Σε αυτήν και σε μερικές επόμενες αναρτήσεις θα παρουσιάσουμε την περίληψη ενός άρθρου του Lukas Bormann, το οποίο δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του Evangelische Theologie 69,3 (2009):
“Kulturwissenschaft und Exegese. Gegenwärtige Geschichtsdiskurse und die biblische Geschichtskonzeption“, 166-185
Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας το κείμενο στηρίζεται σε μία εισήγησή του στη συνάντηση της SNTS τον Ιούλιο 2007
1. Εισαγωγή
Ο συγγραφέας στην αρχή του άρθρου του παρατηρεί ότι η επιστήμη της ερμηνείας της Κ.Δ. συχνά ανατρέχει στις μεθόδους και στις θεωρητικές βάσεις του τρόπου εργασίας της. Αυτό εν πολλοίς συνδέεται με ανάλογες κινήσεις που παρατηρούνται στις ιστορικές επιστήμες και στις ανθρωπιστικές επιστήμες γενικότερα, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «πολιτισμική στροφή» (cultural turn). Αυτός ο νέος προσανατολισμός (στροφή) προκύπτει από την πράξη της ιστορικής και γενικότερα επιστημονικής έρευνας των ανθρωπιστικών επιστημών. Ο συγγραφέας σκοπεύει στο άρθρο του να συμπληρώσει τα όσα παλαιότερα διατυπώθηκαν από καθολικής πλευράς από τους Knut Backhaus / Gerd Häfner και από ευαγγελικής από τους Eckart Reinmuth / Jens Schröter σχετικά με τη σχέση της ιστορικής θεωρίας και της θεολογικά προσανατολισμένης εξήγησης της Κ.Δ.
2. Η συζήτηση περί ιστορίας και η επιστήμη του πολιτισμού
Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες παρουσίασαν μεγάλη εξέλιξη στη Γερμανία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δύο ήταν οι θέσεις που κυριαρχούσαν σε αυτές. Από τη μία η θέση του Dilthey ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες πρέπει να ερμηνεύουν και να προσπαθούν να κατανοήσουν τις πνευματικές σχέσεις και τις «εκφράσεις της ανθρώπινης ζωής». Από την άλλη κυριαρχούσαν οι ερμηνευτικές προϋποθέσεις, οι οποίες προέκυψαν από την φιλοσοφία της ύπαρξης και αποτυπώθηκαν εν πολλοίς στο έργο του H.- G. Gadamer, Wahrheit und Methode. Οι ερμηνευτικές θέσεις μάλιστα του Gadamer επηρέασαν κι εξακολουθούν να επηρεάζουν την ερμηνεία της Κ.Δ.
Από τα τέλη του 1960 και αρχές του ’70 άρχισαν να εντάσσονται στην ερμηνεία (και γενικότερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες) ερωτήματα προερχόμενα από την κοινωνιολογική επιστήμη, βλ. π.χ. τη Σχολή του Bielefeld, η οποία ασχολήθηκε με μεγέθη της κοινωνικής δομής όπως οικονομία, τάξεις, ελίτ κτλ. Ταυτόχρονα αναπτύσσεται η λεγόμενη μικροϊστορία που σκοπό έχει να καλύψει τα κενά της μακροϊστορίας.
Παράλληλα προς τη θεμελίωση της ιστορίας της κοινωνίας εμφανίζεται η τάση τονισμού του εξατομικευμένου ιστορικού γεγονότος ως ουσιαστικής κατηγορίας της ιστορικής έρευνας και κατανόησης. Ο Nipperdey εισάγει τον όρο της ιστορικής ανθρωπολογίας, η οποία ενδιαφέρεται για το άτομο και τον τρόπο που αυτό αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο. Τις ίδιες θέσεις για τη σημασία του ατόμου μέσα στην ιστορία επαναλαμβάνει και ο Burke.
Γενικά εμφανίζονται πια δύο τάσεις στην ιστορική έρευνα και ερμηνεία. Από τη μία κοινωνιολογικά και εμπειρικά προσανατολισμένη περιγραφή και ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Από την άλλη η επιφυλακτικότητα ότι όλα μέσα στην ιστορία μπορούν να ερμηνευθούν με τη βοήθεια της μελέτης κοινωνικών μεγεθών και θεσμών και ο τονισμός του ρόλου του ατόμου μέσα στην κοινωνία και την ιστορία.
Αυτή η «αντιπαράθεση» των δύο τάσεων απασχόλησε και το γνωστό ιστορικό της αρχαιότητας Paul Veyne. Σκοπός του ήταν να γράψει ιστορία σε ένα υψηλό μεθοδικό επίπεδο. Αυτό προϋποθέτει την ένταξη στην έρευνά του κοινωνιολογικών θεωριών και μοντέλων. Τόνισε όμως την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης αυτών των μοντέλων μέσα στην υπό έρευνα ιστορική πραγματικότητα.
Η πολιτισμική στροφή στη δεκαετία του ’80 έβαλε στη συζήτηση μία σειρά θεμάτων. Ανάμεσα στις διαπιστώσεις είναι ότι πολλοί από τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες της ιστορίας δε είχαν λόγο μέχρι εκείνη την στιγμή στις μελέτες για το παρελθόν. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο η αντίδραση σε αυτό το καθεστώς εκφράστηκε μέσα από επιμέρους επιστημονικούς κλάδους των cultural studies όπως women studies, black studies, post-colonial studies. Εδώ η ιστορία ως ιστορική καταγραφή κατανοείται ως τρόπος διαμόρφωσης της ταυτότητας και τονίζεται η λειτουργία της για ομάδες, φυλές, τάξεις και φύλα. Σύμφωνα με το σχήμα του Harris η ιστορία ως καταγραφή του ιστορικού γεγονότος είναι υπερδομή (superstructure) κι επομένως υπεύθυνη για τη διαμόρφωση ιδεολογίας και νομιμοποίησης. Υπό αυτήν την έννοια η ιστορική καταγραφή είναι προϊόν ενός πολιτισμικού οικοδομήματος.
Στη Γερμανία και τη Γαλλία η πορεία υπήρξε λίγο διαφορετική. Υπάρχει ο τονισμός του ρόλου του ατόμου μέσα στην ιστορία, τίθενται παρόμοια ερωτήματα, χωρίς όμως να συνδέονται με μία διαμαρτυρία κατά των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Υπάρχει η αναζήτηση νέων μεθόδων και εκδηλώνεται μία τάση απομάκρυνσης από τα κοινωνιολογικά μοντέλα. Αυτά οδηγούν στην συγκρότηση αυτού που στη Γερμανία ονομάζεται Ιστορική Ανθρωπολογία, η οποία όμως εδώ συνδέεται περισσότερο με την εθνογραφία. Βασικό προγραμματικό κείμενό της είναι το άρθρο του H. Medick, “Missionare im Ruderboot? Ethnologische Erkenntnisweisen als Herausforderung an die Sozialgeschichte” (1989). Σε αυτό τονίζεται την ανάγκη στροφής από τη μελέτη των κεντρικών γεγονότων (που συχνά συνδέονται με μεγάλες αλλαγές) προς εκείνα που λαμβάνουν χώρα στα περιθώρια του ιστορικού γίγνεσθαι. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τώρα οι μελέτες των Mary Douglas, Victor Turner, Clifford Geertz, Pierre Bourdieu. Αυτές τόνισαν την ανάγκη κατανόησης των κοινωνιών ως σύνθετων κοινωνικών συστημάτων, όπου παράλληλα με τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν επίσης η συμβολική επικοινωνία και αλληλεπίδραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου