Χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου
α) συγγραφή μεγάλων έργων, όπου παρουσιάζεται η γενικότερη πολιτική, θρησκευτική και κοινωνική κατάσταση
β) το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στην περιγραφή των βασικών ιστορικών μεγεθών όπως θρησκεία, φιλοσοφικά ρεύματα, ρωμαϊκή διοίκηση, κοινωνικοί θεσμοί και προβάλλεται ο ρόλος συγκεκριμένων ιστορικών προσωπικοτήτων
γ) υπάρχει μία αρκετά δυαλιστική προσέγγιση της εποχής της Κ.Δ. Τα δύο μεγέθη, Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός, παρουσιάζονται συχνά ως αντίθετα μεταξύ τους ενίοτε δε και ως αντίπαλες δυνάμεις, ενώ ο Χριστιανισμός, συνδέεται αποκλειστικά με τη μία ή την άλλη πραγματικότητα.
β) το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στην περιγραφή των βασικών ιστορικών μεγεθών όπως θρησκεία, φιλοσοφικά ρεύματα, ρωμαϊκή διοίκηση, κοινωνικοί θεσμοί και προβάλλεται ο ρόλος συγκεκριμένων ιστορικών προσωπικοτήτων
γ) υπάρχει μία αρκετά δυαλιστική προσέγγιση της εποχής της Κ.Δ. Τα δύο μεγέθη, Ελληνισμός και Ιουδαϊσμός, παρουσιάζονται συχνά ως αντίθετα μεταξύ τους ενίοτε δε και ως αντίπαλες δυνάμεις, ενώ ο Χριστιανισμός, συνδέεται αποκλειστικά με τη μία ή την άλλη πραγματικότητα.
Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της έρευνας κατά την πρώτη φάση και συνδέεται άμεσα με μία από τις βασικές θέσεις της ιστορικής κριτικής, ότι δηλαδή η κινητήριος δύναμη της ιστορικής πορείας του αρχέγονου χριστιανισμού είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στη διδασκαλία των πρώτων αποστόλων, η οποία συνδέεται με τον Ιουδαϊσμό και στη διδασκαλία του Παύλου, που προσδιορίζεται νε πολλοίς από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Εκφραστής της πρώτης τάσης σε αυτήν την φάση είναι η γνωστή Θρησκειοϊστορική Σχολή (Religionsgeschichtliche Schule) στο Göttingen. Η πρώτη είχε ως βασική της αρχή ότι η Κ.Δ. πρέπει να ερμηνευτεί κυρίως με βάση ειδωλολατρικές και ελληνιστικές προϋποθέσεις. Το ενδιαφέρον των μελών της επικεντρώνεται στο συγκρητισμό και πόσο αυτός επηρεάζει τον αρχέγονο χριστιανισμό. Εκπρόσωποι της Σχολής είναι οι Hermann Gunkel (εισηγητής της Formgeschichte), Wilhelm Heitmüller, Wilhelm Bousset, Johannes Weiss, Gilles P. Wetter, Rudolf Bultmann, Ernst Troeltsch. Με αυτήν συνδέεται επίσης η έκδοση του εγκυκλοπαιδικού έργου Religion für die Geschichte und Gegenwart. Οι θέσεις της Θρησκειοϊστορικής Σχολής δέχθηκαν αυστηρή κριτική από διάφορους θεολογικούς κύκλους. Θεωρήθηκαν υπεραπλουστευτικές της πολύμορφης ιστορικής πραγματικότητας και υπερβολικές. Συχνά μάλιστα τα πορίσματά της εξυπηρέτησαν ιδεολογικούς σκοπούς στην ταραγμένη περίοδο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτή του Μεσοπολέμου.
Στον αντίποδά της εμφανίζεται η λεγόμενη Wissenschaft des Judentums, που σκοπό έχει να τονίσει την ένταξη του Ιουδαϊσμού στην ευρωπαϊκή κοινωνία.[1] Με αυτό το ρεύμα συνδέεται η έκδοση του μνημειώδους έργου του Paul Billerbeck, Kommentar zum Neuen Testament aus Talmud und Midrash, καθώς και αρκετά άρθρα στο ThWNT.
Παράλληλα επιστήμονες της Καινής Διαθήκης στην Ολλανδία και Γερμανία συγκροτούν το λεγόμενο Corpus Hellenisticum, το οποίο επιθυμεί να ερμηνεύσει τον πρώιμο Χριστιανισμό και την Κ.Δ. μέσα στο πλαίσιο του ελληνιστικού Ιουδαϊσμού. Μέλη αυτού του ερευνητικού προγράμματος, το οποίο συνεχίζει ακόμη και σήμερα τη δράση του ήταν οι Georg Heinrici, Ernst Dobschütz, Hans Windisch, Adolf Deissmann, Herbert Preisker, W. van Unik. Στους νεώτερους εκπροσώπους συγκαταλέγονται οι P. van der Horst, Joachim Jeremias, Eduard Lohse, Gerhard Delling, J.W. van Henten κ.ά.
Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου οι εξελίξεις στο θεολογικό χώρο επηρέασαν σημαντικά την πορεία της έρευνας της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ. H θεολογία του Μεσοπολέμου δεν ενδιαφέρεται τόσο για κοινωνικοϊστορικά ζητήματα και για το γενικότερο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της πρώτης εκκλησίας και των κειμένων της Κ.Δ. όσο για την θεολογική υπόσταση του ανθρώπου της εποχής της και πόσο αυτή μπορεί να ορισθεί από τα κείμενα αυτά.[2] Αντί για τον ιστορικό χαρακτήρα τους, τονίζεται η μυστική κυρίως διάσταση των κειμένων. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι οι μαθητές του Bultmann που είχαν το εντονότερο θρησκειοϊστορικό ενδιαφέρον, H. Koester και D. Georgi, συνέχισαν το έργο τους στην Η.Π.Α.
Εγχειρίδια της Ιστορίας Χρόνων Κ.Δ. της περιόδου
Έργα Ιστορίας Χρόνων και μονογραφίες με σχετικά θέματα συνεχίζουν να γράφονται, όμως το ενδιαφέρον έχει υποχωρήσει αισθητά. Στο γερμανόφωνο χώρο με την ιστορία χρόνων ασχολούνται κατά την περίοδο αυτή οι Joseph Felten, C. Schneider, Willy Staerk, H. Preisker, οι οποίοι ουσιαστικά κινούνται μέσα στο γενικότερο κλίμα το οποίο παρουσιάσαμε. Και στον αγγλόφωνο χώρο οι εξελίξεις δεν είναι εντυπωσιακές. Δύο είναι τα σημαντικότερα κέντρα μελέτης με έμφαση ωστόσο κυρίως στην Ιστορία του Αρχέγονου Χριστιανισμού, η Oxford και το Cambridge.[3] Μεταφράζονται κυρίως τα γερμανόφωνα έργα της εποχής και υιοθετούνται οι βασικές θέσεις τους.
Ένα πολύ καλό εγχειρίδιο της εποχής είναι εκείνο του καθηγητή της Π.Δ. στο Παν/μιο του Harvard Robert H. Pfeiffer.[4] Το ενδιαφέρον κι εδώ επικεντρώνεται στον Ιουδαϊσμό, του οποίου ο ρόλος στη διαμόρφωση του αρχέγονου Χριστιανισμού υπογραμμίζεται. Η έρευνα της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ. δε φαίνεται ακόμη ώριμη να απεγκλωβισθεί από το δίλημμα που της κληροδότησε η προηγούμενη γενιά. Αυτό διαφαίνεται στα έργα του F. Grant, όπου Ιουδαϊσμός και Ελληνισμός αντιμετωπίζονται ως δύο στεγανά διαχωρισμένες πραγματικότητες ή αργότερα τα έργα των Metzger και Bruce.
[1] Dario Garribba, “La presentazione del Giudaismo del secondo tempio nella storiografia del XX sec.”, RdT 45 (2003), σ. 83.
[2] Εκφραστές της νέας τάσης οι: Karl Barth, Rudolf Bultmann, Friedrich Gogarten κτλ. Την ίδια εποχή η Jesus-Forschung οδηγείται σε αδιέξοδο.
[3] W. Horbury, “British New Testament Study in it International Setting, 1902-2002”, στο έργο του ιδίου, Herodian Judaism and New Testament Study, (WUNT 139), Mohr Siebeck, Tübingen 2006, σσ. 151-152.
[4] Robert H. Pfeiffer, History of New Testament Times with an Introduction to the Apocrypha, Harper, New York 1949.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου