Παρουσιάζουμε σήμερα τη συνέχεια του άρθρου του G. Röhser, “Von der Welt hinter dem Text zur Welt vor dem Text“, ThZ 64:3 (2008), 271-293. Στο πρώτο μέρος της ανάρτησης δίνουμε τις υπόλοιπες τέσσερις βασικές συγχρονικές ερμηνευτικές τάσεις και στο δεύτερο μέρος την πρόταση του συγγραφέα για το αν και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαζί οι διαχρονικές και συγχρονικές ερμηνευτικές μέθοδοι.
ε) Ανάλυση της πρόσληψης (reader’s response criticism). Αντικείμενό της είναι η πρόσληψη του κειμένου, από τον εννοούμενο αναγνώστη (implied reader) και η σχέση του με τον πραγματικό αναγνώστη στην αρχαιότητα και στο παρόν. Κινείται καταρχήν στο συγχρονικό επίπεδο. Όταν όμως αρχίζει να αναζητά τον πραγματικό αναγνώστη, τότε περνά στο διαχρονικό-ιστορικό επίπεδο. Σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο είναι άλλοι για παράδειγμα οι εννοούμενοι αναγνώστες της Α΄ Κορ (αυτοί δηλαδή που είχε ο Παύλος στο νου του, όταν έγραφε την επιστολή) κι άλλοι εκείνοι, οι οποίοι την διάβασαν τελικά. Για να προσδιορίσει όμως κανείς τους λεγόμενους «αρχικούς αναγνώστες» χρειάζεται όλα τα μέσα που παρέχει η ιστορική έρευνα.
στ) Με αυτήν την αναζήτηση συνδέονται δυο επιμέρους τάσεις: 1) Η «ρητορική κριτική» (rhetorical criticism), όπου αναζητούνται οι ρητορικές στρατηγικές μέσω των οποίων ο συγγραφέας απευθύνεται στους αναγνώστες του και 2) α) ο ερμηνευτής θέτει το ερώτημα για την επίδραση που είχε ένα κείμενο και την πρόσληψή του τόσο στην αρχή όσο και στη συνέχεια σε ολόκληρη της ιστορία της εκκλησίας (Wirkungsgeschichte) και β) ο ερμηνευτής αναζητά το ρόλο του αναγνώστη στην πορεία ερμηνείας. Εδώ το βάρος πέφτει στη δράση του ίδιου του αναγνώστη. Σύμφωνα με τον R.:
ε) Ανάλυση της πρόσληψης (reader’s response criticism). Αντικείμενό της είναι η πρόσληψη του κειμένου, από τον εννοούμενο αναγνώστη (implied reader) και η σχέση του με τον πραγματικό αναγνώστη στην αρχαιότητα και στο παρόν. Κινείται καταρχήν στο συγχρονικό επίπεδο. Όταν όμως αρχίζει να αναζητά τον πραγματικό αναγνώστη, τότε περνά στο διαχρονικό-ιστορικό επίπεδο. Σύμφωνα με αυτήν τη μέθοδο είναι άλλοι για παράδειγμα οι εννοούμενοι αναγνώστες της Α΄ Κορ (αυτοί δηλαδή που είχε ο Παύλος στο νου του, όταν έγραφε την επιστολή) κι άλλοι εκείνοι, οι οποίοι την διάβασαν τελικά. Για να προσδιορίσει όμως κανείς τους λεγόμενους «αρχικούς αναγνώστες» χρειάζεται όλα τα μέσα που παρέχει η ιστορική έρευνα.
στ) Με αυτήν την αναζήτηση συνδέονται δυο επιμέρους τάσεις: 1) Η «ρητορική κριτική» (rhetorical criticism), όπου αναζητούνται οι ρητορικές στρατηγικές μέσω των οποίων ο συγγραφέας απευθύνεται στους αναγνώστες του και 2) α) ο ερμηνευτής θέτει το ερώτημα για την επίδραση που είχε ένα κείμενο και την πρόσληψή του τόσο στην αρχή όσο και στη συνέχεια σε ολόκληρη της ιστορία της εκκλησίας (Wirkungsgeschichte) και β) ο ερμηνευτής αναζητά το ρόλο του αναγνώστη στην πορεία ερμηνείας. Εδώ το βάρος πέφτει στη δράση του ίδιου του αναγνώστη. Σύμφωνα με τον R.:
«καθήκον και λειτουργία των αποδεκτών του κειμένου δεν είναι πια να συμπληρώσουν τα κενά του κειμένου αλλά να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους το κείμενο και το νόημά του».
Ως προάγγελοι αυτής της τάσης θεωρούνται η ιδέα της διακειμενικότητας (J. Kristeva, R. Barthes) και η θεωρία του «ανοικτού έργου» (“open work” – U. Eco), οι οποίες επικεντρώθηκαν στο παιχνίδι κειμένου και συνειρμών.
ζ) Παρόμοιες τάσεις εντοπίζουμε και στο χώρο της ερμηνευτικής της ιστορίας και της θεωρίας της ιστορίας. Ειδικότερα στο επίκεντρο -και στην περίπτωση της βιβλικής ερμηνείας σε σχέση με το ζήτημα του ιστορικού Ιησού- βρίσκεται η σχέση της ιστορικότητας και της διήγησης, των γεγονότων και της επεξεργασίας τους στη συνέχεια μέσα ένα ιστοριογραφικό / αφηγηματικό κείμενο [Α.Τ.: στο θέμα είχαμε αναφερθεί και σε παλαιότερη ανάρτηση και θα επανέλθουμε στο μέλλον]. Μέσα σε αυτήν την προβληματική ο αναγνώστης - αποδέκτης του κειμένου παραμένει στο επίκεντρο της διαδικασίας.
η) Ο μεταμοντέρνος πλουραλισμός που κυριαρχεί στην ερμηνευτική επιτρέπει να συνυπάρξουν και πολλές παλαιότερες τάσεις προσέγγισης της Βίβλου.
Η πρόταση του Röhser
Στην ερμηνευτική θα μπορούσε να γίνει διάκριση μεταξύ α) του κόσμου πίσω από το κείμενο, β) του κόσμου μέσα στο ίδιο το κείμενο και γ) του κόσμου μπροστά από το κείμενο. Αυτοί οι τρεις «κόσμοι» αντιστοιχούν σε τρία επίπεδα του φιλολογικού κειμένου: α) το ιστορικό επίπεδο, β) το κειμενικό επίπεδο και γ) το επικοινωνιακό επίπεδο. Οι διάφορες ερμηνευτικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στο βιβλικό κείμενο αναφέρονται η καθεμιά σε ένα από αυτά τα επίπεδα. Οι διαχρονικές μέθοδοι αναφέρονται στον κόσμο πίσω από το κείμενο, οι συγχρονικές σε αυτόν μπροστά από αυτό. Και οι δύο μαζί αναφέρονται στον κόσμο μέσα στο κείμενο. Μπορούν επομένως να συμπληρώσουν η μία την άλλη. Ο R. παραθέτει επίσης ένα κείμενο του W.R. Tate (Biblical Interpretation. An Integrated Approach, 1997, XXV), το οποίο τονίζει αυτήν την ισορροπία μεταξύ κειμένου και αναγνώστη:
ζ) Παρόμοιες τάσεις εντοπίζουμε και στο χώρο της ερμηνευτικής της ιστορίας και της θεωρίας της ιστορίας. Ειδικότερα στο επίκεντρο -και στην περίπτωση της βιβλικής ερμηνείας σε σχέση με το ζήτημα του ιστορικού Ιησού- βρίσκεται η σχέση της ιστορικότητας και της διήγησης, των γεγονότων και της επεξεργασίας τους στη συνέχεια μέσα ένα ιστοριογραφικό / αφηγηματικό κείμενο [Α.Τ.: στο θέμα είχαμε αναφερθεί και σε παλαιότερη ανάρτηση και θα επανέλθουμε στο μέλλον]. Μέσα σε αυτήν την προβληματική ο αναγνώστης - αποδέκτης του κειμένου παραμένει στο επίκεντρο της διαδικασίας.
η) Ο μεταμοντέρνος πλουραλισμός που κυριαρχεί στην ερμηνευτική επιτρέπει να συνυπάρξουν και πολλές παλαιότερες τάσεις προσέγγισης της Βίβλου.
Η πρόταση του Röhser
Στην ερμηνευτική θα μπορούσε να γίνει διάκριση μεταξύ α) του κόσμου πίσω από το κείμενο, β) του κόσμου μέσα στο ίδιο το κείμενο και γ) του κόσμου μπροστά από το κείμενο. Αυτοί οι τρεις «κόσμοι» αντιστοιχούν σε τρία επίπεδα του φιλολογικού κειμένου: α) το ιστορικό επίπεδο, β) το κειμενικό επίπεδο και γ) το επικοινωνιακό επίπεδο. Οι διάφορες ερμηνευτικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στο βιβλικό κείμενο αναφέρονται η καθεμιά σε ένα από αυτά τα επίπεδα. Οι διαχρονικές μέθοδοι αναφέρονται στον κόσμο πίσω από το κείμενο, οι συγχρονικές σε αυτόν μπροστά από αυτό. Και οι δύο μαζί αναφέρονται στον κόσμο μέσα στο κείμενο. Μπορούν επομένως να συμπληρώσουν η μία την άλλη. Ο R. παραθέτει επίσης ένα κείμενο του W.R. Tate (Biblical Interpretation. An Integrated Approach, 1997, XXV), το οποίο τονίζει αυτήν την ισορροπία μεταξύ κειμένου και αναγνώστη:
“...Meaning resides in the conversation between the text and reader with the world behind the text informing the conversation. Interpretation is impaired when any world is given preeminence at the expense of neglecting the other two.”
Επομένως σύμφωνα με τον R. είναι αναγκαίες και αλληλοσυμπληρούμενες οι μέθοδοι που κινούνται στα τρία αυτά επίπεδα του κειμένου. Τονίζει επίσης ότι ο κόσμος του συγγραφέα του κειμένου εξακολουθεί να αποτελεί αναπόσπαστο και ουσιαστικό τμήμα του διαλόγου μεταξύ κειμένου και αναγνώστη. Ο R. προτείνει επομένως ότι η λύση, όσον αφορά στο ζήτημα της ερμηνευτικής προσέγγισης του βιβλικού κειμένου, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις δυο ακραίες θέσεις, από τη μια εκείνης, όπου ο συγγραφέας έχει την απόλυτη εξουσία επί του κειμένου (κι επομένως αναζητά κανείς το αρχικό «νόημα» του κειμένου και μόνο αυτό) και από την άλλη εκείνης, όπου ο αναγνώστης είναι εκείνος που αποκλειστικά ορίζει το νόημα του κειμένου. Ένας σταθερός πυρήνας νοήματος του κειμένου δεν αποκλείει σε καμιά περίπτωση τις περισσότερες από μία δυνατότητες νοήματος και προσλήψεις του κειμένου.