Όπως είχαμε ανακοινώσει σε παλαιότερη ανάρτηση του Νοεμβρίου κατά το μήνα Δεκέμβριο θα παρουσιάσουμε περιλήψεις του νέου βιβλίου του καθηγητή της Κ.Δ. H.-J. Klauck, Die apokryphe Bibel, 2008. Στο νέο του αυτό βιβλίο, το οποίο περιέχει τις διαλέξεις του στη σειρά Tria-Corda (Ιούνιος 2007) στο Πανεπιστήμιο της Jena, παρουσιάζονται διεξοδικά ορισμένα από τα λεγόμενα απόκρυφα κείμενα της Κ.Δ. (ανάμεσά τους το ευαγγέλιο του Ιούδα και εκείνο του Θωμά, η αποκάλυψη του Παύλου και η αλληλογραφία του με τον Σενέκα κ.ά.). Ο συγγραφέας ονομάζει αυτές τις παρουσιάσεις ως "Fallstudien" (case-studies).
Στη σημερινή ανάρτηση θα δώσουμε την περίληψη της εισαγωγής του βιβλίου.
Στην αρχή της εισαγωγής ο Klauck θέτει δύο ερωτήματα: α) τι είναι τα απόκρυφα κείμενα και β) ποια κείμενα συνιστούν την "απόκρυφη Βίβλο".
Στο πρώτο μέρος της εισαγωγής ο Klauck συζητά την ορολογία, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται και καταδεικνύει τα προβλήματά της.
Τόσο οι Ορθόδοξοι όσο και οι Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιούν τη μετάφραση των Ο΄, στην οποία περιλαμβάνονται βιβλία, τα οποία δεν υπάρχουν στον ιουδαϊκό κανόνα της Π.Δ. Οι ευαγγελικοί πάλι έχουν υιοθετήσει αυτόν τον ιουδαϊκο κανόνα, τα "δευτεροκανονικά" επομένως βιβλία τα ονομάζουν "απόκρυφα της Π.Δ.". Τα ιουδαϊκά κείμενα που δεν περιλαμβάνονται στην Π.Δ. και τα οποία προέρχονται κυρίως από την ελληνιστική εποχή κι εξής ονομάζονται "ψευδεπίγραφα". Ο Klauck παρατηρεί ότι αυτός ο όρος δεν είναι επιτυχής τουλάχιστον για όλα τα βιβλία (μπορεί να ισχύει π.χ. για το Δ΄ Έσδρα ή την Αποκάλυψη του Βαρούχ όχι όμως για το Δ΄ Μακκαβαίων ή το βιβλίο Ιωσήφ και Ασενέθ). Το χαρακτηρισμό τους τον οφείλουν στον J.A. Fabricius (1713).
Στη συνέχεια ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα των χριστιανικών αποκρύφων. Παρατηρεί ότι σε κάποια έργα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως ψευδεπίγραφα της Π.Δ. (π.χ. Οι Διαθήκες των 12 Πατριαρχών, Ανάληψη Ησαΐα κτλ.), είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ ιουδαϊκών και χριστιανικών στοιχείων και αναρωτιέται μήπως θα ήταν καλύτερο να χαρακτηρισθούν ως χριστιανικά απόκρυφα.
Επίσης μέσα στην πορεία της έρευνας τα κριτήρια, με τα οποία διάφορα βιβλία περιλήφθηκαν στη συλλογή των αποκρύφων, έχουν μεταβληθεί με αποτέλεσμα διάφορα βιβλία να μην θεωρούνται σήμερα πια απόκρυφα. Για παράδειγμα στην πρώτη έκδοση των Αποκρύφων της Κ.Δ. από τον Edgar Hennecke (1904) περιλαμβάνονταν τα έργα των Αποστολικών Πατέρων. Ο Klauck αναρωτιέται επίσης γιατί σήμερα από την άλλη ο Ποιμήν του Ερμά θεωρείται κείμενο των αποστολικών Πατέρων κι όχι μία απόκρυφη αρχαία χριστιανική αποκάλυψη, καθώς μάλιστα ο όρος "Αποστολικοί Πατέρες" δε φαίνεται να υπήρχε ως όρος πριν το 17ο αι. και μάλλον πρέπει να συνδεθεί με μία έκδοση του J.-B. Cotelier του 1672.
Στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής ο Klauck τονίζει τρία στοιχεία που είναι χρήσιμα για την κατανόηση του όρου "απόκρυφα":
1) Ο όρος "απόκρυφον" μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία κατέληξε να σημαίνει το αντίθετο από το "κανονικό" βιβλίο. Μολονότι τα απόκρυφα μοιάζουν στο φιλολογικό ύφος και στη μορφή τα κανονικά βιβλία έχουν αποκλεισθεί από τον κανόνα της Κ.Δ. Ο Klauck κάνει μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση: ο όρος κανών είναι περισσότερο μία κατηγορία της πρόσληψης κι όχι της παραγωγής αυτών των βιβλίων.
2) Σε πολλά από τα ίδια τα απόκρυφα κείμενα υπάρχει ο αυτοχαρακτηρισμός τους ως "απόκρυφα", όμως εδώ ο όρος έχει περισσότερο μία εσωτεριστική και ελιτίστικη σημασία (δηλώνει το μυστικό και σε λίγους κατανοητό κείμενο). Αργότερα ο όρος εξελίχθηκε να σημαίνει το "μη γνήσιο", το "μη κανονικό".
3) Τα απόκρυφα κείμενα γνώρισαν μία μεγάλη δημοτικότητα κατά τον 20ο και 21ο αιώνα και μάλιστα στο πλαίσιο της λεγόμενης ερμηνευτικής της υποψίας. Ιδιαίτερα η αμερικανική κοινωνία εκδηλώνει ένα μεγάλο ενδιαφέρον για κάθε είδους θεωρία συνωμοσίας. Έτσι τη θέση των κανονικών βιβλίων παίρνουν τα απόκρυφα, κάτι που ορισμένοι ερευνητές βρίσκουν σωστό.
Για την επιστήμη παραμένει το δύσκολο έργο να εξετάσει με προσοχή αυτά τα κείμενα, να σπείρει συχνά αμφιβολίες και κυρίως να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των κειμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου