Συνεχίζοντας την παρουσίαση των κεντρικών σημείων του άρθρου του G. Röhser, “Von der Welt hinter dem Text zur Welt vor dem Text“, ThZ 64:3 (2008), 271-293, παρουσιάζουμε σήμερα τις 4 πρώτες από τις βασικές συγχρονικές τάσεις έρευνας που αναλύει ο R.:
α) Γλωσσολογικές – στρουκτουραλιστικές μέθοδοι: αντιμετωπίζουν πρώτιστα τα βιβλικά κείμενα ως κείμενα αυτά καθαυτά, δηλ. ως γραπτά «αντικείμενα», που μπορούν αντικειμενικά να μελετηθούν. Αυτή η νέα κατεύθυνση δίνει τη δυνατότητα να τεθούν νέα ερωτήματα, τα οποία επικεντρώνονται σε θέματα δομής και γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων του κειμένου. Ο R. τονίζει εδώ όμως την ανάγκη να υιοθετηθούν πρακτικά και χρηστικά εργαλεία, ώστε η ερμηνεία να είναι κατανοητή και προσιτή. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο αυτών των προσεγγίσεων θετικιστικό και δεν ασχολούνται με την επίδραση ή και την αλήθεια αυτών που λέγονται σε ένα κείμενο. Το ενδιαφέρον στρέφεται στις δομές ενός κειμένου, οι οποίες παράγουν σημασία (σύνδεση με τη σημειολογία).
β) «Αφηγηματική ανάλυση» (narrative criticism / Erzältextanalyse). Η μέθοδος αυτή θα πρέπει να διακριθεί από την αφηγηματική ερμηνεία και θεολογία, η οποία εφαρμόστηκε από διάφορους ερμηνευτές από τη δεκαετία του ’70 κι εξής. Η αφηγηματική ανάλυση ασχολείται με την ανάλυση πράξεων και ενεργούντων προσώπων ως δύο «νοηματικές γραμμές» του κειμένου αφήγησης καθώς και με τα γλωσσικά μέσα και τις γλωσσικές στρατηγικές, που υπηρετούν την αφήγηση (αφηγηματικό ύφος, προοπτικές της αφήγησης κτλ.). Δεν εξετάζεται και πάλι η αναφορά στην πραγματικότητα και σε ζητήματα ιστορικότητας. Σε αυτήν τη μέθοδο το ενδιαφέρον στρέφεται στον αφηγηματικό χαρακτήρα των βιβλικών ιστοριών, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως αφηγήσεις κι όχι ως εκθέσεις γεγονότων. Στο πλαίσιο αυτής της γενικότερης ερμηνευτικής τάσης ο R. αναφέρει και μία νεότερη τάση αυτή της “New Literary Criticism” και παραπέμπει ως ενδεικτικό παράδειγμα στην ερμηνεία του βιβλίου του Ιώβ από τον Moshe Greenberg.
γ) Στα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκδηλώνεται και για τη λεγόμενη «διακειμενικότητα», όρο τον οποίο εισήγαγε η J. Kristeva. Η βασική αρχή της διακειμενικότητας, η οποία είναι μάλλον θεωρητική προϋπόθεση παρά ερμηνευτική μέθοδος, είναι ότι κάθε κείμενο μπορεί να κατανοηθεί ως μεταμόρφωση ήδη υπαρχόντων κειμένων. Κανένα κείμενο δεν είναι αυτόνομο, το καθένα μπορεί να θεωρηθεί ως διακείμενο. Στην περίπτωση της διακειμενικότητας τρία σημεία είναι σημαντικά: 1) πρέπει να μπορεί εντοπισθεί το κείμενο αναφοράς (προ-κείμενο) ως τέτοιο, 2) το κείμενο αναφοράς θα πρέπει να έχει μία σαφή λειτουργία μέσα στη νέα συνάφεια και 3) θα πρέπει να εξετασθεί ποια νέα σημασία και λειτουργία έχει το προ-κείμενο στη νέα συνάφεια. Επομένως στην περίπτωση της διακειμενικότητας έχουμε δύο κινήσεις: προκείμενο > διακείμενο ή διακείμενο > προκείμενο. Αυτή η προσέγγιση λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την αποδεδειγμένη και προφανή πρόσληψη των κειμένων αλλά και την ιστορικά δυνατή όχι όμως προφανή και αποδεδειγμένη.
δ) Κανονική ερμηνεία (canonical approach). Αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κι η επίδρασή της είναι ιδιαίτερα εμφανής για παράδειγμα στο νέο βιβλίο του πάπα για τον Ιησού. Κύριος εκπρόσωπος και εισηγητής της είναι ο B.S. Childs. Βασική θέση της είναι ότι το πλαίσιο αναφοράς του ερμηνευτή είναι ο κανόνας της Αγίας Γραφής, που όρισε η Εκκλησία. Προσανατολίζεται κι αυτή στην τελική μορφή του κειμένου (final-form interpretation) και χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία με διάφορους τομείς της θεολογίας (ερμηνείας Κ.Δ. και Π.Δ., ιστορικής και συστηματικής θεολογίας κτλ.). Το σύγχρονο αυτής της μεθόδου έγκειται στο ότι λαμβάνει υπόψη της τη συγχρονική ανάγνωση των κειμένων. Από την άλλη είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή, διότι αντιμετωπίζει τη διαμόρφωση της βιβλικής παράδοσης ως έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στη Συναγωγή και την Εκκλησία. Αντί για τις διαφορές τονίζεται η αρμονία και η σχέση των διαφόρων μερών της Βίβλου (ομάδες κειμένων, βιβλίων, ομάδες βιβλίων). Αυτό είναι δυνατό, γιατί ο τελικός συγγραφέας της είναι ο Θεός και περιεχόμενό της είναι η θεία αποκάλυψη.
Ο R. παρατηρεί ωστόσο ότι η κατάσταση στην Π.Δ. είναι κάπως διαφορετική από ό,τι στην Κ.Δ. Εξαιτίας της μακράς εξέλιξης του κειμένου τίθεται πλέον το ερώτημα σε ποια φάση της πορείας σύνταξης του κειμένου θα πρέπει να εφαρμοσθεί η συγχρονική ανάγνωσή του. Πρόκειται για ένα ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να λάβει υπόψη της και η κανονική προσέγγιση του βιβλικού κειμένου. Ο R. προτείνει ως λύση στο πρόβλημα να θεωρηθούν ως πηγή της θεολογίας όχι ο κανόνας ως τέτοιος αλλά οι επιμέρους προφήτες, απόστολοι και συγγραφείς κι έτσι η έμφαση μεταφέρεται τώρα σε διακριτές φιλολογικές ενότητες. Όσον αφορά στην Κ.Δ. τα πράγματα είναι βέβαια διαφορετικά, αφού η πορεία σύνταξης των κειμένων της είναι σαφώς μικρότερη χρονικά, είναι όμως ανάγκη να διευκρινισθούν καταρχάς διάφορα ζητήματα κανόνος, που έχουν τεθεί στην έρευνα.
α) Γλωσσολογικές – στρουκτουραλιστικές μέθοδοι: αντιμετωπίζουν πρώτιστα τα βιβλικά κείμενα ως κείμενα αυτά καθαυτά, δηλ. ως γραπτά «αντικείμενα», που μπορούν αντικειμενικά να μελετηθούν. Αυτή η νέα κατεύθυνση δίνει τη δυνατότητα να τεθούν νέα ερωτήματα, τα οποία επικεντρώνονται σε θέματα δομής και γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων του κειμένου. Ο R. τονίζει εδώ όμως την ανάγκη να υιοθετηθούν πρακτικά και χρηστικά εργαλεία, ώστε η ερμηνεία να είναι κατανοητή και προσιτή. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο αυτών των προσεγγίσεων θετικιστικό και δεν ασχολούνται με την επίδραση ή και την αλήθεια αυτών που λέγονται σε ένα κείμενο. Το ενδιαφέρον στρέφεται στις δομές ενός κειμένου, οι οποίες παράγουν σημασία (σύνδεση με τη σημειολογία).
β) «Αφηγηματική ανάλυση» (narrative criticism / Erzältextanalyse). Η μέθοδος αυτή θα πρέπει να διακριθεί από την αφηγηματική ερμηνεία και θεολογία, η οποία εφαρμόστηκε από διάφορους ερμηνευτές από τη δεκαετία του ’70 κι εξής. Η αφηγηματική ανάλυση ασχολείται με την ανάλυση πράξεων και ενεργούντων προσώπων ως δύο «νοηματικές γραμμές» του κειμένου αφήγησης καθώς και με τα γλωσσικά μέσα και τις γλωσσικές στρατηγικές, που υπηρετούν την αφήγηση (αφηγηματικό ύφος, προοπτικές της αφήγησης κτλ.). Δεν εξετάζεται και πάλι η αναφορά στην πραγματικότητα και σε ζητήματα ιστορικότητας. Σε αυτήν τη μέθοδο το ενδιαφέρον στρέφεται στον αφηγηματικό χαρακτήρα των βιβλικών ιστοριών, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως αφηγήσεις κι όχι ως εκθέσεις γεγονότων. Στο πλαίσιο αυτής της γενικότερης ερμηνευτικής τάσης ο R. αναφέρει και μία νεότερη τάση αυτή της “New Literary Criticism” και παραπέμπει ως ενδεικτικό παράδειγμα στην ερμηνεία του βιβλίου του Ιώβ από τον Moshe Greenberg.
γ) Στα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκδηλώνεται και για τη λεγόμενη «διακειμενικότητα», όρο τον οποίο εισήγαγε η J. Kristeva. Η βασική αρχή της διακειμενικότητας, η οποία είναι μάλλον θεωρητική προϋπόθεση παρά ερμηνευτική μέθοδος, είναι ότι κάθε κείμενο μπορεί να κατανοηθεί ως μεταμόρφωση ήδη υπαρχόντων κειμένων. Κανένα κείμενο δεν είναι αυτόνομο, το καθένα μπορεί να θεωρηθεί ως διακείμενο. Στην περίπτωση της διακειμενικότητας τρία σημεία είναι σημαντικά: 1) πρέπει να μπορεί εντοπισθεί το κείμενο αναφοράς (προ-κείμενο) ως τέτοιο, 2) το κείμενο αναφοράς θα πρέπει να έχει μία σαφή λειτουργία μέσα στη νέα συνάφεια και 3) θα πρέπει να εξετασθεί ποια νέα σημασία και λειτουργία έχει το προ-κείμενο στη νέα συνάφεια. Επομένως στην περίπτωση της διακειμενικότητας έχουμε δύο κινήσεις: προκείμενο > διακείμενο ή διακείμενο > προκείμενο. Αυτή η προσέγγιση λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την αποδεδειγμένη και προφανή πρόσληψη των κειμένων αλλά και την ιστορικά δυνατή όχι όμως προφανή και αποδεδειγμένη.
δ) Κανονική ερμηνεία (canonical approach). Αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κι η επίδρασή της είναι ιδιαίτερα εμφανής για παράδειγμα στο νέο βιβλίο του πάπα για τον Ιησού. Κύριος εκπρόσωπος και εισηγητής της είναι ο B.S. Childs. Βασική θέση της είναι ότι το πλαίσιο αναφοράς του ερμηνευτή είναι ο κανόνας της Αγίας Γραφής, που όρισε η Εκκλησία. Προσανατολίζεται κι αυτή στην τελική μορφή του κειμένου (final-form interpretation) και χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία με διάφορους τομείς της θεολογίας (ερμηνείας Κ.Δ. και Π.Δ., ιστορικής και συστηματικής θεολογίας κτλ.). Το σύγχρονο αυτής της μεθόδου έγκειται στο ότι λαμβάνει υπόψη της τη συγχρονική ανάγνωση των κειμένων. Από την άλλη είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή, διότι αντιμετωπίζει τη διαμόρφωση της βιβλικής παράδοσης ως έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στη Συναγωγή και την Εκκλησία. Αντί για τις διαφορές τονίζεται η αρμονία και η σχέση των διαφόρων μερών της Βίβλου (ομάδες κειμένων, βιβλίων, ομάδες βιβλίων). Αυτό είναι δυνατό, γιατί ο τελικός συγγραφέας της είναι ο Θεός και περιεχόμενό της είναι η θεία αποκάλυψη.
Ο R. παρατηρεί ωστόσο ότι η κατάσταση στην Π.Δ. είναι κάπως διαφορετική από ό,τι στην Κ.Δ. Εξαιτίας της μακράς εξέλιξης του κειμένου τίθεται πλέον το ερώτημα σε ποια φάση της πορείας σύνταξης του κειμένου θα πρέπει να εφαρμοσθεί η συγχρονική ανάγνωσή του. Πρόκειται για ένα ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να λάβει υπόψη της και η κανονική προσέγγιση του βιβλικού κειμένου. Ο R. προτείνει ως λύση στο πρόβλημα να θεωρηθούν ως πηγή της θεολογίας όχι ο κανόνας ως τέτοιος αλλά οι επιμέρους προφήτες, απόστολοι και συγγραφείς κι έτσι η έμφαση μεταφέρεται τώρα σε διακριτές φιλολογικές ενότητες. Όσον αφορά στην Κ.Δ. τα πράγματα είναι βέβαια διαφορετικά, αφού η πορεία σύνταξης των κειμένων της είναι σαφώς μικρότερη χρονικά, είναι όμως ανάγκη να διευκρινισθούν καταρχάς διάφορα ζητήματα κανόνος, που έχουν τεθεί στην έρευνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου