Σπουδές στα ευαγγέλια
Η εφαρμογή της Κριτικής της Σύνταξης (Redaktionskritik) στα ευαγγέλια οδήγησε μέσα από τον εντοπισμό των συχνά μικρών παραλλαγών στον τρόπο που ο Ματθαίος και ο Λουκάς διαφοροποίησαν τις παραδόσεις σχετικά με τον Ιησού σε σχέση με την αφήγηση του Μάρκου. Η εφαρμογή της Redaktionskritik στον Μάρκο (Willi Marxsen) δεν ήταν και τόσο επιτυχής, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε γραπτή πηγή πριν τον Μάρκο.
Σπουδές στον Παύλο
Η Θρησκειοϊστορική Σχολή παρουσίαζε τον Παύλο να είναι επηρεασμένος από τις θρησκείες του περιβάλλοντός του, οι μελέτες όμως στον Παύλο αυτής της εποχής τονίζουν περισσότερο το ιουδαϊκό του υπόβαθρo. H μελέτη του William David Davies, Paul and Rabbinic Judaism (1948) θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Ο Davies υποστήριξε ότι ο Παύλος θα μπορούσε να κατανοηθεί καλύτερα με τη βοήθεια της ραββινικής γραμματείας και άλλων ιουδαϊκών κειμένων της ρωμαϊκής περιόδου. Το έργο του επηρέασε τον E.P. Sanders (1977) . O Johannes Munck με το έργο του Paulus und die Heilsgeschichte (1954) άσκησε κριτική στη θέση ότι η σκέψη του Παύλου ήταν μία εξελληνισμένη επαναδιατύπωση του χριστιανισμού, που διαφοροποιούνταν από τον ιεροσολυμιτικό χριστιανισμό. Οι ιδέες του επηρέασαν αργότερα τον Krister Stendahl.
O Hans-Joachim Schoeps προσπάθησε να επαναφέρει τις θέσεις της Θρησκειοϊστορικής Σχολής προσαρμοσμένες όμως με βάση τα πορίσματα του Davies. Yποστήριξε ότι η καταγωγή του Παύλου από τη Διασπορά είχε ως αποτέλεσμα σε διάφορα σημαντικά ζητήματα ο Παύλος παρενόησε την ιουδαϊκή παράδοση κι ότι διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις των Ιουδαιοχριστιανών.
Σημάδια πολυμορφίας
Μετά την έκδοση της παπικής εγκυκλίου το 1945 αυξάνει η παρουσία των ρωμαιοκαθολικών στις βιβλικές σπουδές. Δύο σημαντικά παραδείγματα στην Αμερική είναι ο Raymond E. Brown και ο Joseph A. Fitzmyer. O πρώτος εξέδωσε ένα δίτομο υπόμνημα στο κατά Ιωάννην που παραμένει σημαντικό έργο αναφοράς μέχρι και σήμερα. Ο δεύτερος ασχολήθηκε με τα κείμενα του Κουμράν (1966), την αραμαϊκή γλώσσα (1967), τη θεολογία του Παύλου (1967), το κατά Λουκάν κ.ά.
Και οι δύο εκλέχθηκαν πρόεδροι της Catholic Biblical Association, της Society of Biblical Literature και της SNTS.
Tην ίδια εποχή οι συντηρητικότεροι ευαγγελικοί κύκλοι αρχίζουν να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη συμμετοχή στις κριτικές σπουδές της Κ.Δ. Τέτοια παραδείγματα είναι το έργο του Ladd, Jesus and the Kingdom (1964) και του N. Longenecker, Paul: Apostle of Liberty (1964). Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο E.E. Ellis, ο οποίος στα 1957 συνέταξε μία μελέτη για τη χρήση της Π.Δ. από τον Παύλο.
Οι ίδιες τάσεις εκδηλώνονται και στη Βρετανία με την ίδρυση της Tyndale Fellowship for Biblical and Theological Research και του Tyndale House. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος είναι ο Frederick Fyvie Bruce που ίδρυσε το Department of Biblical History and Literature στο University of Sheffield (1947) κι αργότερα ανέλαβε την έδρα Rylands στο Manchester. Εξέδωσε υπομνήματα στις Πράξεις, Ιωάννη και Παύλειες επιστολές. Συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία μίας ομάδας βιβλικών επιστημόνων που προέρχονταν από τις συντηρητικότερες τάξεις του προτεσταντισμού.
Σε αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει σημαντική συμμετοχή των Ιουδαίων στις καινοδιαθηκικές σπουδές (η τάση αλλάζει προς το τέλος του αιώνα και οι πρώτες που εκδηλώνουν τέτοιο ενδιαφέρον είναι Ιουδαίες γυναίκες όπως οι Paula Fredriksen, Amy-Jill Levine και Αdele Reinhartz).
Χριστολογικά ζητήματα
Η εργασία του Ferdinand Hahn στα 1963 για τους τιμητικούς τίτλους του Ιησού στην Κ.Δ. είναι μία σημαντική μελέτη της εποχής. Άλλη σημαντική μελέτη είναι εκείνη του Heinz E. Tödt (1959) για τον τίτλο "ο Υιός του Ανθρώπου". Ο Werner Kramer δημοσίευσε στα 1963 τη μελέτη του για τους χριστολογικούς τίτλους στον Παύλο. Γύρω στη δεκαετία του '70 η χριστολογία συνδεόταν άμεσα και αποκλειστικά με τους χριστολογικούς τίτλους στην Κ.Δ. Στη συνέχεια όμως υπήρξαν αλλαγές.
Άλλες σημαντικές αλλαγές
Μετά τον πόλεμο εκδηλώνεται η επιθυμία για ανανέωση της επικοινωνίας των βιβλικών επιστημόνων, για ανάπτυξη του επιστημονικού διαλόγου και για νέες εκδόσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρώτη συνάντηση της Studiorum Novi Testamenti Societas στο Λονδίνο στα 1947. Μέσα στα χρόνια η εταιρία κατέστη το πιο αξιόλογο διεθνές επιστημονικό όργανο στον τομέα της Κ.Δ. Στα 1954 εκδίδεται το πρώτο τεύχος του περιοδικού της εταιρίας του New Testament Studies και στη συνέχεια οι SNTS Monographs. Στα 1956 εμφανίζεται ένα ακόμη περιοδικό, το Νοvum Testamentum και αργότερα η σειρά Novum Testamentum Supplements.
Δυο είναι τα μεγάλα ερευνητικά προγράμματα αυτής της περιόδου στον τομέα της κριτικής του κειμένου: α) International Greek NT Project - σκοπός του ήταν η δημιουργία ενός κριτικού υπομνήματος για όλα τα βιβλία της Κ.Δ. Δυστυχώς πρακτικές δυσκολίες είχαν ως αποτέλεσμα τους πολύ αργούς ρυθμούς εργασιών αυτού του προγράμματος, β) Institute for NT Textual Research, το οποίο ιδρύθηκε από τον Kurt Aland στο Münster (1959) ήταν περισσότερο παραγωγικό. Το ινστιτούτο έχει στην κατοχή του φωτογραφημένο το 90% των χειρογράφων της Κ.Δ. (στο σύνολό τους αυτά είναι περίπου 5.600) και είναι το σημαντικότερο επιστημονικό κέντρο για τις σπουδές του κριτικού κειμένου της Κ.Δ. Έχουν εκδοθεί από το ινστιτούτο ένας περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων της Κ.Δ. (1956), ένα ταμείο της ελληνικής Κ.Δ. (1975-1983) κ.ά.
Σπουδές στον Παύλο
Η Θρησκειοϊστορική Σχολή παρουσίαζε τον Παύλο να είναι επηρεασμένος από τις θρησκείες του περιβάλλοντός του, οι μελέτες όμως στον Παύλο αυτής της εποχής τονίζουν περισσότερο το ιουδαϊκό του υπόβαθρo. H μελέτη του William David Davies, Paul and Rabbinic Judaism (1948) θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Ο Davies υποστήριξε ότι ο Παύλος θα μπορούσε να κατανοηθεί καλύτερα με τη βοήθεια της ραββινικής γραμματείας και άλλων ιουδαϊκών κειμένων της ρωμαϊκής περιόδου. Το έργο του επηρέασε τον E.P. Sanders (1977) . O Johannes Munck με το έργο του Paulus und die Heilsgeschichte (1954) άσκησε κριτική στη θέση ότι η σκέψη του Παύλου ήταν μία εξελληνισμένη επαναδιατύπωση του χριστιανισμού, που διαφοροποιούνταν από τον ιεροσολυμιτικό χριστιανισμό. Οι ιδέες του επηρέασαν αργότερα τον Krister Stendahl.
O Hans-Joachim Schoeps προσπάθησε να επαναφέρει τις θέσεις της Θρησκειοϊστορικής Σχολής προσαρμοσμένες όμως με βάση τα πορίσματα του Davies. Yποστήριξε ότι η καταγωγή του Παύλου από τη Διασπορά είχε ως αποτέλεσμα σε διάφορα σημαντικά ζητήματα ο Παύλος παρενόησε την ιουδαϊκή παράδοση κι ότι διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις των Ιουδαιοχριστιανών.
Σημάδια πολυμορφίας
Μετά την έκδοση της παπικής εγκυκλίου το 1945 αυξάνει η παρουσία των ρωμαιοκαθολικών στις βιβλικές σπουδές. Δύο σημαντικά παραδείγματα στην Αμερική είναι ο Raymond E. Brown και ο Joseph A. Fitzmyer. O πρώτος εξέδωσε ένα δίτομο υπόμνημα στο κατά Ιωάννην που παραμένει σημαντικό έργο αναφοράς μέχρι και σήμερα. Ο δεύτερος ασχολήθηκε με τα κείμενα του Κουμράν (1966), την αραμαϊκή γλώσσα (1967), τη θεολογία του Παύλου (1967), το κατά Λουκάν κ.ά.
Και οι δύο εκλέχθηκαν πρόεδροι της Catholic Biblical Association, της Society of Biblical Literature και της SNTS.
Tην ίδια εποχή οι συντηρητικότεροι ευαγγελικοί κύκλοι αρχίζουν να εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη συμμετοχή στις κριτικές σπουδές της Κ.Δ. Τέτοια παραδείγματα είναι το έργο του Ladd, Jesus and the Kingdom (1964) και του N. Longenecker, Paul: Apostle of Liberty (1964). Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο E.E. Ellis, ο οποίος στα 1957 συνέταξε μία μελέτη για τη χρήση της Π.Δ. από τον Παύλο.
Οι ίδιες τάσεις εκδηλώνονται και στη Βρετανία με την ίδρυση της Tyndale Fellowship for Biblical and Theological Research και του Tyndale House. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος είναι ο Frederick Fyvie Bruce που ίδρυσε το Department of Biblical History and Literature στο University of Sheffield (1947) κι αργότερα ανέλαβε την έδρα Rylands στο Manchester. Εξέδωσε υπομνήματα στις Πράξεις, Ιωάννη και Παύλειες επιστολές. Συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία μίας ομάδας βιβλικών επιστημόνων που προέρχονταν από τις συντηρητικότερες τάξεις του προτεσταντισμού.
Σε αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει σημαντική συμμετοχή των Ιουδαίων στις καινοδιαθηκικές σπουδές (η τάση αλλάζει προς το τέλος του αιώνα και οι πρώτες που εκδηλώνουν τέτοιο ενδιαφέρον είναι Ιουδαίες γυναίκες όπως οι Paula Fredriksen, Amy-Jill Levine και Αdele Reinhartz).
Χριστολογικά ζητήματα
Η εργασία του Ferdinand Hahn στα 1963 για τους τιμητικούς τίτλους του Ιησού στην Κ.Δ. είναι μία σημαντική μελέτη της εποχής. Άλλη σημαντική μελέτη είναι εκείνη του Heinz E. Tödt (1959) για τον τίτλο "ο Υιός του Ανθρώπου". Ο Werner Kramer δημοσίευσε στα 1963 τη μελέτη του για τους χριστολογικούς τίτλους στον Παύλο. Γύρω στη δεκαετία του '70 η χριστολογία συνδεόταν άμεσα και αποκλειστικά με τους χριστολογικούς τίτλους στην Κ.Δ. Στη συνέχεια όμως υπήρξαν αλλαγές.
Άλλες σημαντικές αλλαγές
Μετά τον πόλεμο εκδηλώνεται η επιθυμία για ανανέωση της επικοινωνίας των βιβλικών επιστημόνων, για ανάπτυξη του επιστημονικού διαλόγου και για νέες εκδόσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρώτη συνάντηση της Studiorum Novi Testamenti Societas στο Λονδίνο στα 1947. Μέσα στα χρόνια η εταιρία κατέστη το πιο αξιόλογο διεθνές επιστημονικό όργανο στον τομέα της Κ.Δ. Στα 1954 εκδίδεται το πρώτο τεύχος του περιοδικού της εταιρίας του New Testament Studies και στη συνέχεια οι SNTS Monographs. Στα 1956 εμφανίζεται ένα ακόμη περιοδικό, το Νοvum Testamentum και αργότερα η σειρά Novum Testamentum Supplements.
Δυο είναι τα μεγάλα ερευνητικά προγράμματα αυτής της περιόδου στον τομέα της κριτικής του κειμένου: α) International Greek NT Project - σκοπός του ήταν η δημιουργία ενός κριτικού υπομνήματος για όλα τα βιβλία της Κ.Δ. Δυστυχώς πρακτικές δυσκολίες είχαν ως αποτέλεσμα τους πολύ αργούς ρυθμούς εργασιών αυτού του προγράμματος, β) Institute for NT Textual Research, το οποίο ιδρύθηκε από τον Kurt Aland στο Münster (1959) ήταν περισσότερο παραγωγικό. Το ινστιτούτο έχει στην κατοχή του φωτογραφημένο το 90% των χειρογράφων της Κ.Δ. (στο σύνολό τους αυτά είναι περίπου 5.600) και είναι το σημαντικότερο επιστημονικό κέντρο για τις σπουδές του κριτικού κειμένου της Κ.Δ. Έχουν εκδοθεί από το ινστιτούτο ένας περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων της Κ.Δ. (1956), ένα ταμείο της ελληνικής Κ.Δ. (1975-1983) κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου