Στο νέο τεύχος του Journal of Theological Studies 61:1 (2010) δημοσιεύονται τα εξής άρθρα:
C. L. Crouch, "Genesis 1:26–7 As a statement of humanity’s divine parentage", 1-15
Το γλωσσολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο των λέξεων צלם και דמות συνηγορούν για μία ανάγνωση του Γεν 1,26-27 ως μία δήλωση της καταγωγής της ανθρωπότητας από το Θεό Πατέρα. Ως τέτοια όμως σκοπό έχει να τονίσει τις ευθύνες του παιδιού απέναντι στους γονείς και των γονιών απέναντι στα παιδιά. Μία τέτοια ερμηνεία λαμβάνει υπόψη και αξιοποιεί τόσο το σημασιολογικό εύρος των λέξεων-κλειδιών και την θέση ότι η δήλωση αυτή έχει και θεολογική σημασία.
Eran Viezel, "The Formation of some Biblical Books, According to Rashi", 16-42
Oι Ιουδαίοι εξηγητές του 12ου αι. που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία peshat της εβραϊκής Βίβλου ενδιαφέρονταν για ζητήματα τα οποία σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε ως "υψηλή κριτική" και έθεταν ερωτήματα σχετικά με τους συγγραφείς και τη μορφή που έλαβαν τα βιβλικά κείμενα. Μολονότι υπάρχουν αρκετές μελέτες σχετικά με αυτό το ζήτημα, δεν υπήρξε μέχρι σήμερα μία μελέτη αφιερωμένη στη θέση του Rashi (1040-1105), του γνωστότερου και σημαντικότερου Ιουδαίου εξηγητή peshat του Μεσαίωνα. Ο συγγραφέας του άρθρου καταδεικνύει ότι μολονότι ο Rashi δεν ασχολήθηκε συστηματικά με τη διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων, είχε μία σαφή άποψη γι' αυτά, η οποία αναδεικνύεται μέσα από μία προσεκτική εξέταση των σχετικών σχολίων που βρίσκονται διάσπαρτα στα έργα του. Σύμφωνα με τη γνώμη του Rashu τα περισσότερα βιβλικά κείμενα συντάχθηκαν μέσα από μία διπλή διαδικασία: πρώτον, ένα παρατεταμένο στάδιο συγγραφής και στη συνέχεια συγνεντρωσης των κειμένων και συρραφής τους σε ένα βιβλίο. Αυτό το δεύτερο στάδιο συλλογής και συρραφής έλαβε χώρα κατά τα ύστερα χρόνια της ζωής των συγγραφέων. Ο Rashi έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα με τη βοήθεια των ραββινικών πηγών και μέσα από την προσεκτική ανάγνωση της Βίβλου. Καθώς η στάση του επηρέασε τους μαθητές του και του μαθητές των μαθητών του, αυτό το ζήτημα δημιουργεί σχέσεις μεταξύ της ραββινικής σκέψης και τως μεσαιωνικής ιουδαϊκής εξήσηγης peshat.
James E. Patrick, "Matthew’s Pesher Gospel Structured Around Ten Messianic Citations of Isaiah", 43-81
Τα κύρια σχεδιαγράμματα του περιεχομένου του κατά Ματθαίον επικεντρώνονται είτε στη διάκριση μεταξύ συζήτησης και αφήγησης (τα "πέντε βιβλία" του Bacon ή τα χιαστά σχήματα) ή σε μία αφηγηματολογικά προσανατολισμένη διαίρεση του περιεχομένου που συχνά αποδίδεται στο κατά Μάρκον. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν σημαντικές αδυναμίες, μπορεί όμως να εξευρεθεί μία διέξοδος με τη βοήθεια της ρητορικής ανάλυσης των παραπομπών από την Π.Δ. οι οποίες είναι σαφώς σημαντικές για το κατά Ματθαίον. Όταν κανείς αναλογισθεί τα λόγια από τον Ησαΐα που παρατίθενται, είναι δυνατό να διακρίνει δέκα διαφορετικές παραπομπές, κάποιες φορές ανάμεικτες με τα λόγια ενός μικρούς προφήτη. Ο αριθμός 10 αντιστοιχεί σε μία ενδιαφέρουσα ραββινική παράδοση, την οποία γνωρίζει ο Ματθαίος και στη χρήση των παραπομπών ως μίας αλυσίδας πυρήνων δομής γύρω από τους οποίους συγκεντρώνονται διάφορες παραδόσεις που βρίσκονται κοντά στην τεχνική pesher, η οποία αναγνωρίσθηκε σε πρόσφατη ανάλυση του Κειμένου της Δαμασκού από τα χειρόγραφα της Ν. Θάλασσας. Στο τελευταίο μέρος του άρθρου ο συγγραφέας καταλήγει με μία παρουσίαση των δέκα ενοτήτων pesher στο ευαγγέλιο που ορίζονται από αυτές τις παραπομπές και οι οποίες επικεντρώνονται στο πώς κάθε παραπομπή από την Π.Δ. ενισχύει την ερμηνεία που κάνει ο Ματθαίος της ευρύτερης συνάφειας του Ησαΐα από την οποία αντλείται το κάθε επιμέρους κείμενο.
Michael R. Whitenton, "After Πίστις Χριστού: Neglected Evidence from the Apostolic Fathers", 82-109
Τι φως ρίχνουν οι Αποστολικοί Πατέρες στη συνεχιζόμενη συζήτηση για τη φράση "πίστις Χριστού" (Γαλ 2,16 [δύο φορές], 20. 3,22. Ρωμ 3,22.26. Φιλ 3,9, πρβλ. Εφ 3,12 [τῆς πίστεως αὐτοῦ]), 4,13); Ενώ υπάρχει γενικά η θέση ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έκαναν λόγο για την πιστότητα του Ιησού, δεν έχει γίνει καταγραφή των θέσεων των Αποστολικών Πατέρων. Με σκοπό να καλύψει αυτό το κενό ο συγγραφέας εξετάζει κάθε χρήση της λέξης "πίστις" με γενική προσωπική στους Αποστολικούς Πατέρες και περιλαμβάνει και μία εξήγηση των κειμένων που κάνουν λόγο για την πιστότητα του Ιησού. Αντίθετα με τη γενική θέση ο συγγραφέας καταλήγει ότι οι Αποστολικοί Πατέρες πραγματικά έκαναν λόγο για την πιστότητα του Ιησού Χριστού καθώς επίσης και για την πίστη ως κάτι το οποίο με αινιγματικό τρόπο παρέχεται δι' αυτού.
H. A. G. Houghton, "The ST Petersburg Insular Gospels: Another Old Latin Witness", 110-127
Τα νησιωτικά ευαγγέλια του St Petersburg (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας F.v.I.8, τα οποία κάποιες φορές είναι γνωστά κι ως Codex Fossatensis) αντιγράφηκαν στην Αγγλία κατά τον 8ο αι. Αυτό το χειρόγραφο είναι γνωστό για τη διακόσμησή του, δεν έχει όμως γίνει κάποια έρευνα για το κείμενο των ευαγγελίων που διασώζει εκτός από τη σύγκριση μεμονωμένων περικοπών από τον Bonifatius Fisher. Mία πλήρης μεταγραφή του κατά Ιωάννην και η σύγκρισή του με το κείμενο της Vulgata καταδεικνύει ότι το χειρόγραφη προέρχεται από μία αρχαία λατινική εκδοχή, η οποία διορθώθηκε σε μεγάλη έκταση με βάση τη Vulgata. Παρά τις περαιτέρω διαφοροποιήσεις προς το χειρόγραφο, διασώζονται αρκετές γραφές αμετάβλητες οι οποίες ανάγονται στο αρχαιότερο στρώμα της αρχαίας λατινικής μετάφρασης του κατά Ιωάννην. Κάποιες έχουν παράλληλα σε πατερικές παραθέσεις, ενώ κάποιες άλλες είναι μοναδικές. Πρόκειται επομένως για ένα σημαντικό μάρτυρα του κειμένου των αρχαίων λατινικών ευαγγελίων και τώρα έχει περάσει στον κατάλογο του Ινστιτούτου Vetus Latina με τον αριθμό VL 9A.
Francis Watson, "Beyond Suspicion: on the Authorship of the Mar Saba Letter and the Secret Gospel of Mark", 128-170
H υποψία ότι αυτός που "ανακάλυψε" την επιστολή του Κλήμεντος Αλεξανδρέως προς τον Θεόδωρο ήταν και ο συγγραφέας της διατυπώθηκε λίγο μετά από την πρώτη έκδοσή της το 1973 κι επαναλήφθηκε πολλές φορές στα χρόνια μετά το θάνατο του Morton Smith to 1991. Ωστόσο τα αποσπάσματα του "Μυστικού κατά Μάρκον" ερμηνεύονται συχνά με βάση την υπόθεση ότι η επιστολή που τα περιέχει είναι γνήσια. Ο συγγραφέας εξετάζει εάν η υποψία ότι πρόκειται για απάτη -εξαιτίας κυρίως των συνθηκών κάτω από τις οποίες βρέθηκε το εν λόγω χειρόγραφο - μπορεί να αποδειχθεί πέραν κάθε αμφιβολίας. Ο συγγραφέας του άρθρου εξετάζει προσεκτικά το ίδιο το κείμενο με βάση ένα διπλό υπόβαθρο, των αδιαμφισβήτητων συγγραμμάτων του Κλήμεντος από τη μία και των δημοσιευμένων έργων του Morton Smith από την άλλη. Υποστηρίζεται ότι οι εσωτερικές ανωμαλίες της επιστολής καθώς επίσης και μερικές τεχνικές της σύνταξης του κειμένου δεν επιβεβαιώνουν την προέλευσή της από τον Κλήμεντα κι ότι πρόκειται για κείμενο που εξυπηρετούσε ενδιαφέροντα και έχει δεχθεί επιδράσεις, οι οποίες χρονολογικά είναι αρχαιότερες της ανακάλυψης του κειμένου στο μοναστήρι του Mar Saba.
J. Christopher Edwards, "Pre-Nicene Receptions of Mark 10:45//Matt. 20:28 with Phil. 2:6–8", 194-199
Σκοπός αυτής της σύντομης μελέτης είναι να εξετάσει εκείνα τα κείμενα της περιόδου πριν την Νίκαια, τα οποία συνδέουν τα Μκ 10.45 // Μτ 20,28 με το Φιλ 2,6-8. Τα κείμενα που εξετάζονται είναι τα Ωριγένης, Αποσπ. Κατά Λκ 210, Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Παιδαγ. 1.9.85.1 -2, Quis div. 37.1-4, Πράξεις Θωμά 72.
Jan Joosten, "The Date and Provenance of the Gospel of Barnabas", 200-215
Το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Βαρνάβα είναι ένα παράξενο σύγγραμμα του οποίου το ιστορικό υπόβαθρο παραμένει άγνωστο. Αυτό το κείμενο διασώζεται σε δύο χειρόγραφα, ένα ιταλικό του 16ου αι. κι ένα ισπανικό από τον 10ο. Παρά την πρόσφατη αντίρρηση μπορεί να αποδειχθεί ότι το ιταλικό κείμενο ήταν το πρωτότυπο από το οποίο μεταφράστηκε στα ισπανικά. Η χρονολόγηση του ιταλικού κειμένου είναι μάλλον αρχαιότερη από εκείνη του χειρογράφου και μάλλον το κείμενο θα πρέπει να τοποθετηθεί στον 14ο αι. Μολονότι περιέχει ένα μεγάλο σε όγκο εξωευαγγελικό υλικό, το Ευαγγέλιο του Βαρνάβα ακολουθεί τη βασική αφηγηματική πορεία των κανονικών ευαγγελίων και αφηγείται την ιστορία του Ιησού από την Ναζαρέτ από τη γέννηση μέχρι τη σταύρωσή του. Μία πηγή που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του φαίνεται να είναι ένα ιταλικό Διατεσσάρων το οποίο έχει στενές σχέσεις με τις εναρμονίσεις της Βενετίας και της Τοσκάνης που εκδόθηκαν από τους Todesco, Vaccari και Vatasso στα 1938, όπως αποδεικνύουν οι πολλές γραφές που είναι κοινές μεταξύ του απόκρυφου και αυτών των εναρμονίσεων.
Andrew Cain, "An Unidentified Patristic Quotation in Jerome’s Commentary on Galatians (3.6.11)", 216-225
Στο υπόμνημά του στην προς Γαλάτας (3.6.11) ο Ιερώνυμος παραθέτει και ασκεί κριτική σε μία ερμηνεία του Γαλ 6,11, η οποία θεωρεί ότι ο Παύλος δεν γνώριζε να γράφει ελληνικά. Ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου απορρίπτει την υπόθεση ότι αυτή η ερμηνεία προέρχεται από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και διατυπώνει την υπόθεση ότι προέρχεται από τον Ευσέβιο Εμέσης. Είναι γνωστό ότι ο Ιερώνυμος είχε χρησιμοποιήσει το Υπόμνημα στην προς Γαλάτας του Ευσεβίου κι αλλού και άσκησε κριτική στον Ευσέβιο με παρόμοιο τρόπο στο έργο του Quaestiones hebraicae in Genesim. Επιπλέον διατυπώνεται η υπόθεση ότι η προσωπική εμπειρία του Ευσεβίου με τις δύο γλώσσες τον οδήγησε στο να υποθέσει μία δυσκολία του Παύλου κι ότι αυτή η ερμηνεία του μπορεί να επηρέασε τον Χρυσόστομο στο να διατυπώσει τη θέση ότι ο Παύλος δυσκολευόταν να γράψει καλά ελληνικά.