Από τη δεκαετία του '70 κι εξής παρατηρούνται σημαντικές εξελίξεις στις καινοδιαθηκικές σπουδές.
Νέα στροφή στην ιστορικιστική προσέγγιση
Από το 19ο αι. κι εξής υπήρξε έντονο ενδιαφέρον ανάμεσα στους καινοδιαθηκολόγους για ιστορικά ζητήματα. Η Θρησκειοϊστορική Σχολή ανέπτυξε μία ιστορικιστική προσέγγιση της Κ.Δ. Από τη δεκαετία του '30 κι εξής το ενδιαφέρον ωστόσο στρέφεται σε θεολογικά ζητήματα. Σε αυτό συνέβαλε κατά πολύ η "διαλεκτική θεολογία" (Karl Βarth κ.ά.), ο συνδυασμός από τον Bultmann ιστορικών και θεολογικών προσεγγίσεων κ.ά. [Α.Τ.: με το θέμα του ιστορικισμού και της σχέσης του με την ερμηνεία της Κ.Δ. θα ασχοληθούμε σε επόμενες αναρτήσεις που θα παρουσιάσουμε την ιστορική εξέλιξη του μαθήματος της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ.]. Από τη δεκαετία του '70 στην Αμερική εκδηλώνεται εν νέου το ενδιαφέρον για ιστορικά ζητήματα.
Παλαιότερα έργα κυρίως της Θρησκειοϊστορικής Σχολής επανέρχονται στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, όπως το έργο του Βousset, Κyrios Christos (1913), ή του Walter Bauer, Rechtgläubigkeit und Ketzerei im Ältesten Christentum (1934). Ο Bauer είχε υποστηρίξει ότι η ο αρχέγονος Χριστιανισμός παρουσίαζε μεγάλη πολυμορφία κι ότι κάποιες από τις μορφές του, που θεωρήθηκαν αιρετικές, στην πραγματικότητα είχαν αρχικά επικρατήσει σε ορισμένες περιοχές. Γερμανοί επιστήμονες που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική συνέβαλαν στη νέα τάση: ο Hans Dieter Betz (Chicago) και ο Helmut Koester (Harvard) αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Κάποιες άλλες σπουδές της περιόδου καταλήγουν ωστόσο σε άλλα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το δίτομο έργο του Martin Hengel, Judentum und Hellenismus (1969, 1973). Σε αυτό του το έργο ο Hengel προσφέρει μία ευρεία και συστηματική ανάλυση, η οποία αμφισβήτησε την παλαιότερη απλουστευτική διάκριση ανάμεσα στην "ελληνιστική" και την "ιουδαϊκή" παράδοση. Ο Ηengel αποτελεί και την κυρίαρχη μορφή στις καινοδιαθηκικές σπουδές αυτής της περιόδου. Το έργο του επηρέασε τις μελέτες νεότερων καινοδιαθηκολόγων και οδήγησε στην ανάπτυξη μίας τάσης που ονομάζεται από τον Hurtado "νέα religionsgeschichtliche Schule".
Από την άλλη μία ομάδα καινοδιαθηκολόγων τόνισε την ανάγκη ανανέωσης της θεολογικής ερμηνείας: Walter Wink, Richard B. Hays, Francis Watson, Peter Stuhlmacher.
To φιλολογικό είδος των Ευαγγελίων
Τα νεότερα πορίσματα της φιλολογικής και λογοτεχνικής ανάλυσης οδήγησαν σε νέες προσεγγίσεις της Κ.Δ. και στην υιοθέτηση νέας ορολογίας. Σημαντικό παράδειγμα είναι το έργο του R. Alan Culpepper, Anatomy of the Fourth Gospel (1983), το οποίο συνέβαλε στην έρευνα του τέταρτου ευαγγελίου αλλά και των ευαγγελίων γενικότερα. Σε κάποιες περιπτώσεις το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε ενδιαφέροντα της σύγχρονης κριτικής της λογοτεχνίας (π.χ. στο θέμα του "εννοούμενου αναγνώστη") και σε άλλες αναζητήθηκε η σχέση προς ανάλογα χαρακτηριστικά από τη λογοτεχνία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Kάποιες από αυτές, όπως για παράδειγμα η στρουκτουραλιστική προσέγγιση, γνώρισαν άνθηση για λίγο διάστημα και στη συνέχεια υποχώρησαν, γενικά όμως η τάση προσέγγισης της Κ.Δ. ως λογοτεχνικού έργου από αυτήν την εποχή κι εξής γίνεται όλο και περισσότερο έντονη.
Κάποιοι άλλοι ερμηνευτές αξιοποίησαν τα πορίσματα από τη μελέτη της αρχαίας ρητορικής για την ανάλυση των κειμένων της Κ.Δ. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το υπόμνημα του Hanz Dieter Betz στην προς Γαλάτας (1979).
Παύλειες σπουδές
Ένα από τα σημαντικότερα έργα αυτής της εποχής είναι το έργο του E.P. Sanders, Paul and Palestinian Judaism (1977). Σύμφωνα με τον D.G. Dunn έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη της λεγόμενης "new perspective" στη μελέτη του Παύλου. Με το έργο του ο Sanders αμφισβήτησε την παλαιότερη άποψη ότι το ευαγγέλιο του Παύλου αντιπαράθετε τη θεία χάρη προς τον ιουδαϊκό νομικισμό. Ήδη νωρίτερα είχε αρχίσει η επανεκτίμηση της σχέσης του Παύλου με το ιουδαϊκό του υπόβαθρο. Το έργο του Sanders έδωσε την αφορμή για μία νέα συζήτηση της σχέσης του Παύλου με την Τορά και τον Ιουδαϊσμό.
Κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις
Από τη δεκαετία του '80 κι εξής παρουσιάζεται η τάση εφαρμογής των πορισμάτων της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας στη μελέτη της Κ.Δ. Το έργο που δίνει το έναυσμα για την κοινωνιολογική προσέγγιση κυρίως των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων είναι ενός ιστορικού, του αυστραλού Edwin Judge, The Social Pattern of Christian Groups in the First Century (1983) [A.T.:H μελέτη ανατυπώθηκε στη συλλογή διαφόρων μελετών του Judge από τον πρόσφατα εκλιπόντα David M. Scholer, Social Distinctives of the Christians in the First Century; Pivotal Essays E.A. Judge, Hendrickson 2008. Για να διαβάσετε μία βιβλιοκρισία του βιβλίου, πατήστε εδώ].
Το έργο του Judge έδωσε νέα ώθηση στην κοινωνιολογική προσέγγιση της Κ.Δ. Σημαντική είναι η συμβολή του Wayne A. Meeks, The First Urban Christians (1983), που ασχολήθηκε με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παύλειων κοινοτήτων. Ο Meeks κι άλλοι ειδικοί ασχολήθηκαν περισσότερο με την "κοινωνική περιγραφή" κοινωνικών φαινομένων και ομάδων. Κάποιοι άλλοι αξιοποίησαν διάφορα κοινωνιολογικά μοντέλα και κοινωνιολογικές κατηγορίες ή διάφορες ανθρωπολογικές θεωρίες και μοντέλα. Ο B. Malina και P. Esler μαζί με άλλους βιβλικούς επιστήμονες δημιούργησαν το Context Group που αξιοποιεί κυρίως ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά μοντέλα για τη μελέτη της Κ.Δ. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κοινωνιολογικής προσέγγισης στην Ευρώπη είναι ο Gerd Theißen, του οποίοι οι μελέτες για τα ευαγγέλια και τις παύλειες κοινότητες άσκησαν σημαντική επίδραση.
Νέα στροφή στην ιστορικιστική προσέγγιση
Από το 19ο αι. κι εξής υπήρξε έντονο ενδιαφέρον ανάμεσα στους καινοδιαθηκολόγους για ιστορικά ζητήματα. Η Θρησκειοϊστορική Σχολή ανέπτυξε μία ιστορικιστική προσέγγιση της Κ.Δ. Από τη δεκαετία του '30 κι εξής το ενδιαφέρον ωστόσο στρέφεται σε θεολογικά ζητήματα. Σε αυτό συνέβαλε κατά πολύ η "διαλεκτική θεολογία" (Karl Βarth κ.ά.), ο συνδυασμός από τον Bultmann ιστορικών και θεολογικών προσεγγίσεων κ.ά. [Α.Τ.: με το θέμα του ιστορικισμού και της σχέσης του με την ερμηνεία της Κ.Δ. θα ασχοληθούμε σε επόμενες αναρτήσεις που θα παρουσιάσουμε την ιστορική εξέλιξη του μαθήματος της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ.]. Από τη δεκαετία του '70 στην Αμερική εκδηλώνεται εν νέου το ενδιαφέρον για ιστορικά ζητήματα.
Παλαιότερα έργα κυρίως της Θρησκειοϊστορικής Σχολής επανέρχονται στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, όπως το έργο του Βousset, Κyrios Christos (1913), ή του Walter Bauer, Rechtgläubigkeit und Ketzerei im Ältesten Christentum (1934). Ο Bauer είχε υποστηρίξει ότι η ο αρχέγονος Χριστιανισμός παρουσίαζε μεγάλη πολυμορφία κι ότι κάποιες από τις μορφές του, που θεωρήθηκαν αιρετικές, στην πραγματικότητα είχαν αρχικά επικρατήσει σε ορισμένες περιοχές. Γερμανοί επιστήμονες που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική συνέβαλαν στη νέα τάση: ο Hans Dieter Betz (Chicago) και ο Helmut Koester (Harvard) αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Κάποιες άλλες σπουδές της περιόδου καταλήγουν ωστόσο σε άλλα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το δίτομο έργο του Martin Hengel, Judentum und Hellenismus (1969, 1973). Σε αυτό του το έργο ο Hengel προσφέρει μία ευρεία και συστηματική ανάλυση, η οποία αμφισβήτησε την παλαιότερη απλουστευτική διάκριση ανάμεσα στην "ελληνιστική" και την "ιουδαϊκή" παράδοση. Ο Ηengel αποτελεί και την κυρίαρχη μορφή στις καινοδιαθηκικές σπουδές αυτής της περιόδου. Το έργο του επηρέασε τις μελέτες νεότερων καινοδιαθηκολόγων και οδήγησε στην ανάπτυξη μίας τάσης που ονομάζεται από τον Hurtado "νέα religionsgeschichtliche Schule".
Από την άλλη μία ομάδα καινοδιαθηκολόγων τόνισε την ανάγκη ανανέωσης της θεολογικής ερμηνείας: Walter Wink, Richard B. Hays, Francis Watson, Peter Stuhlmacher.
To φιλολογικό είδος των Ευαγγελίων
Τα νεότερα πορίσματα της φιλολογικής και λογοτεχνικής ανάλυσης οδήγησαν σε νέες προσεγγίσεις της Κ.Δ. και στην υιοθέτηση νέας ορολογίας. Σημαντικό παράδειγμα είναι το έργο του R. Alan Culpepper, Anatomy of the Fourth Gospel (1983), το οποίο συνέβαλε στην έρευνα του τέταρτου ευαγγελίου αλλά και των ευαγγελίων γενικότερα. Σε κάποιες περιπτώσεις το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε ενδιαφέροντα της σύγχρονης κριτικής της λογοτεχνίας (π.χ. στο θέμα του "εννοούμενου αναγνώστη") και σε άλλες αναζητήθηκε η σχέση προς ανάλογα χαρακτηριστικά από τη λογοτεχνία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Kάποιες από αυτές, όπως για παράδειγμα η στρουκτουραλιστική προσέγγιση, γνώρισαν άνθηση για λίγο διάστημα και στη συνέχεια υποχώρησαν, γενικά όμως η τάση προσέγγισης της Κ.Δ. ως λογοτεχνικού έργου από αυτήν την εποχή κι εξής γίνεται όλο και περισσότερο έντονη.
Κάποιοι άλλοι ερμηνευτές αξιοποίησαν τα πορίσματα από τη μελέτη της αρχαίας ρητορικής για την ανάλυση των κειμένων της Κ.Δ. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το υπόμνημα του Hanz Dieter Betz στην προς Γαλάτας (1979).
Παύλειες σπουδές
Ένα από τα σημαντικότερα έργα αυτής της εποχής είναι το έργο του E.P. Sanders, Paul and Palestinian Judaism (1977). Σύμφωνα με τον D.G. Dunn έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη της λεγόμενης "new perspective" στη μελέτη του Παύλου. Με το έργο του ο Sanders αμφισβήτησε την παλαιότερη άποψη ότι το ευαγγέλιο του Παύλου αντιπαράθετε τη θεία χάρη προς τον ιουδαϊκό νομικισμό. Ήδη νωρίτερα είχε αρχίσει η επανεκτίμηση της σχέσης του Παύλου με το ιουδαϊκό του υπόβαθρο. Το έργο του Sanders έδωσε την αφορμή για μία νέα συζήτηση της σχέσης του Παύλου με την Τορά και τον Ιουδαϊσμό.
Κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις
Από τη δεκαετία του '80 κι εξής παρουσιάζεται η τάση εφαρμογής των πορισμάτων της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας στη μελέτη της Κ.Δ. Το έργο που δίνει το έναυσμα για την κοινωνιολογική προσέγγιση κυρίως των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων είναι ενός ιστορικού, του αυστραλού Edwin Judge, The Social Pattern of Christian Groups in the First Century (1983) [A.T.:H μελέτη ανατυπώθηκε στη συλλογή διαφόρων μελετών του Judge από τον πρόσφατα εκλιπόντα David M. Scholer, Social Distinctives of the Christians in the First Century; Pivotal Essays E.A. Judge, Hendrickson 2008. Για να διαβάσετε μία βιβλιοκρισία του βιβλίου, πατήστε εδώ].
Το έργο του Judge έδωσε νέα ώθηση στην κοινωνιολογική προσέγγιση της Κ.Δ. Σημαντική είναι η συμβολή του Wayne A. Meeks, The First Urban Christians (1983), που ασχολήθηκε με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των παύλειων κοινοτήτων. Ο Meeks κι άλλοι ειδικοί ασχολήθηκαν περισσότερο με την "κοινωνική περιγραφή" κοινωνικών φαινομένων και ομάδων. Κάποιοι άλλοι αξιοποίησαν διάφορα κοινωνιολογικά μοντέλα και κοινωνιολογικές κατηγορίες ή διάφορες ανθρωπολογικές θεωρίες και μοντέλα. Ο B. Malina και P. Esler μαζί με άλλους βιβλικούς επιστήμονες δημιούργησαν το Context Group που αξιοποιεί κυρίως ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά μοντέλα για τη μελέτη της Κ.Δ. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κοινωνιολογικής προσέγγισης στην Ευρώπη είναι ο Gerd Theißen, του οποίοι οι μελέτες για τα ευαγγέλια και τις παύλειες κοινότητες άσκησαν σημαντική επίδραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου