Ο Bultmann και οι μαθητές του
Χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη μορφή αυτής της περιόδου ήταν ο Rudolf Bultmann. Δέχθηκε επιρροές από τη Θρησκειοϊστορική Σχολή αλλά συνδέθηκε επίσης με τη λεγόμενη "διαλεκτική θεολογία" και τον Karl Barth. Αυτό το θεολογικό κίνημα αναπτύχθηκε στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Χαρακτηριστικό της ήταν η απομάκρυνση από τον προοδευτικό προτεσταντικό ηθικισμό και η επαναφορά στη θεολογική agenda των κλασικών βιβλικών θεμάτων και εκείνων της λουθηρανικής και μεταρρυθμισμένης θεολογίας. Ο Bultmann συνδύασε τη δυσκολία που ο ίδιος αντιμετώπιζε με το δόγμα με θέματα της υπαρξιακής φιλοσοφίας και μία ευσέβεια που οφειλόταν στη λουθηρανική του ανατροφή.
Στα 1941 κυκλοφόρησε το εξαιρετικό του Yπόμνημα στο κατά Ιωάννην. Η θέση που υποστήριξε σε αυτό για την ύπαρξη ενός προχριστιανικού γνωστικού μύθου για τον σωτήρα δεν έγινε ωστόσο δεκτή.
Πολλά σημαντικά έργα του είχαν ως θέμα τους τον Ιησού. Σε αυτά συνδυάζει τον ιστορικό σκεπτικισμό για την παράδοση του Ιησού με μία βαθιά αφοσίωση στο πρόσωπό του. Δύο έργα του προκάλεσαν έντονες συζητήσεις σχετικά με το θέμα του μύθου στην Κ.Δ.: Jesus (1926) και η μελέτη του "Neues Testament und Mythologie" (1941). Στο δίτομο έργο του για τη θεολογία της Κ.Δ. (1948, 1953) καθίσταται ιδιαίτερα σαφής αυτή η σύνθεση των ιστορικοκριτικών και θεολογικών θεμάτων.
Και μετά τη συνταξιοδότησή του συνέχισε να παράγει αξιόλογο συγγραφικό έργο.
Οι μαθητές του (η λεγόμενη "Σχολή του Bultmann") ακολούθησαν το δάσκαλό τους διατηρώντας όμως ταυτόχρονα την επιστημονική τους αυτονομία.
Günter Bornkamm: με τις εργασίες του στο κατά Ματθαίον παρείχε τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης "Κριτικής της Σύνταξης" (Redaktionskritik). Η συγκεκριμένη προσέγγιση των βιβλικών κειμένων είχε ως προϋπόθεσή της ότι οι ευαγγελιστές ήταν εκδότες του υπάρχοντος υλικού της παράδοσης με συγκεκριμένα θεολογικά ενδιαφέροντα και δεν ήταν τόσο παθητικοί συλλέκτες της, όπως υποστήριζε μέχρι τότε η Formkritik (Κριτική της Μορφής). Το σπουδαιότερο έργο του Bornkamm θεωρείται το Jesus von Nazareth (1956). Σε αυτό απομακρύνθηκε από τις θέσεις του Bultmann και υποστήριξε ότι ήταν δυνατό να εντοπισθούν αρκετές ιστορικές πληροφορίες για τον Ιησού κι ότι αυτές είχαν θεολογική σημασία.
Ernst Käsemann: Ασχολήθηκε με τη λεγόμενη "New Quest of the Historical Jesus". Kαι ο Käsemann υποστήριξε ότι η ιστορική γνώση για τον Ιησού ήταν και δυνατή και θεολογικά σημαντική. Τόνισε τη σημασία της εσχατολογίας μέσα στην Κ.Δ. και χαρακτήρισε την αποκαλυπτική σκέψη ως τη "μητέρα της χριστιανικής θεολογίας". Δύο από τα σημαντικότερα έργα του είναι: Jesu letzter Wille nach Johannes 17 (1966), Υπόμνημα στην προς Ρωμαίους (1970).
Ernst Haenchen: ιδιαίτερα γνωστό είναι το υπόμνημά του στις Πράξεις (1956)
Ο Bultmann άσκησε επίδραση και στην Αμερική.
James M. Robinson
Robert W. Funk
Nέες ανακαλύψεις
Τρεις σημαντικές ανακαλύψεις κειμένων έλαβαν χώρα σε αυτήν την περίοδο:
α) Η βιβλιοθήκη του Nag Hammadi.
Στα 1945 στο Nag Hammadi βρέθηκε από Αιγύπτιους χωρικούς μία συλλογή από δερματόδετους κώδικες στα κοπτικά. Περιείχαν 52 κείμενα, κάποια από τα οποία προέρχονταν από γνωστικούς χριστιανικούς κύκλους. Σημαντικότερο ανάμεσά τους θεωρήθηκε το Ευαγγέλιο του Θωμά, ένα κείμενο που επιβεβαίωσε τις θεωρίες για την πηγή Q και παρείχε αποδείξεις για την πολυμορφία, η οποία χαρακτήριζε τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Τα κείμενα του Nag Hammadi εκδόθηκαν μέχρι το 1977.
β) Τα κείμενα της Νεκράς Θαλάσσης (Qumran)
Στο διάστημα 1947-1953 Βεδουΐνοι ανακάλυψαν μία σειρά από κείμενα στη ΒΔ όχθη της Ν. Θαλάσσης. Τα περισσότερα προέρχονταν από την προχριστιανική εποχή και παρείχαν πληροφορίες για το μεγάλο πλούτο της ιουδαϊκής παράδοσης κατά την εποχή του Ιησού. Ο αποκαλυπτικός προσανατολισμός τους και ο έντονος ηθικός δυαλισμός τους παρείχε παράλληλα σε θέματα της Κ.Δ. Διατυπώθηκε επίσης η υπόθεση της σχέσης του Ιωάννη Βαπτιστή με την Κοινότητα του Κουμράν και επισημάνθηκαν οι ομοιότητες στον τρόπο οργάνωσης της κοινότητας του Κουμράν και των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Στη δεκαετία του '90 ολοκληρώθηκε η δημοσίευση των κειμένων.
γ) Οι πάπυροι της Κ.Δ. στη Συλλογή Bodmer
Βρέθηκαν στην Αίγυπτο καιπέρασαν στην κατοχή της Bibliotheca Bodmeriana (Γενεύη). Ιδιαίτερης σημασίας για τις Κ.Δ. σπουδές είναι:
P66 (P. Bodmer II), 200 μ.Χ., περιέχει σχεδόν ολόκληρο το κατά Ιωάννην
P75 (P. Bodmer XIV-XV), 3ος αι. μ.Χ., περιέχει μεγάλα τμήματα του κατά Λουκάν και του κατά Ιωάννην
Αυτά τα κείμενα επέτρεψαν τη μελέτη του τρόπου μετάδοσης των κειμένων των ευαγγελίων κατά τον ύστερο 2ο αι. Μελέτες γι' αυτούς τους παπύρους δημοσίευσαν οι: Calvin L. Porter (1961, 1962), Carlo M. Martini (1966), Gordon Fee (1966, 1968). κ.ά. O τελευταίος υποστήριξε ότι το λεγόμενο "Αλεξανδρινό" κείμενο ήταν πολύ αρχαιότερο από όσο μέχρι τότε εκτιμάτο ότι ήταν και απέρριψε την θέση ότι προέρχεται από κάποια αναθεώρηση του κειμένου των ευαγγελίων κατά τον 4ο αι.
Στα 1941 κυκλοφόρησε το εξαιρετικό του Yπόμνημα στο κατά Ιωάννην. Η θέση που υποστήριξε σε αυτό για την ύπαρξη ενός προχριστιανικού γνωστικού μύθου για τον σωτήρα δεν έγινε ωστόσο δεκτή.
Πολλά σημαντικά έργα του είχαν ως θέμα τους τον Ιησού. Σε αυτά συνδυάζει τον ιστορικό σκεπτικισμό για την παράδοση του Ιησού με μία βαθιά αφοσίωση στο πρόσωπό του. Δύο έργα του προκάλεσαν έντονες συζητήσεις σχετικά με το θέμα του μύθου στην Κ.Δ.: Jesus (1926) και η μελέτη του "Neues Testament und Mythologie" (1941). Στο δίτομο έργο του για τη θεολογία της Κ.Δ. (1948, 1953) καθίσταται ιδιαίτερα σαφής αυτή η σύνθεση των ιστορικοκριτικών και θεολογικών θεμάτων.
Και μετά τη συνταξιοδότησή του συνέχισε να παράγει αξιόλογο συγγραφικό έργο.
Οι μαθητές του (η λεγόμενη "Σχολή του Bultmann") ακολούθησαν το δάσκαλό τους διατηρώντας όμως ταυτόχρονα την επιστημονική τους αυτονομία.
Günter Bornkamm: με τις εργασίες του στο κατά Ματθαίον παρείχε τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης "Κριτικής της Σύνταξης" (Redaktionskritik). Η συγκεκριμένη προσέγγιση των βιβλικών κειμένων είχε ως προϋπόθεσή της ότι οι ευαγγελιστές ήταν εκδότες του υπάρχοντος υλικού της παράδοσης με συγκεκριμένα θεολογικά ενδιαφέροντα και δεν ήταν τόσο παθητικοί συλλέκτες της, όπως υποστήριζε μέχρι τότε η Formkritik (Κριτική της Μορφής). Το σπουδαιότερο έργο του Bornkamm θεωρείται το Jesus von Nazareth (1956). Σε αυτό απομακρύνθηκε από τις θέσεις του Bultmann και υποστήριξε ότι ήταν δυνατό να εντοπισθούν αρκετές ιστορικές πληροφορίες για τον Ιησού κι ότι αυτές είχαν θεολογική σημασία.
Ernst Käsemann: Ασχολήθηκε με τη λεγόμενη "New Quest of the Historical Jesus". Kαι ο Käsemann υποστήριξε ότι η ιστορική γνώση για τον Ιησού ήταν και δυνατή και θεολογικά σημαντική. Τόνισε τη σημασία της εσχατολογίας μέσα στην Κ.Δ. και χαρακτήρισε την αποκαλυπτική σκέψη ως τη "μητέρα της χριστιανικής θεολογίας". Δύο από τα σημαντικότερα έργα του είναι: Jesu letzter Wille nach Johannes 17 (1966), Υπόμνημα στην προς Ρωμαίους (1970).
Ernst Haenchen: ιδιαίτερα γνωστό είναι το υπόμνημά του στις Πράξεις (1956)
Ο Bultmann άσκησε επίδραση και στην Αμερική.
James M. Robinson
Robert W. Funk
Nέες ανακαλύψεις
Τρεις σημαντικές ανακαλύψεις κειμένων έλαβαν χώρα σε αυτήν την περίοδο:
α) Η βιβλιοθήκη του Nag Hammadi.
Στα 1945 στο Nag Hammadi βρέθηκε από Αιγύπτιους χωρικούς μία συλλογή από δερματόδετους κώδικες στα κοπτικά. Περιείχαν 52 κείμενα, κάποια από τα οποία προέρχονταν από γνωστικούς χριστιανικούς κύκλους. Σημαντικότερο ανάμεσά τους θεωρήθηκε το Ευαγγέλιο του Θωμά, ένα κείμενο που επιβεβαίωσε τις θεωρίες για την πηγή Q και παρείχε αποδείξεις για την πολυμορφία, η οποία χαρακτήριζε τον αρχέγονο Χριστιανισμό. Τα κείμενα του Nag Hammadi εκδόθηκαν μέχρι το 1977.
β) Τα κείμενα της Νεκράς Θαλάσσης (Qumran)
Στο διάστημα 1947-1953 Βεδουΐνοι ανακάλυψαν μία σειρά από κείμενα στη ΒΔ όχθη της Ν. Θαλάσσης. Τα περισσότερα προέρχονταν από την προχριστιανική εποχή και παρείχαν πληροφορίες για το μεγάλο πλούτο της ιουδαϊκής παράδοσης κατά την εποχή του Ιησού. Ο αποκαλυπτικός προσανατολισμός τους και ο έντονος ηθικός δυαλισμός τους παρείχε παράλληλα σε θέματα της Κ.Δ. Διατυπώθηκε επίσης η υπόθεση της σχέσης του Ιωάννη Βαπτιστή με την Κοινότητα του Κουμράν και επισημάνθηκαν οι ομοιότητες στον τρόπο οργάνωσης της κοινότητας του Κουμράν και των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Στη δεκαετία του '90 ολοκληρώθηκε η δημοσίευση των κειμένων.
γ) Οι πάπυροι της Κ.Δ. στη Συλλογή Bodmer
Βρέθηκαν στην Αίγυπτο καιπέρασαν στην κατοχή της Bibliotheca Bodmeriana (Γενεύη). Ιδιαίτερης σημασίας για τις Κ.Δ. σπουδές είναι:
P66 (P. Bodmer II), 200 μ.Χ., περιέχει σχεδόν ολόκληρο το κατά Ιωάννην
P75 (P. Bodmer XIV-XV), 3ος αι. μ.Χ., περιέχει μεγάλα τμήματα του κατά Λουκάν και του κατά Ιωάννην
Αυτά τα κείμενα επέτρεψαν τη μελέτη του τρόπου μετάδοσης των κειμένων των ευαγγελίων κατά τον ύστερο 2ο αι. Μελέτες γι' αυτούς τους παπύρους δημοσίευσαν οι: Calvin L. Porter (1961, 1962), Carlo M. Martini (1966), Gordon Fee (1966, 1968). κ.ά. O τελευταίος υποστήριξε ότι το λεγόμενο "Αλεξανδρινό" κείμενο ήταν πολύ αρχαιότερο από όσο μέχρι τότε εκτιμάτο ότι ήταν και απέρριψε την θέση ότι προέρχεται από κάποια αναθεώρηση του κειμένου των ευαγγελίων κατά τον 4ο αι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου