Στη σημερινή μας ανάρτηση θα παρουσιάσουμε το δεύτερο μέρος του 3ου κεφαλαίου του βιβλίου του Κ. και θα εκθέσουμε τα βασικά σημεία της ανάλυσης από το συγγρ. της ελληνικής Αποκάλυψης του Παύλου και της σύγκρισής της με την κοπτική αποκάλυψη, την οποία ήδη παρουσιάσαμε.
ΙΙΙ. Η ελληνική Αποκάλυψη του Παύλου (Visio Pauli)
Η συγκεκριμένη απόκρυφη αποκάλυψη διασώζεται σε πολλές παραλλαγές στα λατινικά, κάτι που μαρτυρεί τη μεγάλη διάδοσή της κατά το Μεσαίωνα, σε αντίθεση προς τη σύγχρονη εποχή, όπου είναι σχεδόν άγνωστη. Από το αρχαίο ελληνικό κείμενο διασώζονται στην εκδοχή του 5ου αι. ή αργότερα, την οποία εξέδωσε ο Tischendorf στα 1866 με βάση δύο νεότερα χειρόγραφα. Εκτός από αυτό το κείμενο υπάρχουν επίσης μια σειρά μεταφράσεις στις εκκλησιαστικές γλώσσες της Ανατολής και στα λατινικά, όπου το κείμενο διασώζεται σε δύο εκδοχές, μία εκτενέστερη και μία συντομότερη. Η έρευνα γενικά συμφωνεί ότι το χαμένο ελληνικό πρωτότυπο θα πρέπει να χρονολογηθεί γύρω σα 240 μ.Χ. (αν και πρόσφατα προτάθηκε και η εποχή 166-190 μ.Χ.). Μία άλλη ωστόσο ομάδα ερευνητών τοποθετεί τη γένεση του κειμένου στα 400 μ.Χ. Ο Κ. στο βιβλίο του ασχολείται με το ελληνικό κείμενο, το οποίο είναι μία παραλλαγή της αρχαιότερης εκτενέστερης εκδοχής (στο τέλος της ανάλυσής του ο Κ. παραθέτει μετάφραση στα γερμανικά του ελληνικού αυτού κειμένου).
1. Τίτλος και στρατηγική
Ο τίτλος παραπέμπει αμέσως στο 2 Κορ 12,1-5. Η αναφορά σε «ἄρρητα ῥήματα» δημιουργεί την απορία πώς μπορεί αυτό να συνδυάζεται με την ιδιαίτερα πληθωρική περιγραφή στη συνέχεια. Η στρατηγική ωστόσο του κειμένου είναι απλή: όλα όσα ο Παύλος βίωσε κάτω από την περιοχή του Παραδείσου (π.χ. στο στερέωμα ή στην κόλαση), αυτά μπορούν να λεχθούν. Ο Κ. παραπέμπει επίσης στην παρ. 21, όπου ο άγγελος διατάζει τον Παύλο να μην πει τίποτε από όσα θα δει σε αυτόν τον τόπο (τον τρίτο ουρανό;) εκτός από όσα του πει ο ίδιος. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Παύλος κάνει αυτό το ταξίδι «ἐν σαρκί».
2. Ο μύθος σχετικά με την ανεύρεση του κειμένου
Στον πρόλογο υπάρχει μία ιστορία για την ανεύρεση του κειμένου. Ένας άνθρωπος που κατοικούσε στην οικία του Παύλου στην Ταρσό βρήκε στα 388 ή στα 420 στα θεμέλια του σπιτιού μετά από υπόδειξη ενός αγγέλου ένα μαρμάρινο κιβώτιο, το οποίο παρέδωσε στο διοικητή της πόλης κι εκείνος με τη σειρά του στον αυτοκράτορα. Μέσα σε αυτό το κιβώτιο βρισκόταν το χειρόγραφο της αποκάλυψης του Παύλου. Το πρωτότυπο απεστάλη στην Ιερουσαλήμ και ο αυτοκράτορας κράτησε ένα αντίγραφο.
Αν υποθέσουμε ότι η αποκάλυψη είναι αρχαιότερη του 4ου-5ου αι., τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι η ιστορία εύρεσης του χειρογράφου προστέθηκε αργότερα σε μία επεξεργασία του κειμένου κατά την εποχή αυτή. Ο ιστορικός Σωζομενός, που γράφει την ίδια εποχή, γνωρίζει το μύθο και τον χαρακτηρίζει ως απάτη (Εκκλ. Ιστ. VII 19,10-11). Μία άλλη προσπάθεια αξιολόγησης αυτού του μύθου είναι εκείνη του Pierluigi Piovanelli, ο οποίος τον συνδέει με το χρονολόγιο της ζωής του Παύλου. Πιθανόν ο Παύλος της αφήγησης να έγραψε αυτό το κείμενο σε μία από τις επισκέψεις του στην πατρίδα, κατά τη δεκαετία του 40, για την οποία αφήνουν περιθώρια τα Γαλ 1,21 και τα Πρξ 9,30. 11,25. Έτσι θα είχαν περάσει τα 14 χρόνια που αναφέρει το 2 Κορ 12,2.
Το θέμα της συγκεκριμένης αποκάλυψης είναι αυτό της απόδοσης της θεϊκής δικαιοσύνης σε αμαρτωλούς και δικαίους. Έτσι ήδη στον πρόλογο κι ενώ ο Παύλος είναι ακόμη στη γη, το θέμα είναι η ανθρώπινη αμαρτωλότητα και αδικία. Οι τιμωροί άγγελοι που βρίσκονται επάνω από το στερέωμα είναι έτοιμοι να επιβάλλουν τη δίκαιη τιμωρία του Θεού, την οποία θα παρουσιάσει στη συνέχεια το κείμενο. Η αντίληψη του κειμένου περί απόδοσης της θείας δικαιοσύνης συγκεκριμενοποιείται αρχικά στο παράδειγμα της κρίσης των τριών ψυχών (ενός δικαίου και δύο αδίκων). Στη συνέχεια δίνεται η περιγραφή της πόλης των Δικαίων (ο τόπος της ανάστασης που πηγαίνουν οι δίκαιοι μετά το θάνατο), της Κόλασης και του Παραδείσου (η περιγραφή ομοιάζει με εκείνης του τόπου των δικαίων), όπου ο Παύλος οδηγείται από έναν άγγελο (angelus interpres). Στην πόλη των δικαίων (και στη συνέχεια στον Παράδεισο) ρέουν τέσσερις ποταμοί με γάλα, μέλι, κρασί και λάδι και εκεί ο Παύλος συναντά τον Αβραάμ, τις ψυχές των φονευθέντων από τον Ηρώδη νηπίων, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Στη μέση της πόλης υπάρχει ένας μεγάλος βωμός, όπου συναντά τον Δαυίδ. [Α.Τ.: ο τρόπος απεικόνισης της πόλης του Θεού θυμίζει πολύ παραστάσεις της αιώνιας Ιερουσαλήμ σε τοιχογραφίες με την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας που συνάντησα σε ναούς της μεταβυζαντινής περιόδου]. Η περιγραφή της Κόλασης, η οποία βρίσκεται εκεί που ο ωκεανός συναντά το στερέωμα, περιέχει στοιχεία που θυμίζουν ανάλογες περιγραφές στην Αποκάλυψη του Πέτρου. Οι σαδιστικές περιγραφές σοκάρουν, όμως ο Κ. υπενθυμίζει ότι εδώ, όπως και σε άλλα κείμενα, έχουμε να κάνουμε με το θεολογικό ερώτημα, αν υπάρχει απόδοση δικαιοσύνης και πότε αυτή θα λάβει χώρα. Ανάμεσα σε αυτούς που τιμωρούνται είναι ένας πρεσβύτερος, ένας επίσκοπος κι ένας διάκονος, κάτι που ίσως παραπέμπει σε μία κριτική του ιερατείου από μοναστικούς κύκλους, με τους οποίους συνδέεται το συγκεκριμένο κείμενο. [Α.Τ.: Ανάλογες παραστάσεις συνάντησα και σε τοιχογραφίες μεταβυζαντινών ναών με παραστάσεις Δευτέρας Παρουσίας, όπου εκτός από τον Ιούδα, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, στον τόπο τιμωρίας βρίσκονται επίσης εκπρόσωποι των ανώτερων κυρίως βαθμίδων του ιερατείου αλλά και μοναχοί και μοναχές. Κι εδώ σαφώς έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνική κριτική, η οποία εκφράζεται εικαστικά και μέσα από μία διεργασία πρόσληψης διαφόρων παραδόσεων και μοτίβων για τη μετά θάνατον απόδοση της θείας δικαιοσύνης. Βλ. ακόμη και τις παραστάσεις σε ναούς της Τουρκοκρατίας κυρίως της Κρήτης, αλλά και άλλων νησιών με κολασμένους, οι οποίες αντιπροσωπεύουν διάφορους κοινωνικούς τύπους ανθρώπων ή κοινωνικές τάξεις]. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο στην περιγραφή της Κόλασης, είναι αυτό της ημέρας αργίας. Ο Παύλος μαζί με τον Γαβριήλ προσεύχονται για τις ψυχές των αμαρτωλών. Στον ουρανό εμφανίζεται ο θρόνος του Υιού του Θεού, ο οποίος απαντά στο αίτημά τους και χορηγεί ανάπαυση από τις τιμωρίες μία ημέρα της εβδομάδας, την Κυριακή. Αυτή η ιδέα απαντά έντονα κατά το Μεσαίωνα και από αυτήν προήλθε σύμφωνα με τον Κ. στη συνέχεια και η ιδέα του Καθαρτηρίου, ιδέα όμως που δε βρίσκουμε στο κείμενό μας. [Α.Τ. Η ιδέα της ανάπαυσης από τις τιμωρίες απαντά και στις σχετικές με την τιμωρία του Ιούδα αφηγήσεις του Μεσαίωνα, πρβλ. Navigatio Sancti Brendani, κείμενο του 1000 μ.Χ., το οποίο ίσως έχει επηρεαστεί από την απόκρυφη αποκάλυψη, που εδώ παρουσιάζουμε]. Μετά την περιγραφή του Παραδείσου το κείμενο έχει καταστραφεί.
IV. Σύγκριση των δύο κειμένων
Η κοπτική αποκάλυψη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «γνωστικό» κείμενο.
Η ελληνική αποκάλυψη ανήκει περισσότερο στα κείμενα της ευρύτερης εκκλησιαστικής πραγματικότητας (ο Κ. χρησιμοποιεί εδώ τον όρο «καθολικός», όχι όμως με τον ομολογιακό και δογματικό χαρακτήρα που απέκτησε αργότερα).
Το κοπτικό κείμενο έμεινε γνωστό σε ένα περιορισμένο κύκλο γνωστικών.
Το ελληνικό κείμενο είχε ευρύτερη αποδοχή.
Κοινά στοιχεία στα δύο κείμενα είναι: η προσπάθεια συμπλήρωσης του 2 Κορ 12,1-10, ανθρωπολογικά ζητήματα, η υπέρβαση της μυστικότητας με μία έξυπνη στρατηγική, η διεύρυνση του ουράνιου κόσμου πέρα από τον 3ο ουρανό.
Και στα δυο κείμενα υπάρχει η έννοια της κρίσης και της τιμωρίας, αν και αυτή κατανοείται διαφορετικά στο καθένα.
Και τα δύο κείμενα τονίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο του Παύλου: στο κοπτικό αναλαμβάνει το ρόλο σωτήρα, στο ελληνικό διασφαλίζει με την αυθεντία του το κύρος των γραφομένων.
Όσον αφορά τη «γεωγραφία του επέκεινα» οι δύο αποκαλύψεις διαφοροποιούνται ουσιαστικά: η κοπτική με τους δέκα ουρανούς προσεγγίζει το αποκαλυπτικό μοντέλο, η τοποθέτηση της Κολάσεως στο τέλος του ορίζοντα και κάτω από τη γη στην ελληνική αποκάλυψη είναι ένα καινοφανές στοιχείο.
Και τα δύο κείμενα ωστόσο δε φαίνεται ότι κατανόησαν το πραγματικό πνεύμα των γραφομένων στο 2 Κορ 12,1-5. Ο Κ. παρατηρεί συμπερασματικά:
ΙΙΙ. Η ελληνική Αποκάλυψη του Παύλου (Visio Pauli)
Η συγκεκριμένη απόκρυφη αποκάλυψη διασώζεται σε πολλές παραλλαγές στα λατινικά, κάτι που μαρτυρεί τη μεγάλη διάδοσή της κατά το Μεσαίωνα, σε αντίθεση προς τη σύγχρονη εποχή, όπου είναι σχεδόν άγνωστη. Από το αρχαίο ελληνικό κείμενο διασώζονται στην εκδοχή του 5ου αι. ή αργότερα, την οποία εξέδωσε ο Tischendorf στα 1866 με βάση δύο νεότερα χειρόγραφα. Εκτός από αυτό το κείμενο υπάρχουν επίσης μια σειρά μεταφράσεις στις εκκλησιαστικές γλώσσες της Ανατολής και στα λατινικά, όπου το κείμενο διασώζεται σε δύο εκδοχές, μία εκτενέστερη και μία συντομότερη. Η έρευνα γενικά συμφωνεί ότι το χαμένο ελληνικό πρωτότυπο θα πρέπει να χρονολογηθεί γύρω σα 240 μ.Χ. (αν και πρόσφατα προτάθηκε και η εποχή 166-190 μ.Χ.). Μία άλλη ωστόσο ομάδα ερευνητών τοποθετεί τη γένεση του κειμένου στα 400 μ.Χ. Ο Κ. στο βιβλίο του ασχολείται με το ελληνικό κείμενο, το οποίο είναι μία παραλλαγή της αρχαιότερης εκτενέστερης εκδοχής (στο τέλος της ανάλυσής του ο Κ. παραθέτει μετάφραση στα γερμανικά του ελληνικού αυτού κειμένου).
1. Τίτλος και στρατηγική
Ο τίτλος παραπέμπει αμέσως στο 2 Κορ 12,1-5. Η αναφορά σε «ἄρρητα ῥήματα» δημιουργεί την απορία πώς μπορεί αυτό να συνδυάζεται με την ιδιαίτερα πληθωρική περιγραφή στη συνέχεια. Η στρατηγική ωστόσο του κειμένου είναι απλή: όλα όσα ο Παύλος βίωσε κάτω από την περιοχή του Παραδείσου (π.χ. στο στερέωμα ή στην κόλαση), αυτά μπορούν να λεχθούν. Ο Κ. παραπέμπει επίσης στην παρ. 21, όπου ο άγγελος διατάζει τον Παύλο να μην πει τίποτε από όσα θα δει σε αυτόν τον τόπο (τον τρίτο ουρανό;) εκτός από όσα του πει ο ίδιος. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Παύλος κάνει αυτό το ταξίδι «ἐν σαρκί».
2. Ο μύθος σχετικά με την ανεύρεση του κειμένου
Στον πρόλογο υπάρχει μία ιστορία για την ανεύρεση του κειμένου. Ένας άνθρωπος που κατοικούσε στην οικία του Παύλου στην Ταρσό βρήκε στα 388 ή στα 420 στα θεμέλια του σπιτιού μετά από υπόδειξη ενός αγγέλου ένα μαρμάρινο κιβώτιο, το οποίο παρέδωσε στο διοικητή της πόλης κι εκείνος με τη σειρά του στον αυτοκράτορα. Μέσα σε αυτό το κιβώτιο βρισκόταν το χειρόγραφο της αποκάλυψης του Παύλου. Το πρωτότυπο απεστάλη στην Ιερουσαλήμ και ο αυτοκράτορας κράτησε ένα αντίγραφο.
Αν υποθέσουμε ότι η αποκάλυψη είναι αρχαιότερη του 4ου-5ου αι., τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι η ιστορία εύρεσης του χειρογράφου προστέθηκε αργότερα σε μία επεξεργασία του κειμένου κατά την εποχή αυτή. Ο ιστορικός Σωζομενός, που γράφει την ίδια εποχή, γνωρίζει το μύθο και τον χαρακτηρίζει ως απάτη (Εκκλ. Ιστ. VII 19,10-11). Μία άλλη προσπάθεια αξιολόγησης αυτού του μύθου είναι εκείνη του Pierluigi Piovanelli, ο οποίος τον συνδέει με το χρονολόγιο της ζωής του Παύλου. Πιθανόν ο Παύλος της αφήγησης να έγραψε αυτό το κείμενο σε μία από τις επισκέψεις του στην πατρίδα, κατά τη δεκαετία του 40, για την οποία αφήνουν περιθώρια τα Γαλ 1,21 και τα Πρξ 9,30. 11,25. Έτσι θα είχαν περάσει τα 14 χρόνια που αναφέρει το 2 Κορ 12,2.
Το θέμα της συγκεκριμένης αποκάλυψης είναι αυτό της απόδοσης της θεϊκής δικαιοσύνης σε αμαρτωλούς και δικαίους. Έτσι ήδη στον πρόλογο κι ενώ ο Παύλος είναι ακόμη στη γη, το θέμα είναι η ανθρώπινη αμαρτωλότητα και αδικία. Οι τιμωροί άγγελοι που βρίσκονται επάνω από το στερέωμα είναι έτοιμοι να επιβάλλουν τη δίκαιη τιμωρία του Θεού, την οποία θα παρουσιάσει στη συνέχεια το κείμενο. Η αντίληψη του κειμένου περί απόδοσης της θείας δικαιοσύνης συγκεκριμενοποιείται αρχικά στο παράδειγμα της κρίσης των τριών ψυχών (ενός δικαίου και δύο αδίκων). Στη συνέχεια δίνεται η περιγραφή της πόλης των Δικαίων (ο τόπος της ανάστασης που πηγαίνουν οι δίκαιοι μετά το θάνατο), της Κόλασης και του Παραδείσου (η περιγραφή ομοιάζει με εκείνης του τόπου των δικαίων), όπου ο Παύλος οδηγείται από έναν άγγελο (angelus interpres). Στην πόλη των δικαίων (και στη συνέχεια στον Παράδεισο) ρέουν τέσσερις ποταμοί με γάλα, μέλι, κρασί και λάδι και εκεί ο Παύλος συναντά τον Αβραάμ, τις ψυχές των φονευθέντων από τον Ηρώδη νηπίων, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Στη μέση της πόλης υπάρχει ένας μεγάλος βωμός, όπου συναντά τον Δαυίδ. [Α.Τ.: ο τρόπος απεικόνισης της πόλης του Θεού θυμίζει πολύ παραστάσεις της αιώνιας Ιερουσαλήμ σε τοιχογραφίες με την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας που συνάντησα σε ναούς της μεταβυζαντινής περιόδου]. Η περιγραφή της Κόλασης, η οποία βρίσκεται εκεί που ο ωκεανός συναντά το στερέωμα, περιέχει στοιχεία που θυμίζουν ανάλογες περιγραφές στην Αποκάλυψη του Πέτρου. Οι σαδιστικές περιγραφές σοκάρουν, όμως ο Κ. υπενθυμίζει ότι εδώ, όπως και σε άλλα κείμενα, έχουμε να κάνουμε με το θεολογικό ερώτημα, αν υπάρχει απόδοση δικαιοσύνης και πότε αυτή θα λάβει χώρα. Ανάμεσα σε αυτούς που τιμωρούνται είναι ένας πρεσβύτερος, ένας επίσκοπος κι ένας διάκονος, κάτι που ίσως παραπέμπει σε μία κριτική του ιερατείου από μοναστικούς κύκλους, με τους οποίους συνδέεται το συγκεκριμένο κείμενο. [Α.Τ.: Ανάλογες παραστάσεις συνάντησα και σε τοιχογραφίες μεταβυζαντινών ναών με παραστάσεις Δευτέρας Παρουσίας, όπου εκτός από τον Ιούδα, τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς, στον τόπο τιμωρίας βρίσκονται επίσης εκπρόσωποι των ανώτερων κυρίως βαθμίδων του ιερατείου αλλά και μοναχοί και μοναχές. Κι εδώ σαφώς έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνική κριτική, η οποία εκφράζεται εικαστικά και μέσα από μία διεργασία πρόσληψης διαφόρων παραδόσεων και μοτίβων για τη μετά θάνατον απόδοση της θείας δικαιοσύνης. Βλ. ακόμη και τις παραστάσεις σε ναούς της Τουρκοκρατίας κυρίως της Κρήτης, αλλά και άλλων νησιών με κολασμένους, οι οποίες αντιπροσωπεύουν διάφορους κοινωνικούς τύπους ανθρώπων ή κοινωνικές τάξεις]. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο στην περιγραφή της Κόλασης, είναι αυτό της ημέρας αργίας. Ο Παύλος μαζί με τον Γαβριήλ προσεύχονται για τις ψυχές των αμαρτωλών. Στον ουρανό εμφανίζεται ο θρόνος του Υιού του Θεού, ο οποίος απαντά στο αίτημά τους και χορηγεί ανάπαυση από τις τιμωρίες μία ημέρα της εβδομάδας, την Κυριακή. Αυτή η ιδέα απαντά έντονα κατά το Μεσαίωνα και από αυτήν προήλθε σύμφωνα με τον Κ. στη συνέχεια και η ιδέα του Καθαρτηρίου, ιδέα όμως που δε βρίσκουμε στο κείμενό μας. [Α.Τ. Η ιδέα της ανάπαυσης από τις τιμωρίες απαντά και στις σχετικές με την τιμωρία του Ιούδα αφηγήσεις του Μεσαίωνα, πρβλ. Navigatio Sancti Brendani, κείμενο του 1000 μ.Χ., το οποίο ίσως έχει επηρεαστεί από την απόκρυφη αποκάλυψη, που εδώ παρουσιάζουμε]. Μετά την περιγραφή του Παραδείσου το κείμενο έχει καταστραφεί.
IV. Σύγκριση των δύο κειμένων
Η κοπτική αποκάλυψη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «γνωστικό» κείμενο.
Η ελληνική αποκάλυψη ανήκει περισσότερο στα κείμενα της ευρύτερης εκκλησιαστικής πραγματικότητας (ο Κ. χρησιμοποιεί εδώ τον όρο «καθολικός», όχι όμως με τον ομολογιακό και δογματικό χαρακτήρα που απέκτησε αργότερα).
Το κοπτικό κείμενο έμεινε γνωστό σε ένα περιορισμένο κύκλο γνωστικών.
Το ελληνικό κείμενο είχε ευρύτερη αποδοχή.
Κοινά στοιχεία στα δύο κείμενα είναι: η προσπάθεια συμπλήρωσης του 2 Κορ 12,1-10, ανθρωπολογικά ζητήματα, η υπέρβαση της μυστικότητας με μία έξυπνη στρατηγική, η διεύρυνση του ουράνιου κόσμου πέρα από τον 3ο ουρανό.
Και στα δυο κείμενα υπάρχει η έννοια της κρίσης και της τιμωρίας, αν και αυτή κατανοείται διαφορετικά στο καθένα.
Και τα δύο κείμενα τονίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο του Παύλου: στο κοπτικό αναλαμβάνει το ρόλο σωτήρα, στο ελληνικό διασφαλίζει με την αυθεντία του το κύρος των γραφομένων.
Όσον αφορά τη «γεωγραφία του επέκεινα» οι δύο αποκαλύψεις διαφοροποιούνται ουσιαστικά: η κοπτική με τους δέκα ουρανούς προσεγγίζει το αποκαλυπτικό μοντέλο, η τοποθέτηση της Κολάσεως στο τέλος του ορίζοντα και κάτω από τη γη στην ελληνική αποκάλυψη είναι ένα καινοφανές στοιχείο.
Και τα δύο κείμενα ωστόσο δε φαίνεται ότι κατανόησαν το πραγματικό πνεύμα των γραφομένων στο 2 Κορ 12,1-5. Ο Κ. παρατηρεί συμπερασματικά:
«Η ρητορική αύξηση δεν σημαίνει πάντοτε καλύτερη κατανόηση του πρωτότυπου. Η ιστορία πρόσληψης δεν είναι μονόδρομος. Δε γνωρίζει μόνο τις νόμιμες αναπτύξεις του αρχικού νοήματος και μία εμβάθυνση σε αυτό. Αντίθετα μπορεί να χαρακτηρίζεται και από αποτυχημένες προσπάθειες κατανόησής του. Ακριβώς όμως αυτό καθιστά την ενασχόληση με την ιστορία της πρόσληψης των βιβλικών κειμένων όχι κάτι το περιττό αλλά φαίνεται να είναι ένα κατεπείγον
καθήκον» (σ. 172-173).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου