Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την εκδήλωση κοινωνικών αγώνων και την ανάπτυξη διαφόρων κοινωνικών κινημάτων, η επιστήμη της ιστορίας γενικότερα περνάει μία μεγάλη κρίση ταυτότητας και αμφισβήτησης ακόμη και του επιστημονικού της λόγου. Το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στις κοινωνικές επιστήμες και πρώτιστα στην κοινωνιολογία, αμφισβητείται η προηγούμενη θετικιστική προσέγγιση του παρελθόντος και η έμφαση στην ιστορία των μεγάλων ανδρών. Αντικείμενο μελέτης τώρα γίνονται οι κοινωνικές δομές και οι διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής.
Οι αλλαγές αυτές ήταν φυσικό να επηρεάσουν και την έρευνα της Ιστορίας Χρόνων της Καινής Διαθήκης, η οποία με τη σειρά της στρέφει το ενδιαφέρον της στις κοινωνικές ομάδες και δομές της εποχής της Καινής Διαθήκης. Σε αυτήν τη φάση μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύρια στάδια, τα οποία δεν μπορούν ωστόσο να διακριθούν απόλυτα χρονικά μεταξύ τους. Στο πρώτο στάδιο δεν υπάρχει τόσο η εις βάθος μελέτη και ερμηνεία της κοινωνίας της εποχής της Κ.Δ. όσο περισσότερο η περιγραφή διαφόρων κοινωνικών μεγεθών. Χαρακτηριστικά έργα αυτού του σταδίου είναι τα εγχειρίδια των W. Dommershausen, F.F. Bruce και Β. Metzger. Mία σημαντική επίσης εξέλιξη αυτής της φάσης είναι ότι το κέντρο των ακαδημαϊκών εξελίξεων μετατίθεται από τη Γερμανία στις Η.Π.Α. και στην Αυστραλία (μία ανάλογη τάση μετακίνησης από το γερμανόφωνο προς τον αγγλόφωνο ακαδημαϊκό χώρο παρατηρείται γενικότερα στις καινοδιαθηκικές σπουδές αυτής της περιόδου). Πρωτοπόροι σε αυτές τις χώρες αυτήν την εποχή είναι οι Shirley Jackson Case, Edwin Judge, Frederick Grant.
Στη δεκαετία του ’70 και κυρίως του ’80 αρκετοί ερευνητές αρχίζουν να εγκαταλείπουν την απλή κοινωνική περιγραφή και εισάγουν κοινωνικές μεθόδους στον τρόπο εργασίας τους: πρόκειται για τους John Gager, Robert Grant, Abraham Malherbe, Bruce Malina, Wayne Meeks, John Stambaugh. Οι εξελίξεις περνούν γρήγορα και πάλι στη Γερμανία με κύριο εισηγητή και πρωτοπόρο τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης Gerd Theißen, ο οποίος εισάγει μοντέλα και κοινωνικές θεωρίες στη μελέτη του αρχέγονου Παλαιστινιακού Χριστιανισμού. Το κλασικό του σήμερα έργο „Soziologie der Jesusbewegung. Ein Beitrag zur Enstehungsgeschichte des Urchristentums“, αλλά και οι μελέτες του για την κοινότητα της Κορίνθου έθεσαν τα θεμέλια για τη μετέπειτα πορεία της έρευνας της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Δ. στη Γερμανία και στην Ευρώπη γενικότερα. Εκπρόσωποι αυτής της νέας τάσης είναι επίσης οι αδελφοί Hartmut και Wolfgang Stegemann, από τους οποίους ο δεύτερος ασχολήθηκε με την κοινωνική ιστορία της εποχής της Κ.Δ. και με το πρόβλημα των φτωχών και ο Thomas Schmeller, ο οποίος ασχολείται με το φαινόμενο των θρησκευτικών και επαγγελματικών συλλόγων του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Aπό εκεί και πέρα οι εξελίξεις στο δεύτερο μισό του 20ου αι. και στις αρχές του 21ου υπήρξαν ραγδαίες, τόσο που να είναι σήμερα αδύνατο να αποκτήσει κανείς μια καθαρή εικόνα για όλες τις τάσεις που εκδηλώνονται στην έρευνα της Ιστορίας της Καινής Διαθήκης. Πρόκειται για μία "τρίτη" φάση, την οποία διάγει ο τομέας της Ιστορίας Χρόνων της Κ.Δ., αν και θα πρέπει και πάλι να τονισθεί ότι αυτή η διάκριση σε τρεις φάσεις είναι εντελώς σχηματική και θα πρέπει να κατανοηθεί περισσότερο ως μέσο οργάνωσης των διαφόρων τάσεων παρά ως μία αυστηρή χρονολογική διάκριση των φάσεων πορείας του κλάδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου