Μελέτες σχετικά με τα ευαγγέλια
Από τις αρχές του αιώνα κυριαρχούν στην έρευνα οι θέσεις α) ότι το κατά Μάρκον είναι το αρχαιότερο των ευαγγελίων ("Markan hypothesis") και β) ότι οι δύο άλλοι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν μία επιπλέον πηγή, τη λεγόμενη πηγή των Λογίων (Q).
Στον αγγλόφωνο χώρο ο Burnett Hillman Streeter (The Four Gospels, 1924) εισήγαγε τη λεγόμενη υπόθεση των τεσσάρων κειμένων (Four Document Hypothesis): εκτός από τις δύο παραπάνω πηγές, έκανε λόγο για το ιδιαίτερο υλικό του Ματθαίου (Μ) και το ιδιαίτερο υλικό του Λουκά (L). Όσον αφορά στο κατά Λουκάν υποστήριξε ότι υπήρξε μία αρχαιότερη εκδοχή του (Proto-Luke).
Κριτική της Μορφής (Formgeschichte)
Η Κριτική της Μορφής αναπτύχθηκε στο γερμανόφωνο θεολογικό χώρο και στηρίχθηκε σε ανάλογες μελέτες των προφορικών λαϊκών παραδόσεων και της λαογραφίας. Ενώ ο Streeter κι άλλοι στηρίχθηκαν στην ιδέα ότι κείμενα όπως τα ευαγγέλια είχαν ως πηγές τους κυρίως άλλα γραπτά κείμενα, οι υποστηρικτές της Κριτικής της Μορφής έκαναν λόγο για μία περισσότερο σύνθετη και κυρίως προφορική μετάδοση των παραδόσεων για τον Ιησού.
Τρεις κύριοι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου είναι:
Karl Ludwig Schmidt (Der Rahmen der Geschichte Jesu 1919): οι ευαγγελιστές άντλησαν τις επιμέρους αφηγήσεις για τον Ιησού από ένα υλικό που είχαν στη διάθεσή τους λογίων του Ιησού και ιστοριών σχετικά με αυτόν και τις συνέθεσαν σε ένα ενιαίο κείμενο. Σε μία άλλη μελέτη του (Die Stellung der Evangelien in der allgemeinen Literaturgeschichte, 1923) υποστήριξε ότι τα ευαγγέλια αποτελούν ένα ιδιαίτερο φιλολογικό είδος που δεν είναι υποχρεωτικό να έχει συγγένεια με άλλα φιλολογικά είδη της ρωμαϊκής περιόδου. Τα ευαγγέλια διαμορφώθηκαν από τις κηρυκτικές και ποιμαντικές ανάγκες των χριστιανικών κοινοτήτων του 1ου αι. Αυτή η θέση έτυχε μεγάλης αποδοχής από τη δεκαετία του '70 κι εξής κι είναι αποδεκτή μέχρι και σήμερα.
Martin Dibelius (Formgeschichte des Evangeliums, 1923): σε αυτόν οφείλουμε το όνομα αυτής της νέας ερευνητικής τάσης: Formgeschichte. Διέκρινε 5 τύπους μορφών στα ευαγγέλια: "παραδείγματα" (σύντομα συχνά αντιφατικά μεταξύ τους επεισόδια που καταλήγουν σε μια αξιομνημόνευτη φράση του Ιησού), "νουβέλλες" (αυτοτελείς ιστορίες, που συχνά περιλαμβάνουν ένα θαύμα του Ιησού), "θρύλοι" (legends) (παρουσιάζουν την ηθική και πνευματική ποιότητα του Ιησού), "διδακτικό υλικό" (το μεγαλύτερο μέρος των λόγων του Ιησού) και "μύθοι" (ιστορίες με έντονο μεταφυσικό χαρακτήρα). Μια περαιτέρω συμβολή του στις καινοδιαθηκικές σπουδές ήταν η σύνδεση των επιμέρους μορφών με συγκεκριμένες καταστάσεις στις επιμέρους εκκλησιαστικές κοινότητες των πρώτων δεκαετιών.
Rudolf Bultmann (Geschichte der synoptischen Tradition, 1921): Έθεσε υπό αμφισβήτηση την ιστορικότητα ενός μεγάλου μέρους της παράδοσης για τον Ιησού. Ωστόσο οι θέσεις του Bultmann δεν ισοδυναμούσαν με απομάκρυνση από τη χριστιανική πίστη (ο ίδιος συνδύαζε στοιχεία μίας υπαρξιακής φιλοσοφικής προσέγγισης και την πίστη των Λουθηρανών). Δε θεωρούσε πρόβλημα το ότι η έρευνα δε μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για κανένα άλλο ιστορικό γεγονός παρά μονάχα για τη Σταύρωση. Αυτός ο μεγάλος σκεπτικισμός μπορούσε να οδηγήσει σε μία απόλυτη εμπιστοσύνη, η οποία κατά τη γνώμη του είναι η βάση της αυθεντικής πίστης.
Μολονότι οι θέσεις του Bultmann για την ιστορικότητα των ευαγγελίων θεωρήθηκαν ακραίες, στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πορίσματα της κριτικής της μορφής έγιναν γενικά αποδεκτά στη Γερμανία και αλλού.
Ανάμεσα σε αυτούς που τα αξιοποίησαν δημιουργικά είναι ο Charles Harold Dodd. Στο έργο του Parables of the Kingdom (1935) υποστήριξε ότι τα ευαγγέλια παρουσιάζουν με ένα τέτοιο τρόπο τις παραβολές του Ιησού, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, στις οποίες απευθύνονται οι ευαγγελιστές. Οι παραβολές ωστόσο διασώζουν ένα αυθεντικό τμήμα της διδασκαλίας του Ιησού. Ο Dodd προσπάθησε να αναπαραστήσει την αρχική συνάφειά τους μέσα στο κήρυγμα του Ιησού και τόνισε τον εσχατολογικό χαρακτήρα τους. Το έργο του επηρέασε τον Joachim Jeremias (Die Gleichnisse Jesu, 1947), o οποίος ωστόσο εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για την έμφαση του Dodds στην "πραγματοποιηθείσα εσχατολογία", η οποία κατά τη γνώμη του δε μπορούσε να εξηγήσει το στοιχείο του μελλοντικού που υπάρχει σε πολλούς λόγους του Ιησού για τη Βασιλεία του Θεού.
Ένα άλλο βιβλίο του Dodd, Τhe Apostolic Preaching and its Development (1936) άσκησε επίσης μεγάλη επιρροή στις μελέτες που ακολούθησαν. Σε αυτό προσπάθησε να προσεγγίσει με τη βοήθεια της Κριτικής των Μορφών το αρχέγονο κήρυγμα του Χριστιανισμού. Υποστήριξε ότι κεντρικά στοιχεία αυτού του κηρύγματος ήταν: η ανάσταση, η ανάληψη, η μελλοντική επάνοδος εν δόξει. Εντόπισε επίσης στην Κ.Δ. υλικό διδαχής των νεοφώτιστων, το οποίο θεώρησε ότι ήταν συμπληρωματικό προς το ευαγγελικό κήρυγμα.
Ως σπουδαιότερο ανάμεσα στα πολλά έργα του θεωρείται το The Interpretation of the Fourth Gospel (1953).
Στον αγγλόφωνο χώρο ο Burnett Hillman Streeter (The Four Gospels, 1924) εισήγαγε τη λεγόμενη υπόθεση των τεσσάρων κειμένων (Four Document Hypothesis): εκτός από τις δύο παραπάνω πηγές, έκανε λόγο για το ιδιαίτερο υλικό του Ματθαίου (Μ) και το ιδιαίτερο υλικό του Λουκά (L). Όσον αφορά στο κατά Λουκάν υποστήριξε ότι υπήρξε μία αρχαιότερη εκδοχή του (Proto-Luke).
Κριτική της Μορφής (Formgeschichte)
Η Κριτική της Μορφής αναπτύχθηκε στο γερμανόφωνο θεολογικό χώρο και στηρίχθηκε σε ανάλογες μελέτες των προφορικών λαϊκών παραδόσεων και της λαογραφίας. Ενώ ο Streeter κι άλλοι στηρίχθηκαν στην ιδέα ότι κείμενα όπως τα ευαγγέλια είχαν ως πηγές τους κυρίως άλλα γραπτά κείμενα, οι υποστηρικτές της Κριτικής της Μορφής έκαναν λόγο για μία περισσότερο σύνθετη και κυρίως προφορική μετάδοση των παραδόσεων για τον Ιησού.
Τρεις κύριοι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου είναι:
Karl Ludwig Schmidt (Der Rahmen der Geschichte Jesu 1919): οι ευαγγελιστές άντλησαν τις επιμέρους αφηγήσεις για τον Ιησού από ένα υλικό που είχαν στη διάθεσή τους λογίων του Ιησού και ιστοριών σχετικά με αυτόν και τις συνέθεσαν σε ένα ενιαίο κείμενο. Σε μία άλλη μελέτη του (Die Stellung der Evangelien in der allgemeinen Literaturgeschichte, 1923) υποστήριξε ότι τα ευαγγέλια αποτελούν ένα ιδιαίτερο φιλολογικό είδος που δεν είναι υποχρεωτικό να έχει συγγένεια με άλλα φιλολογικά είδη της ρωμαϊκής περιόδου. Τα ευαγγέλια διαμορφώθηκαν από τις κηρυκτικές και ποιμαντικές ανάγκες των χριστιανικών κοινοτήτων του 1ου αι. Αυτή η θέση έτυχε μεγάλης αποδοχής από τη δεκαετία του '70 κι εξής κι είναι αποδεκτή μέχρι και σήμερα.
Martin Dibelius (Formgeschichte des Evangeliums, 1923): σε αυτόν οφείλουμε το όνομα αυτής της νέας ερευνητικής τάσης: Formgeschichte. Διέκρινε 5 τύπους μορφών στα ευαγγέλια: "παραδείγματα" (σύντομα συχνά αντιφατικά μεταξύ τους επεισόδια που καταλήγουν σε μια αξιομνημόνευτη φράση του Ιησού), "νουβέλλες" (αυτοτελείς ιστορίες, που συχνά περιλαμβάνουν ένα θαύμα του Ιησού), "θρύλοι" (legends) (παρουσιάζουν την ηθική και πνευματική ποιότητα του Ιησού), "διδακτικό υλικό" (το μεγαλύτερο μέρος των λόγων του Ιησού) και "μύθοι" (ιστορίες με έντονο μεταφυσικό χαρακτήρα). Μια περαιτέρω συμβολή του στις καινοδιαθηκικές σπουδές ήταν η σύνδεση των επιμέρους μορφών με συγκεκριμένες καταστάσεις στις επιμέρους εκκλησιαστικές κοινότητες των πρώτων δεκαετιών.
Rudolf Bultmann (Geschichte der synoptischen Tradition, 1921): Έθεσε υπό αμφισβήτηση την ιστορικότητα ενός μεγάλου μέρους της παράδοσης για τον Ιησού. Ωστόσο οι θέσεις του Bultmann δεν ισοδυναμούσαν με απομάκρυνση από τη χριστιανική πίστη (ο ίδιος συνδύαζε στοιχεία μίας υπαρξιακής φιλοσοφικής προσέγγισης και την πίστη των Λουθηρανών). Δε θεωρούσε πρόβλημα το ότι η έρευνα δε μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για κανένα άλλο ιστορικό γεγονός παρά μονάχα για τη Σταύρωση. Αυτός ο μεγάλος σκεπτικισμός μπορούσε να οδηγήσει σε μία απόλυτη εμπιστοσύνη, η οποία κατά τη γνώμη του είναι η βάση της αυθεντικής πίστης.
Μολονότι οι θέσεις του Bultmann για την ιστορικότητα των ευαγγελίων θεωρήθηκαν ακραίες, στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πορίσματα της κριτικής της μορφής έγιναν γενικά αποδεκτά στη Γερμανία και αλλού.
Ανάμεσα σε αυτούς που τα αξιοποίησαν δημιουργικά είναι ο Charles Harold Dodd. Στο έργο του Parables of the Kingdom (1935) υποστήριξε ότι τα ευαγγέλια παρουσιάζουν με ένα τέτοιο τρόπο τις παραβολές του Ιησού, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, στις οποίες απευθύνονται οι ευαγγελιστές. Οι παραβολές ωστόσο διασώζουν ένα αυθεντικό τμήμα της διδασκαλίας του Ιησού. Ο Dodd προσπάθησε να αναπαραστήσει την αρχική συνάφειά τους μέσα στο κήρυγμα του Ιησού και τόνισε τον εσχατολογικό χαρακτήρα τους. Το έργο του επηρέασε τον Joachim Jeremias (Die Gleichnisse Jesu, 1947), o οποίος ωστόσο εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για την έμφαση του Dodds στην "πραγματοποιηθείσα εσχατολογία", η οποία κατά τη γνώμη του δε μπορούσε να εξηγήσει το στοιχείο του μελλοντικού που υπάρχει σε πολλούς λόγους του Ιησού για τη Βασιλεία του Θεού.
Ένα άλλο βιβλίο του Dodd, Τhe Apostolic Preaching and its Development (1936) άσκησε επίσης μεγάλη επιρροή στις μελέτες που ακολούθησαν. Σε αυτό προσπάθησε να προσεγγίσει με τη βοήθεια της Κριτικής των Μορφών το αρχέγονο κήρυγμα του Χριστιανισμού. Υποστήριξε ότι κεντρικά στοιχεία αυτού του κηρύγματος ήταν: η ανάσταση, η ανάληψη, η μελλοντική επάνοδος εν δόξει. Εντόπισε επίσης στην Κ.Δ. υλικό διδαχής των νεοφώτιστων, το οποίο θεώρησε ότι ήταν συμπληρωματικό προς το ευαγγελικό κήρυγμα.
Ως σπουδαιότερο ανάμεσα στα πολλά έργα του θεωρείται το The Interpretation of the Fourth Gospel (1953).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου