Μελέτες για την "Q"
Στα 1969 δημοσιεύθηκε η μελέτη του G. Lührmann, στην οποία αποδίδονταν στην Q συγκεκριμένα κεντρικά θεολογικά χαρακτηριστικά. Στον τόμο που εξέδωσαν λίγο αργότερα οι H. Koester και James M. Robinson (Trajectories through Early Christianity, 1971) διατυπωνόταν η θέση ότι η Q αποτελεί ένα πολύ σαφές πρώιμο φιλολογικό είδος κειμένου για τον Ιησού που θα μπορούσε να συγκριθεί με ανάλογες συλλογές λογίων σοφών ανδρών της αρχαιότητας. Η μελέτη που υπήρξε καθοριστική για τις σπουδές στην Q αυτής της περιόδου είναι εκείνη του John Kloppenborg (The Formation of Q, 1987). O Kloppenborg υποστήριξε ότι η Q υπέστη πολλές αναθεωρήσεις, ότι σε μία μεταγενέστερη φάση προστέθηκαν λόγια αποκαλυπτικού χαρακτήρα και ότι η εικόνα του Ιησού που προκύπτει από αυτήν είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των ευαγγελίων.
To ενδιαφέρον για την Q παρέμεινε αμείωτο σε όλον τον υπόλοιπο 20ο αιώνα. Οι περισσότεροι ωστόσο βιβλικοί επιστήμονες δέχονται βέβαια την ύπαρξη της Q, εκφράζουν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτή αντιπροσωπεύει μία ιδιαίτερη μορφή αρχέγονου χριστιανισμού και κατά πόσο μπορούν να διακριθούν ιδιαίτερα στάδια της σύνταξής της. Ανάμεσα σε αυτούς που εκφράζουν τέτοιες αμφιβολίες είναι οι: C. Allison, Christopher M. Tuckett, Jens Schröter.
Iστορικός Ιησούς
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημοσιεύθηκαν πολλές αξιόλογες μελέτες για τον ιστορικό Ιησού. Πρώτη χρονικά είναι η τελευταία μελέτη του Dodd The Founder of Christianity (1970). Άλλες σημαντικές μελέτες είναι: Geza Vermes, Jesus the Jew (1973), Ben F. Meyers, The Aims of Jesus (1979, 2002), E.P. Sanders, Jesus and Judaism (1985) και μελέτες των John D. Crossan, John P. Meier, N. Thomas Wright. H νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού (new quest) επηρεάστηκε πολύ από τα θεολογικά ζητήματα που έθεσε ο Bultmann, η λεγόμενη όμως "τρίτη έρευνα" (third quest) αντιπροσωπεύει μία νέα στροφή προς την αναζήτηση του ιστορικού Ιησού.
Ένα από τα σημαντικότερα και πλέον αμφιλεγόμενα ερευνητικά προγράμματα της περιόδου είναι το λεγόμενο Jesus Seminar, το οποίο ιδρύθηκε από τον Robert W. Funk (1985) και ασχολήθηκε με το ερώτημα ποια από τα στοιχεία της παράδοσης για τον Ιησού θα μπορούσαν με ασφάλεια να αποδοθούν στον ίδιο. Οι υποθέσεις που διατυπώθηκαν από τους εκπροσώπους του (ότι ο Ιησούς ήταν ένας περιπλανώμενος σοφός ή ότι οι εσχατολογικές ιδέες δεν καταλάμβαναν σημαντική θέση στη διδασκαλία του) αμφισβητήθηκαν από μεγάλη μερίδα των ερευνητών.
Φεμινιστικές σπουδές
Μετά τις σημαντικές εξελίξεις από το 1960 εξής στο δυτικό κόσμο ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσιάζουν οι φεμινιστικές σπουδές κυρίως στη Β. Αμερική. Ανάμεσα στις μελέτες που δημοσιεύθηκαν κατά την περίοδο αυτή σημαντικότερες θεωρούνται εκείνες της Elisabet Schüssler Fiorenza και κυρίως το βιβλίο της In Memory of Her (1983), στο οποίο υποστήριζε ότι στην Κ.Δ. υπάρχουν ίχνη μίας περισσότερο ισότιμης αντιμετώπισης των γυναικών στην αρχαία Εκκλησία. Άλλες εκπρόσωποι της φεμινιστικής προσέγγισης είναι οι: Adella Y. Collins, Beverly Gaventa, Carolyn Osiek, Paula Friedriksen, Amy-Jill Levine, Adele Reinhartz, Marianne M. Thompson κ.ά. Σημαντικές εκπρόσωποι στη Βρετανία είναι οι: Morna D. Hooker, Margaret Thrall, Judith Lieu.
Αγγλόφωνοι βιβλικοί επιστήμονες
Η Βόρεια Αμερική διαδραματίζει όλο και σπουδαιότερο ρόλο στις βιβλικές σπουδές αυτής της περιόδου. Σε αυτό συνέβαλε και η Society of Biblical Literature, η οποία ιδρύθηκε το 1880. Όργανό της είναι το περιοδικό Journal of Biblical Literature (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1881).
Μολονότι οι βρετανικές βιβλικές σπουδές δε διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο γενικά, ορισμένες σημαντικές μορφές αυτής της περιόδου είναι οι: C.F.D. Moule, James D.G. Dunn, Graham N. Stanton, Richard Bauckham.
Άλλες σημαντικές εκδοτικές εξελίξεις
Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα η σειρά Wissenschaftliche Untersuchungen zum Neuen Testament κατέστη μία από τις σημαντικότερες θεολογικές σειρές μελετών για την Κ.Δ. Στη δεκαετία του '70 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το περιοδικό The Journal for the Study of the New Testament. Ως συμπλήρωμα σε αυτό δημιουργήθηκε μία σειρά μονογραφιών (JSNT Supplements και αργότερα με το όνομα The Library of the New Testament Studies).
Κλείνοντας την παρουσίασή του ο Hurtadο θέτει το ερώτημα για το μέλλον των βιβλικών σπουδών. Ήδη κατά το τέλος του αιώνα η ποικιλία στις βιβλικές σπουδές είναι ιδιαίτερα εμφανής. Επίσης επιστήμονες από τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική αρχίζουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο. Αυτοί αξιοποιούν κυρίως της "απελευθερωτικές" (Liberationist) ή μετα-αποικιακές προσεγγίσεις (post-colonial). Σε αυτές ασκούν ιδιαίτερη επίδραση οι πολιτιστικές προϋποθέσεις των χωρών από τις οποίες προέρχονται αυτοί οι ερμηνευτές. Στο τέλος του αιώνα δεν κυριαρχεί καμιά ιδιαίτερη σχολή ή μορφή, ενώ το ενδιαφέρονο για τις καινοδιαθηκικές σπουδές παραμένει αμείωτο.
To ενδιαφέρον για την Q παρέμεινε αμείωτο σε όλον τον υπόλοιπο 20ο αιώνα. Οι περισσότεροι ωστόσο βιβλικοί επιστήμονες δέχονται βέβαια την ύπαρξη της Q, εκφράζουν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτή αντιπροσωπεύει μία ιδιαίτερη μορφή αρχέγονου χριστιανισμού και κατά πόσο μπορούν να διακριθούν ιδιαίτερα στάδια της σύνταξής της. Ανάμεσα σε αυτούς που εκφράζουν τέτοιες αμφιβολίες είναι οι: C. Allison, Christopher M. Tuckett, Jens Schröter.
Iστορικός Ιησούς
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα δημοσιεύθηκαν πολλές αξιόλογες μελέτες για τον ιστορικό Ιησού. Πρώτη χρονικά είναι η τελευταία μελέτη του Dodd The Founder of Christianity (1970). Άλλες σημαντικές μελέτες είναι: Geza Vermes, Jesus the Jew (1973), Ben F. Meyers, The Aims of Jesus (1979, 2002), E.P. Sanders, Jesus and Judaism (1985) και μελέτες των John D. Crossan, John P. Meier, N. Thomas Wright. H νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού (new quest) επηρεάστηκε πολύ από τα θεολογικά ζητήματα που έθεσε ο Bultmann, η λεγόμενη όμως "τρίτη έρευνα" (third quest) αντιπροσωπεύει μία νέα στροφή προς την αναζήτηση του ιστορικού Ιησού.
Ένα από τα σημαντικότερα και πλέον αμφιλεγόμενα ερευνητικά προγράμματα της περιόδου είναι το λεγόμενο Jesus Seminar, το οποίο ιδρύθηκε από τον Robert W. Funk (1985) και ασχολήθηκε με το ερώτημα ποια από τα στοιχεία της παράδοσης για τον Ιησού θα μπορούσαν με ασφάλεια να αποδοθούν στον ίδιο. Οι υποθέσεις που διατυπώθηκαν από τους εκπροσώπους του (ότι ο Ιησούς ήταν ένας περιπλανώμενος σοφός ή ότι οι εσχατολογικές ιδέες δεν καταλάμβαναν σημαντική θέση στη διδασκαλία του) αμφισβητήθηκαν από μεγάλη μερίδα των ερευνητών.
Φεμινιστικές σπουδές
Μετά τις σημαντικές εξελίξεις από το 1960 εξής στο δυτικό κόσμο ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσιάζουν οι φεμινιστικές σπουδές κυρίως στη Β. Αμερική. Ανάμεσα στις μελέτες που δημοσιεύθηκαν κατά την περίοδο αυτή σημαντικότερες θεωρούνται εκείνες της Elisabet Schüssler Fiorenza και κυρίως το βιβλίο της In Memory of Her (1983), στο οποίο υποστήριζε ότι στην Κ.Δ. υπάρχουν ίχνη μίας περισσότερο ισότιμης αντιμετώπισης των γυναικών στην αρχαία Εκκλησία. Άλλες εκπρόσωποι της φεμινιστικής προσέγγισης είναι οι: Adella Y. Collins, Beverly Gaventa, Carolyn Osiek, Paula Friedriksen, Amy-Jill Levine, Adele Reinhartz, Marianne M. Thompson κ.ά. Σημαντικές εκπρόσωποι στη Βρετανία είναι οι: Morna D. Hooker, Margaret Thrall, Judith Lieu.
Αγγλόφωνοι βιβλικοί επιστήμονες
Η Βόρεια Αμερική διαδραματίζει όλο και σπουδαιότερο ρόλο στις βιβλικές σπουδές αυτής της περιόδου. Σε αυτό συνέβαλε και η Society of Biblical Literature, η οποία ιδρύθηκε το 1880. Όργανό της είναι το περιοδικό Journal of Biblical Literature (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1881).
Μολονότι οι βρετανικές βιβλικές σπουδές δε διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο γενικά, ορισμένες σημαντικές μορφές αυτής της περιόδου είναι οι: C.F.D. Moule, James D.G. Dunn, Graham N. Stanton, Richard Bauckham.
Άλλες σημαντικές εκδοτικές εξελίξεις
Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα η σειρά Wissenschaftliche Untersuchungen zum Neuen Testament κατέστη μία από τις σημαντικότερες θεολογικές σειρές μελετών για την Κ.Δ. Στη δεκαετία του '70 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το περιοδικό The Journal for the Study of the New Testament. Ως συμπλήρωμα σε αυτό δημιουργήθηκε μία σειρά μονογραφιών (JSNT Supplements και αργότερα με το όνομα The Library of the New Testament Studies).
Κλείνοντας την παρουσίασή του ο Hurtadο θέτει το ερώτημα για το μέλλον των βιβλικών σπουδών. Ήδη κατά το τέλος του αιώνα η ποικιλία στις βιβλικές σπουδές είναι ιδιαίτερα εμφανής. Επίσης επιστήμονες από τη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική αρχίζουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο. Αυτοί αξιοποιούν κυρίως της "απελευθερωτικές" (Liberationist) ή μετα-αποικιακές προσεγγίσεις (post-colonial). Σε αυτές ασκούν ιδιαίτερη επίδραση οι πολιτιστικές προϋποθέσεις των χωρών από τις οποίες προέρχονται αυτοί οι ερμηνευτές. Στο τέλος του αιώνα δεν κυριαρχεί καμιά ιδιαίτερη σχολή ή μορφή, ενώ το ενδιαφέρονο για τις καινοδιαθηκικές σπουδές παραμένει αμείωτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου