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της μεθόδου είναι ότι δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό και απόλυτο εργαλείο, ότι δεν υπάρχουν σίγουρα εύκολες και προφανείς απαντήσεις στα ερωτήματά μας, ότι πιθανόν είναι πολύ περισσότερα αυτά που δε γνωρίζουμε και δε θα μάθουμε ποτέ από εκείνα που μπορούμε να μάθουμε. (Άλλωστε ποια μέθοδος θα μπορούσε να διεκδικήσει για τον εαυτό της ότι διαθέτει το κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες του κειμένου;). Τα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι βέβαια κείμενα που προέρχονται από μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και αυτό που γνωρίζουμε πλέον είναι την αδυναμία να αναπαραστήσουμε με ακρίβεια το παρελθόν και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν τα κείμενά μας. Δε διαθέτουμε πλέον την αισιόδοξη βεβαιότητα του ιστορικισμού ή και της μορφοϊστορικής σχολής ότι μπορούμε να γνωρίζουμε ποια κοινότητα βρίσκεται πίσω από κάθε λογοτεχνική μορφή του κειμένου. Δεν είμαστε ακόμη βέβαιοι ποια είναι η σχέση μεταξύ προφορικής / γραπτής παράδοσης, ευαγγελιστή και κοινότητας. Από την άλλη όμως τα κείμενα της Κ.Δ. ως καταγραφή της εμπειρίας της πρώτης κοινότητας κι επομένως ως μέρος της ζωντανής παράδοσης της Εκκλησίας γίνονται σε κάθε εποχή αντικείμενο βιωματικής οικειοποίησης και πρόσληψης. Και γι' αυτό δεν είναι αρκετή η ιστορικοκριτική μέθοδος. Επομένως η παρατήρηση του J. West είναι κατά τη γνώμη μου επιτυχής. Ο συνδυασμός της ιστορικοκριτικής μεθόδου (κι όσων γεννήθηκαν από αυτήν) με περισσότερο συγχρονικές προσεγγίσεις του κειμένου αλλά και με την ιστορία της πρόσληψης του βιβλικού κειμένου μέσα στην πορεία της Εκκλησίας, ίσως είναι μία ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα. Μέσα σε αυτήν την προβληματική η πατερική ερμηνευτική παράδοση είναι απαραίτητη βοηθός. Μία αναδρομή όμως στους Πατέρες όχι με τη μορφή μίας δουλικής παράθεσης πατερικών χωρίων (συχνά στη μορφή μίας catena) αλλά ως δημιουργική αξιοποίηση του προηγούμενου πατερικού λόγου ως μέρους της παράδοσης της Εκκλησίας. Άλλωστε, όπως έγραφε ο αείμνηστος καθηγητής μας Ν. Ματσούκας, Αγία Γραφή και Πατέρες αποτελούν τους εύχυμους καρπούς της εκκλησιαστικής εμπειρίας και παράδοσης. Θεωρώ επομένως ότι φωνές, όπως αυτές του J. West, οι οποίοι ας σημειωθεί ότι πληθαίνουν στον ευαγγελικό χώρο, απλώνουν γέφυρες συνάντησης ανατολικής και δυτικής ερμηνευτικής παράδοσης.]
Για να διαβάσετε το κείμενο του J. West, πατήστε εδώ.
[Α.Τ. Το πρόβλημα της ερμηνευτικής των βιβλικών κειμένων παραμένει φυσικά πάντοτε επίκαιρο. Οπωσδήποτε όσα επισημαίνει ο J. West σχετικά με το αδιέξοδο της ιστορικοκριτικής μεθόδου είναι σε γενικές γραμμές αληθινά. Σϊγουρα δεν έχουμε καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για το συνοπτικό πρόβλημα, δεν καταφέραμε ακόμη να εντοπίσουμε τις κοινότητες που κρύβονται πίσω από κάθε κείμενο της Κ.Δ., για να μιλήσω για τον τομέα της Κ.Δ. Όμως από την άλλη κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ιστορικοκριτική μέθοδος προσέγγισης των κειμένων παρά την αυστηρότητα και τη στεγνή παράθεση γεγονότων που την χαρακτηρίζουν εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για κάθε ερευνητή και σίγουρα ακόμη κι αν πολλά από τα προβλήματα παραμένουν άλυτα, άνοιξε παράθυρα στον κόσμο των κειμένων της Κ.Δ. και συνέβαλε στην καλύτερη κατανόησή τους. Αυτό που κανείς σήμερα διαπιστώνει και το οποίο ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της μεθόδου είναι ότι δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό και απόλυτο εργαλείο, ότι δεν υπάρχουν σίγουρα εύκολες και προφανείς απαντήσεις στα ερωτήματά μας, ότι πιθανόν είναι πολύ περισσότερα αυτά που δε γνωρίζουμε και δε θα μάθουμε ποτέ από εκείνα που μπορούμε να μάθουμε. (Άλλωστε ποια μέθοδος θα μπορούσε να διεκδικήσει για τον εαυτό της ότι διαθέτει το κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες του κειμένου;). Τα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι βέβαια κείμενα που προέρχονται από μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και αυτό που γνωρίζουμε πλέον είναι την αδυναμία να αναπαραστήσουμε με ακρίβεια το παρελθόν και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν τα κείμενά μας. Δε διαθέτουμε πλέον την αισιόδοξη βεβαιότητα του ιστορικισμού ή και της μορφοϊστορικής σχολής ότι μπορούμε να γνωρίζουμε ποια κοινότητα βρίσκεται πίσω από κάθε λογοτεχνική μορφή του κειμένου. Δεν είμαστε ακόμη βέβαιοι ποια είναι η σχέση μεταξύ προφορικής / γραπτής παράδοσης, ευαγγελιστή και κοινότητας. Από την άλλη όμως τα κείμενα της Κ.Δ. ως καταγραφή της εμπειρίας της πρώτης κοινότητας κι επομένως ως μέρος της ζωντανής παράδοσης της Εκκλησίας γίνονται σε κάθε εποχή αντικείμενο βιωματικής οικειοποίησης και πρόσληψης. Και γι' αυτό δεν είναι αρκετή η ιστορικοκριτική μέθοδος. Επομένως η παρατήρηση του J. West είναι κατά τη γνώμη μου επιτυχής. Ο συνδυασμός της ιστορικοκριτικής μεθόδου (κι όσων γεννήθηκαν από αυτήν) με περισσότερο συγχρονικές προσεγγίσεις του κειμένου αλλά και με την ιστορία της πρόσληψης του βιβλικού κειμένου μέσα στην πορεία της Εκκλησίας, ίσως είναι μία ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα. Μέσα σε αυτήν την προβληματική η πατερική ερμηνευτική παράδοση είναι απαραίτητη βοηθός. Μία αναδρομή όμως στους Πατέρες όχι με τη μορφή μίας δουλικής παράθεσης πατερικών χωρίων (συχνά στη μορφή μίας catena) αλλά ως δημιουργική αξιοποίηση του προηγούμενου πατερικού λόγου ως μέρους της παράδοσης της Εκκλησίας. Άλλωστε, όπως έγραφε ο αείμνηστος καθηγητής μας Ν. Ματσούκας, Αγία Γραφή και Πατέρες αποτελούν τους εύχυμους καρπούς της εκκλησιαστικής εμπειρίας και παράδοσης. Θεωρώ επομένως ότι φωνές, όπως αυτές του J. West, οι οποίοι ας σημειωθεί ότι πληθαίνουν στον ευαγγελικό χώρο, απλώνουν γέφυρες συνάντησης ανατολικής και δυτικής ερμηνευτικής παράδοσης.]
Για να διαβάσετε το κείμενο του J. West, πατήστε εδώ.
2 σχόλια:
Νομίζω ότι όσον αφορά στις "γέφυρες" μεταξύ ανατολής και δύσης, μάλλον το ζήτημα της πατερικής ερμηνευτικής ίσως προκαλέσει περισσότερα προβλήματα αφενός διότι οι μεν προτεστάντες θα ανέτρεχαν ίσως στις ερμηνείες του Λουθήρου, Καλβίνου κ.λπ. αλλά επουδενί στους Πατέρες της Εκκλησίας αφετέρου πρόσφατα στον ορθόδοξο χώρο o Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος έγραψε: "Στην αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική– με την έννοια ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται απλώς τα κείμενα των Πατέρων, αλλά να εντοπίζεται το «πνεύμα» τους και να μεταφέρεται στα δεδομένα της εποχής μας, να εξετάζεται, δηλαδή, πως θα ομιλούσαν οι Πατέρες για σύγχρονα ζητήματα. Αυτό, παρά την αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν να μεταφέρουν το «πνεύμα» των Πατέρων στην εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση η τουλάχιστον την προσεγγίζουν". Αυτό καταδεικνύει ότι χρειάζεται ευρύς διάλογος για μερικά ζητήματα.
Θα ξεκινήσω από το τελευταίο συμπέρασμα. Οπωσδήποτε ένας διάλογος και εις βάθος είναι απαραίτητος. Αλλά πρώτιστα είναι αναγκαίο να αποφασίσουμε τι εννούμε πατερική παράδοση. Διαβάζοντας το κείμενο του επισκόπου φοβάμαι ότι δε μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα. Δεν μου είναι σαφές γιατί υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν κανείς προσπαθεί να κατανοήσει το πνεύμα των Πατέρων και να το μεταφέρει στην εποχή μας. Με την ίδια λογική δεν έχουμε δε θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να γίνεται κάθε προσπάθεια πρόσληψης και ερμηνείας και των κειμένων της Αγίας Γραφής. Εκτός βέβαια, αν είμαστε "εμπαθείς" άνθρωποι χωρίς εμπειρική γνώση, όταν προσεγγίζουμε τα κείμενα των Πατέρων, ενώ αντίθετα στην περίπτωση της Αγίας Γραφής έχουμε το δικαίωμα να την ερμηνεύουμε και να την καθιστούμε μέσα από την σημερινή της πρόσληψη επίκαιρη. Ή μήπως δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε και για το δεύτερο; Πάντως για να μην είμαστε απόλυτοι και καταφεύγουμε σε στερεότυπα θα πρέπει να παραπέμψω στο αυξανόμενο ενδιαφέρον στη Δύση για τους Πατέρες ως τμήμα της ιστορίας πρόσληψης της Αγίας Γραφής από την Εκκλησία. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το εξαιρετικό υπόμνημα του U. Luz στο κατά Ματθαίον με πολύ υλικό από την πατερική ερμηνευτική παράδοση και η αξιόλογη σειρά υπομνημάτων της Κ.Δ. με βάση την πατερική γραμματεία (Ανατολής και Δύσης) που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Vandehoeck & Ruprecht (ήδη έχει κυκλοφορήσει το υπόμνημα στην προς Γαλάτας, το οποίο βραβεύτηκε και εντός των επόμενων μηνών κυκλοφορεί το υπόμνημα στην Α΄ Πέτρου).
Δημοσίευση σχολίου