Hanna Roose, "Umkehr und Ausgleich bei Lukas: Die Gleichnisse vom verlorenen Sohn (Lk 15.11–32) und vom reichen Mann und armen Lazarus (Lk 16.19–31) als Schwestergeschichten", 1-21
H παρατήρηση ότι η παραδειγματική αφήγηση του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου (Λκ 16,19-31) αποτελεί την "αδελφή-ιστορία" στην παραβολή του Ασώτου (Λκ 15,11-32) μας οδηγεί στην καρδιά της θεολογίας του Λουκά. Στο 16,19-31 συγκρούονται δύο μοτίβα, τα οποία καθορίζουν με διαφορετικό τρόπο την εσχατολογική μοίρα του ανθρώπου: η μετάνοια του αμαρτωλού (16,30) και η ανταποδοτική ισορροπία μεταξύ του καλού και του κακού που εισπράττει κανείς σε αυτήν τη ζωή και στην άλλη (16,25). Μέσω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των τριών ιστοριών στο Λκ 15 και την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου αντιπαρατίθενται οι δύο αυτές αντιλήψεις. Το θεολογικό κέντρο του κατά Λουκάν έγκειται στην εσωτερική σχέση μεταξύ των Λκ 15 και 16.
Gonzalo Rojas-Flores, "From John 2.19 to Mark 15.29: The History of a Misunderstanding" , 22-43
Αντίθετα προς τη γενικά αποδεκτή άποψη ότι το Ιω 2,19 αναφέρεται έμμεσα στην καταστροφή του Ναού και εξαρτάται από τη συνοπτική παράδοση, στο παρόν άρθρο υποστηρίζεται ότι: α) υπάρχει κάποια αλληλεξάρτηση μεταξύ των ιωάννειων και των συνοπτικών λογίων για την καταστροφή του Ναού, όχι όμως τέτοια ώστε να υποθέσουμε ιωάννεια χρήση του συνοπτικού υλικού, β) το λόγιο του Ιησού στο Ιω 2,19 δεν αναφέρεται στην καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ αλλά στο θάνατό του και στην ανάστασή του (απόδειξη της εξουσίας που έχει να καθαρίσει το Ναό), το οποίο διατυπώνεται χαρακτηριστικά με ιωάννειους όρους, γ) ο Μάρκος παρουσιάζει τον Ιησού να προφητεύει την καταστροφή του Ναού, όμως η ιδέα ότι επίσης προφήτευση την εκ νέου ανέγερσή του (Μκ 15,29) μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως μία παραμορφωμένη εκδοχή του Ιω 2,19, την οποία πληροφορήθηκε ο Μάρκος μέσω μίας εχθρικής προς τον Ιησού πηγής.
Chris Keith, "The Claim of John 7.15 and the Memory of Jesus' Literacy", 44-63
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι το Ιω 7,15 δεν αναφέρεται στον αναφαλβητισμό ή μη του Ιησού, αλλά μάλλον στο ότι ο Ιησούς ήταν σε θέση να προκαλεί σύγχυση στους αντιπάλους του όσον αφορά στη μόρφωσή του. Σύμφωνα με τον αφηγητή του κατά Ιωάννην οι αντίπαλοι του Ιησού υπέθεταν ότι δεν "γνώριζε γράμματα", αλλά επίσης αναγνώριζαν ότι δίδασκε σα να ήξερε γράμματα. Στο άρθρο επίσης προτείνεται ότι η θέση του Ιω 7,15 είναι ιστορικά πιθανή υπό το φως της μνήμης του Χριστιανισμού του 1ου αι. για τον αλφααβητισμό του Ιησού.
Eyal Regev, "Temple Concerns and High-Priestly Prosecutions from Peter to James: Between Narrative and History", 64-89
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων οι βασικές κατηγορίες εναντίον του Πέτρου, του Στεφάνου και του Παύλου -καθώς επίσης σε μεταγενέστερα χριστιανικά κείμενα εναντίον του Ιακώβου- ήταν η βεβήλωση της αγιότητας του Ναού, τόσο με δηλώσεις όσο και με πράξεις μέσα σε αυτόν. Στο αφηγηματικό επίπεδο, στην παρουσίαση των συγκρούσεων και των δοκιμασιών αυτών των πρώτων χριστιανών ηγετών, οι αρχαίες χριστιανικές πηγές υποστήριζαν ότι, επειδή η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Ιερουσαλήμ επιθυμούσε να συμμετάσχει στη λατρεία του Ναού με το δικό της τρόπο, οι οπαδοί του Ιησού εσφαλμένα κατηγορήθηκαν ότι προσέβαλαν την αγιότητα του Ναού. Στο ιστορικό επίπεδο θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι αυτά τα γεγονότα ήταν αυθεντικά και ότι επηρεάστηκαν από δύο παράγοντες: α) την υπόθεση, εκ μέρους της ιουδαϊκής κοινότητας, ότι ο Ιησούς εκπροσωπούσε μία στάση αντίθετη προς το Ναό. Αυτή η υπόθεση στηριζόταν στην πράξη "καθαρμού" του Ναού εκ μέρους του Ιησού και το λόγιο που αποδίδεται σε αυτόν, όσον αφορά στην καταστροφή του Ναού και την ανέγερση ενός νέου "αχειροποίητου". Έτσι και οι οπαδοί του Ιησού αντιμετωπίζονταν ως απειλή για το Ναό, β) H σχολαστική προσέγγιση του τελετουργικού του Ναού την οποία είχαν οι Σαδδουκαίοι αρχιερείς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τις διώξεις. Σύμφωνα με τη δική τους προσέγγιση κάθε παρέκκλιση από την προδιαγεγραμμένη διαδικασία βεβήλωνε την θυσιαστική λατρεία κι έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφευχθεί.
Goodrich, John K., "Erastus, Quaestor of Corinth: The Administrative Rank of οἰκονόμος τῆς πόλεως (Rom 16.23) in an Achaean Colony", 90-115
Ο Έραστος (Ρωμ 16,23) κυριάρχησε στη συζήτηση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των πρώτων παύλειων κοινοτήτων, καθώς ο τρόπος, με τον οποίο κανείς μεταφράζει τον τίτλου του "ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως" επηρεάζει με δραματικό τρόπο την κλίμακα της οικονομικής διαστρωμάτωσης της εκκλησίας της Κορίνθου. Στηριζόμενος κυρίως στην επιγραφική και λαμβάνοντας υπόψη μία σημαντική νέα επιγραφή από την αχαϊκή αποικία των Πατρών ο συγγραφέας εξετάζει τη λατινική απόδοση του τίτλου του Εράστου, αντικρούει τα επιχειρήματα υπέρ της απόδοσης με τους όρους arcarius και aedilis και υποστηρίζει ότι ο Έραστος υπηρέτησε ως quaestor, σε μία υψηλόβαθμη θέση της πόλης, την οποία καταλάμβαναν αποκλειστικά μέλη της οικονομικής ελίτ.
Gradl, Hans Georg, "Kaisertum und Kaiserkult: Ein Vergleich zwischen Philos Legatio ad Gaium und der Offenbarung des Johannes", 116-138
Υπό το φως των θρησκευτικών και λατρευτικών αξιώσεων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ο Φίλων (Πρεσβεία προς Γάιον) και η Αποκάλυψη αναπτύσσουν αντιθετικές μεταξύ τους θέσεις για τη θέση των θρησκευτικών τους κοινοτήτων μέσα στην πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής τους. Ο αλεξανδρινός Ιουδαίος Φίλων προτιμά την κριτική ενσωμάτωση και την κοινωνική συνοίκηση - μία λύση η οποία συμβατικά αποδόθηκε και τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Ο Ιωάννης υπερασπίζεται με ένταση την αυτοαπομόνωση της χριστιανικής μειονότητας στην επαρχία της Ασίας -μία λύση, η οποία συμβατικά συνδέθηκε με τον αυτοπροσδιορισμό των Ιουδαίων κατά την ταναϊτική περίοδο. Στο άρθρο παρουσιάζεται η εκπληκτική ανταλλαγή θρησκευτικών και κοινωνικών αυτο-προσδιορισμών μεταξύ των δύο συγγραφέων. Κοινωνικά παρά θρησκευτικά όρια ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κατανοούνται η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο άρχοντάς της, αναπτύσσονται λογοτεχνικές αντιδράσεις και διαμορφώνονται εναλλακτικές στρατηγικές.
Downing, Gerald F., "Ambiguity, Ancient Semantics, and Faith", 139-162
Ενώ αποδέχονται την πολυσημία, οι ερευνητές φαίνεται γενικά να αποστρέφονται την αμφισημία, όπως αποκαλύπτει η συζήτηση για τη φράση "πίστις Χριστοῦ῾". Ωστόσο η συζήτηση δε φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την θεωρία για την αρχαία σημειολογία. Εκεί κυριαρχεί το μοντέλο της ονοματοδοσίας και της επίκλησης μίας κατά τα άλλα απροσδιόριστης νοητικής εντύπωσης. Το νόημα φαίνεται να βρίσκεται στο νου κι όχι στη λέξη ή στις λέξεις που ελπίζει κανείς ότι θα το φέρουν στο νου, όπως ακριβώς καταδεικνύεται και στις αρχαίες συζητήσεις για τη μεταφορά, την αλληγορία και την παράφραση. Σπάνια διακρίνονται oι εννοιολογικές αποχρώσεις των επιμέρους λέξεων, ακόμη σπανιότερα αποκαθαίρονται. Δεν μπορούμε να περιμένουμε λεκτική ακρίβεια εκεί που οι αρχαίοι συγγραφείς δεν θα την τολμούσαν ούτε οι ακροατές τους την περίμεναν. Ούτε πάλι οι ψυχογλωσσολόγοι φαίνεται να βρίσκουν χώρο γι' αυτήν.
Peterman, G.W., "Δικαιωθῆναι διὰ τῆς ἐκ Χριστοῦ πίστεως: Notes on a Neglected Greek Construction", 163-168
Gonzalo Rojas-Flores, "From John 2.19 to Mark 15.29: The History of a Misunderstanding" , 22-43
Αντίθετα προς τη γενικά αποδεκτή άποψη ότι το Ιω 2,19 αναφέρεται έμμεσα στην καταστροφή του Ναού και εξαρτάται από τη συνοπτική παράδοση, στο παρόν άρθρο υποστηρίζεται ότι: α) υπάρχει κάποια αλληλεξάρτηση μεταξύ των ιωάννειων και των συνοπτικών λογίων για την καταστροφή του Ναού, όχι όμως τέτοια ώστε να υποθέσουμε ιωάννεια χρήση του συνοπτικού υλικού, β) το λόγιο του Ιησού στο Ιω 2,19 δεν αναφέρεται στην καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ αλλά στο θάνατό του και στην ανάστασή του (απόδειξη της εξουσίας που έχει να καθαρίσει το Ναό), το οποίο διατυπώνεται χαρακτηριστικά με ιωάννειους όρους, γ) ο Μάρκος παρουσιάζει τον Ιησού να προφητεύει την καταστροφή του Ναού, όμως η ιδέα ότι επίσης προφήτευση την εκ νέου ανέγερσή του (Μκ 15,29) μπορεί να ερμηνευθεί μόνο ως μία παραμορφωμένη εκδοχή του Ιω 2,19, την οποία πληροφορήθηκε ο Μάρκος μέσω μίας εχθρικής προς τον Ιησού πηγής.
Chris Keith, "The Claim of John 7.15 and the Memory of Jesus' Literacy", 44-63
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι το Ιω 7,15 δεν αναφέρεται στον αναφαλβητισμό ή μη του Ιησού, αλλά μάλλον στο ότι ο Ιησούς ήταν σε θέση να προκαλεί σύγχυση στους αντιπάλους του όσον αφορά στη μόρφωσή του. Σύμφωνα με τον αφηγητή του κατά Ιωάννην οι αντίπαλοι του Ιησού υπέθεταν ότι δεν "γνώριζε γράμματα", αλλά επίσης αναγνώριζαν ότι δίδασκε σα να ήξερε γράμματα. Στο άρθρο επίσης προτείνεται ότι η θέση του Ιω 7,15 είναι ιστορικά πιθανή υπό το φως της μνήμης του Χριστιανισμού του 1ου αι. για τον αλφααβητισμό του Ιησού.
Eyal Regev, "Temple Concerns and High-Priestly Prosecutions from Peter to James: Between Narrative and History", 64-89
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων οι βασικές κατηγορίες εναντίον του Πέτρου, του Στεφάνου και του Παύλου -καθώς επίσης σε μεταγενέστερα χριστιανικά κείμενα εναντίον του Ιακώβου- ήταν η βεβήλωση της αγιότητας του Ναού, τόσο με δηλώσεις όσο και με πράξεις μέσα σε αυτόν. Στο αφηγηματικό επίπεδο, στην παρουσίαση των συγκρούσεων και των δοκιμασιών αυτών των πρώτων χριστιανών ηγετών, οι αρχαίες χριστιανικές πηγές υποστήριζαν ότι, επειδή η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Ιερουσαλήμ επιθυμούσε να συμμετάσχει στη λατρεία του Ναού με το δικό της τρόπο, οι οπαδοί του Ιησού εσφαλμένα κατηγορήθηκαν ότι προσέβαλαν την αγιότητα του Ναού. Στο ιστορικό επίπεδο θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι αυτά τα γεγονότα ήταν αυθεντικά και ότι επηρεάστηκαν από δύο παράγοντες: α) την υπόθεση, εκ μέρους της ιουδαϊκής κοινότητας, ότι ο Ιησούς εκπροσωπούσε μία στάση αντίθετη προς το Ναό. Αυτή η υπόθεση στηριζόταν στην πράξη "καθαρμού" του Ναού εκ μέρους του Ιησού και το λόγιο που αποδίδεται σε αυτόν, όσον αφορά στην καταστροφή του Ναού και την ανέγερση ενός νέου "αχειροποίητου". Έτσι και οι οπαδοί του Ιησού αντιμετωπίζονταν ως απειλή για το Ναό, β) H σχολαστική προσέγγιση του τελετουργικού του Ναού την οποία είχαν οι Σαδδουκαίοι αρχιερείς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τις διώξεις. Σύμφωνα με τη δική τους προσέγγιση κάθε παρέκκλιση από την προδιαγεγραμμένη διαδικασία βεβήλωνε την θυσιαστική λατρεία κι έπρεπε με κάθε τρόπο να αποφευχθεί.
Goodrich, John K., "Erastus, Quaestor of Corinth: The Administrative Rank of οἰκονόμος τῆς πόλεως (Rom 16.23) in an Achaean Colony", 90-115
Ο Έραστος (Ρωμ 16,23) κυριάρχησε στη συζήτηση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των πρώτων παύλειων κοινοτήτων, καθώς ο τρόπος, με τον οποίο κανείς μεταφράζει τον τίτλου του "ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως" επηρεάζει με δραματικό τρόπο την κλίμακα της οικονομικής διαστρωμάτωσης της εκκλησίας της Κορίνθου. Στηριζόμενος κυρίως στην επιγραφική και λαμβάνοντας υπόψη μία σημαντική νέα επιγραφή από την αχαϊκή αποικία των Πατρών ο συγγραφέας εξετάζει τη λατινική απόδοση του τίτλου του Εράστου, αντικρούει τα επιχειρήματα υπέρ της απόδοσης με τους όρους arcarius και aedilis και υποστηρίζει ότι ο Έραστος υπηρέτησε ως quaestor, σε μία υψηλόβαθμη θέση της πόλης, την οποία καταλάμβαναν αποκλειστικά μέλη της οικονομικής ελίτ.
Gradl, Hans Georg, "Kaisertum und Kaiserkult: Ein Vergleich zwischen Philos Legatio ad Gaium und der Offenbarung des Johannes", 116-138
Υπό το φως των θρησκευτικών και λατρευτικών αξιώσεων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ο Φίλων (Πρεσβεία προς Γάιον) και η Αποκάλυψη αναπτύσσουν αντιθετικές μεταξύ τους θέσεις για τη θέση των θρησκευτικών τους κοινοτήτων μέσα στην πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής τους. Ο αλεξανδρινός Ιουδαίος Φίλων προτιμά την κριτική ενσωμάτωση και την κοινωνική συνοίκηση - μία λύση η οποία συμβατικά αποδόθηκε και τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Ο Ιωάννης υπερασπίζεται με ένταση την αυτοαπομόνωση της χριστιανικής μειονότητας στην επαρχία της Ασίας -μία λύση, η οποία συμβατικά συνδέθηκε με τον αυτοπροσδιορισμό των Ιουδαίων κατά την ταναϊτική περίοδο. Στο άρθρο παρουσιάζεται η εκπληκτική ανταλλαγή θρησκευτικών και κοινωνικών αυτο-προσδιορισμών μεταξύ των δύο συγγραφέων. Κοινωνικά παρά θρησκευτικά όρια ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κατανοούνται η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο άρχοντάς της, αναπτύσσονται λογοτεχνικές αντιδράσεις και διαμορφώνονται εναλλακτικές στρατηγικές.
Downing, Gerald F., "Ambiguity, Ancient Semantics, and Faith", 139-162
Ενώ αποδέχονται την πολυσημία, οι ερευνητές φαίνεται γενικά να αποστρέφονται την αμφισημία, όπως αποκαλύπτει η συζήτηση για τη φράση "πίστις Χριστοῦ῾". Ωστόσο η συζήτηση δε φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την θεωρία για την αρχαία σημειολογία. Εκεί κυριαρχεί το μοντέλο της ονοματοδοσίας και της επίκλησης μίας κατά τα άλλα απροσδιόριστης νοητικής εντύπωσης. Το νόημα φαίνεται να βρίσκεται στο νου κι όχι στη λέξη ή στις λέξεις που ελπίζει κανείς ότι θα το φέρουν στο νου, όπως ακριβώς καταδεικνύεται και στις αρχαίες συζητήσεις για τη μεταφορά, την αλληγορία και την παράφραση. Σπάνια διακρίνονται oι εννοιολογικές αποχρώσεις των επιμέρους λέξεων, ακόμη σπανιότερα αποκαθαίρονται. Δεν μπορούμε να περιμένουμε λεκτική ακρίβεια εκεί που οι αρχαίοι συγγραφείς δεν θα την τολμούσαν ούτε οι ακροατές τους την περίμεναν. Ούτε πάλι οι ψυχογλωσσολόγοι φαίνεται να βρίσκουν χώρο γι' αυτήν.
Peterman, G.W., "Δικαιωθῆναι διὰ τῆς ἐκ Χριστοῦ πίστεως: Notes on a Neglected Greek Construction", 163-168