Το τρέχον τεύχος του περιοδικού Evangelische Theologie 72:4 (2012) είναι αφιερωμένο στη θεολογική ερμηνεία των βιβλικών κειμένων:
Ulrich Luz, "Theologische Hermeneutik des Neuen Testaments als Hilfe zum Reden von Gott:
Für Hans Weder zum Übergang in die dritte Lebensphase", 244-259
Στο πρώτο μέρος του άρθρου ο συγγραφέας θέτει το ζήτημα της ιδιαιτερότητας μίας θεολογικής ερμηνευτικής. Σε αυτές τις ιδιαιτερότητες ανήκει και το ότι θέτει το ερώτημα για τον Θεό. Ο συγγραφέας αποπειράται να δώσει απάντηση στο ερώτημα, ποια βοήθεια προσφέρουν τα καινοδιαθηκικά στο να κατανοήσουμε τον Θεό; Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας αναζητά ένα μοντέλο ερμηνείας που να ανταποκρίνεται στα κείμενα της Κ.Δ. Υποστηρίζει ότι τα καινοδιαθηκικά κείμενα μπορούν να κατανοηθούν περισσότερο ως "γνωστοποιήσεις". Η είδηση καθίσταται γνωστή από τον συγγραφέα, ο οποίος δεν είναι "νεκρός" κι ο οποίος επιδρά στους παραλήπτες, η είδηση επομένως είναι πάντοτε συναφειακή. Στο τρίτο μέρος ο συγγραφέας επιστρέφει στο ερώτημα για τον Θεό: Αν κατανοήσει κανείς την είδηση μέσα στα κείμενα της Κ.Δ. ως την "ιστορία του Χριστού", τότε οι συγγραφείς είναι "μάρτυρες" για το "σχετικό-απόλυτο". Οι αναγνώστες καθίστανται παραλήπτες του μηνύματος κι οι εμπειρίες ζωής που έχουν επιδρούν με τέτοιο τρόπο στις ειδήσεις ώστε οι ιστορίες για τον Χριστό να πρέπει να γίνονται θέμα νέων αφηγήσεων. Για την Καινή Διαθήκη ο Θεός είναι "μια αλήθεια της ιστορίας" κι όχι μία "αιώνια αλήθεια της λογικής".
Philip F. Esler, "Die historische Interpretation des Neuen Testaments als Kommunikation in der Gemeinschaft der Heiligen: Entwurf einer ekklesialen Hermeneutik", 260-275
Ο συγγραφέας ξεκινά με τη θέση ότι η ιστορία πρέπει να καταλαμβάνει κεντρική θέση στη θεολογική ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, που σκοπό έχει να προάγει και να εμπλουτίσει την εμπειρία και την ταυτότητα των χριστιανών του παρόντος. Έρχεται σε αντίθεση προς την κυρίαρχη τάση στην θεολογία της Καινής Διαθήκης να αποκόπτονται επιμέρους θέματα από την ιστορική τους συνάφεια και να αξιοποιούνται στη δογματική θεολογία και σε εκείνη του κανονικού δικαίου. Αυτή η κεντρική θέση της ιστορίας καθίσταται εμφανής εφόσον η εκκλησιολογία, κυρίως ως κοινωνία των αγίων, αποτελεί σημαντικό θεολογικό θέμα. Αν θέλουμε να αποκτήσουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τους συγγραφείς της Κ.Δ. μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να τους εκτιμήσουμε και να λάβουμε σοβαρά το μήνυμά τους προς τους αναγνώστες τους. Επιπλέον πρέπει επιμείνουμε στην αναγνωρισιμότητα του παρελθόντος παρά τον κάθε μεταμοντέρνο σκεπτικισμό όσον αφορά στην αξιοπιστία της ιστορικής μας γνώσης. Ο συγγραφέας προτείνει ένα μοντέλο για τον διάλογο και την κοινωνία για να καταδείξει ότι μπορεί να εφαρμοσθεί στην επικοινωνία μεταξύ ζωντανών και νεκρών χριστιανών μέσα σε ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων που ξεκινά από μια νατουραλιστική και καταλήγει σε μια έντονα θεολογική προσέγγιση. Μέσα από το παράδειγμα διάφορων καινοδιαθηκικών κειμένων εξετάζεται στο τελευταίο μέρος του άρθρου η εγκυρότητα ενός τέτοιο μοντέλου.
Oliver Reis & Thomas Ruster, "Die Bibel als »eigenwilliges und lebendiges« Kommunikationssystem", 275-290
Οι συγγραφείς προτείνουν ένα μοντέλο, όπου το μυστικό και το φανερό δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους. Υποστηρίζουν ότι ένα σύστημα είναι ζωντανό, όταν μπορεί να διακρίνει μεταξύ της ετεροαναφοράς και της αυτοαναφοράς. Η Βίβλος λειτουργεί ως ένα ιδιαίτερο σύστημα επικοινωνίας με το οποίο συνδέονται συστήματα πρόσληψης. Τονίζουν ότι θα πρέπει να γίνεται μια εσωτερική διαφοροποίηση της Βίβλου, της πρόσληψής της από τις διάφορες εκκλησίες και η ικανότητά της σύνδεσης με το περιβάλλον της.
Gerd Theißen, "Bibelhermeneutik als Religionshermeneutik: Der vierdimensionale Sinn der Bibel", 291-306
Ο συγγραφέας προτείνει μία βιβλική ερμηνευτική, η οποία στηρίζεται σε μία γενική ερμηνευτική των θρησκειών. Οι θρησκείες είναι γλώσσες συμβόλων, που κατασκευάζονται από ανθρώπους. Περιλαμβάνουν τέσσερις διαστάσεις: παραπέμπουν στην υπερβατικότητα, σε μια ιστορία, καθορίζουν μέσα από εντολές τη ζωή και συγκροτούν κοινωνία. Η Βίβλος είναι η βάση του χριστιανικού κόσμου συμβόλων που καθορίζεται από δύο αξιώματα (μονοθεϊσμός και χριστολογία) και πολλά βασικά μοτίβα. Ερμηνεύει και καθιστά δυνατές διάφορες βασικές θρησκευτικές εμπειρίες, όπως την έκπληξη μπροστά στο γεγονός της ύπαρξης όλων των πραγμάτων, την εμπειρία του απόλυτου μυστηρίου και την εμπειρία της ενοχής και της ευθύνης (L. Wittgenstein). Αυτές οι εμπερίες διατρέχουν και τις τέσσερις διαστάσεις της Βίβλου: το κήρυγμα, που στηρίζεται στην υπερβατικότητα, την ιστορική αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού, την ηθική της λειτουργία και της κανονική της σημασία, δηλ. τη σημασία της για τις εκκλησίες. Στο σύγχρονο κόσμο η αναφορά της Βίβλου στην κοινότητα σημαίνει και τη σχέση προς τις άλλες θρησκείες. Ο συγγραφέας προτείνει επίσης μία έκδοση της Βίβλου στην οποία θα περιέχονται και απόκρυφα ως παράρτημα.
Elisabeth Parmentier, "Praktische Theologie als Resonanz auf die Wirkungsmacht der biblischen Offenbarung", 306-320
Η συγγραφέας αναζητά τον κοινό παρονομαστή των διαφόρων πεδίων και μεθόδων της πρακτικής θεολογίας. Η πρακτική θεολογία ορίζεται ως η ανταπόκριση στην επίδραση του ευαγγελικού μηνύματος. Αυτή η ανταπόκριση κατανοείται διπλά: ως αντήχηση της βιβλικής αποκάλυψης, την οποία προσλαμβάνει η θεολογία και ζει από αυτήν, αλλά και ως ενεργή συμμετοχή σε αυτήν τη διαδικασία πρόσληψης. Δεν είναι επομένως ένα μόνο ερμηνευτικό εγχείρημα αλλά κι ένα επιτελεστικό. Θα πρέπει να κατανοείται ως ένα έργο το οποίο λαμβάνει πάντοτε υπόψη τη συνάφεια και τους παραλήπτες προκειμένου το μήνυμα του ευαγγελίου να έχει σε κάθε περίπτωση τη μεγαλύτερη απήχηση. H μέγιστη σύγκλιση του μέσου, της θεολογικής μαρτυρίας, της αναφορά στη συνάφεια και στους παραλήπτες θα ήταν τα κριτήρια για να δοκιμαστεί η χρησιμότητα της πρακτικής θεολογίας στο σημερινό κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου