Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Το νέο τεύχος του Biblical Interpretation

Στο νέο τεύχος του Biblical Interpretation 17:1-2 (2009), που είναι αφιερωμένο στο θέμα της βίας, δημοσιεύονται τα εξής άρθρα:


Alex P. Jassen, "The Dead Sea Scrolls and Violence: Sectarian Formation and Eschatological Imagination", 12-44
Σε αυτό το άρθρο αναλύονται δύο αλληλένδετες αφηγήσεις βίας στα κείμενα της Νεκράς Θάλασσας με βάση κάποια πορίσματα της σύγχρονης κοινωνιολογικής ερμηνείας του φαινομένου της θρησκευτικής βίας (ιδιαίτερα η θεωρία των "ελάχιστων αγαθών") καθώς και κάποιες γενικότερες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις για τη σέκτα. Η πρώτη αφήγηση βίας περιστρέφεται γύρω από τις απαρχές της βίαιης κοσμοθεωρίας της κοινότητας, όπως αυτή ενσωματώνεται στις αντιπαραθέσεις της με τους αντιπάλους της. Η πρώιμη γραμματεία της ομάδας αντικατοπτρίζει διαμάχες και την πολεμική της ομάδας, οι οποίες συνδέονται με την αποκλειστική κατανόηση (από μέρους της) του πραγματικού νοήματος των Γραφών, την εφαρμογή του τελετουργικού και λατρευτικού νόμου και την ταυτότητα των εκλεκτών του Θεού. Αυτά τα σημεία γίνονται τα κεντρικά ζητήματα στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της κοινότητας καθώς εκείνη προσπαθεί να πείσει τους "έξω" για την ορθότητα του δικού της τρόπου ζωής. Παρακολουθώντας την ανάπτυξη αυτών αντιπαραθέσεων στη γραμματεία της κοινότητας ωστόσο ο συγγραφέας καταδεικνύει πώς από αθώα σημεία διαφωνίας καταλήγουν σε κεντρικά θέματα που οδηγούν στην ανάδειξη της βίας ως το κεντρικό θέμα της κοινότητας του Κουμράν. Η θεωρία για "τα ελάχιστα αγαθά" εξηγεί γιατί αυτά ειδικά τα σημεία διαφωνίας οδηγούν στη βία. Η δεύτερη αφήγηση βίας περιλαμβάνει τη συνεχή εμφάνιση αυτών των διαφωνιών μέσα στην εσχατολογική γραμματεία της κοινότητας ως ρητορικό τέχνασμα που νομιμοποιεί τις βίαιες προσδοκίες. Αντίθετα από τις άλλες ομάδες της εποχής του Δεύτερου Ναού (π.χ. Ζηλωτές), για την κοινότητα του Κουμράν η βία έξω από το πλαίσιο της εσχατολογικής μάχης δεν είναι νομιμοποιημένη και πιθανόν δεν είναι δυνατό να υπάρξει. Με την καθυστέρηση της τιμωρίας μέχρι τα έσχατα η κοινότητα αποφορτίζει της δικής της βίαιη κοσμοθεωρία. Η ταυτόχρονη ενσωμάτωση και αποφόρτιση της βίας μπορεί να εξηγηθεί στη συνάφεια της δομής της κοινότητας (που είναι η δομή της σέκτας).

Kimberly B. Stratton, "The Eschatological Arena: Reinscribing Roman Violence in Fantasies of the End Times", 45-76
Οι εσχατολογικές φαντασιώσεις για τη θεία κρίση και ανταπόδοση συνιστούν ένα κοινό χαρακτηριστικό της ιερής γραμματείας και συχνά χρησιμεύουν στο να νομιμοποιήσουν τη βία, τόσο φυσικά όσο και ρητορικά, εναντίον άλλων. Στο άρθρο εξετάζονται οι έμμεσες αναφορές στα ρωμαϊκά θεάματα βίας -τα οποία χρησίμευαν μαζί με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές στρατηγικές για να καταδυναστεύουν και να εκφοβίσουν τους υποτελείς πληθυσμούς- σε περιγραφές της τελικής κρίσης. Υποστηρίζεται ότι αυτές οι αναφορές συνιστούν μορφές του αποικιοκρατικού μιμητισμού, όπου με έναν αμφίσημο τρόπο υιοθετούνται ρωμαϊκά σύμβολα εξουσίας για να εξυπηρετηθούν οι δικοί της ιδιαίτεροι σκοποί. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ωστόσο ενιαία, αλλά εξυπηρετεί κάθε φορά διαφορετικούς σκοπούς, ακολουθεί διαφορετικές στρατηγικές και βρίσκεται μέσα σε διαφορετικές συνάφειες. Στο άρθρο αναλύονται παραδείγματα τέτοιου μιμητισμού και τίθεται το ερώτημα τι σημασία μπορεί να είχε για τα οράματα της τελικής κρίσης η επαναφορά τέτοιων μεθόδων κυριαρχίας που αυτές οι φαντασιώσεις επιθυμούν τελικά να καταργήσουν. Επιπλέον στο άρθρο εξετάζεται ο ρόλος της ηδονοβλεψίας, η οποία εμφιλοχωρεί σε δημόσιες επιβολές τιμωρίας και οι προεκτάσεις που είχαν οι φαντασιώσεις σχετικά με την εσχατολογική δικαιοσύνη ως θέαμα αίματος για τις θεολογικές αντιλήψεις σχετικά με τη θεϊκή επιτήρηση και το θεϊκό έλεγχο.

Calvin J. Roetzel, "he Language of War (2 Cor. 10:1-6) and the Language of Weakness (2 Cor. 11:21b-13:10)", 77-99
Σε αυτήν τη μελέτη ο συγγρ. ασχολείται με την ευρύτερη συζήτηση για τη θρησκευτική βία επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην πολεμική γλώσσα του αποστόλου Παύλου στο 2 Κορ 10,1-6. Εξετάζοντας τη στρατιωτική ρητορική σε αυτήν την περικοπή με τη βοήθεια δύο θεωρητικών μοντέλων, του πειθαρχικού και του απελευθερωτικού, ο συγγρ. θέτει το ερώτημα, εάν οι δεύτερες σκέψεις του Παύλου και η συγνώμη του για την προσβλητική γλώσσα και τις αδέξιες προσπάθειές του να βρει μια εναλλακτική λύση τον οδήγησαν σε αυτήν την εναλλακτική λύση. Υποστηρίζεται ότι η παρωδία των αντιπάλων του Παύλου για τη σωματική του παρουσία ως αδύναμη, δηλαδή γυναικεία, που υιοθετήθηκε κάποτε από τον Παύλο, παρείχε την έμπνευση για το λόγου του μωρού και ένα νέο μοντέλο ανδρικότητας, με άλλα λόγια, της δύναμης, μέσα στην αδυναμία που παρέπεμπε άμεσα στην ανάγνωση των ουλών στην πλάτη του ως την πρώτη επίθεση εναντίον της αποστολικής νομιμότητάς του και εκείνης του ευαγγελίου του. Οι απειλές και ο εκφοβισμός, που παρέμειναν, ωστόσο δείχνουν ότι ο Παύλος ούτε αποκήρυξε τον απειλητικό λόγο ούτε έκανε σκέψεις σχετικά με τις προεκτάσεις που είχε το εμπνευσμένο μοντέλο του μωρού. Αυτό το άφησε στους άλλους που κατέστησαν αυτό το μοντέλο κεντρικό στις μαρτυριολογικές παραδόσεις, οι οποίες ανέτρεψαν την κυρίαρχη ιδεολογία της ανδρικότητας.

Glancy, Jennifer A., "Violence as Sign in the Fourth Gospel", 100-117
Το κατά Ιωάννην συνδυάζει την ιστορία του σώματος του Ιησού με την ιστορία του Ναού. Σύμφωνα με το λόγο του Ιωάννη τομές αυτών των δύο βίαιων ιστοριών υπάρχουν πολλές. Στο τέταρτο ευαγγέλιο η βία που στρέφεται εναντίον του σώματος του Ιησού και ξεδιπλώνεται στην αφήγηση του Πάθους καταλύεται (σε αφηγηματικό επίπεδο) στη βία που ο ίδιος ο Ιησούς εκδηλώνει στον χώρο του ναού. Η πράξη του Ιησού στο Ναό, η χρήση του φραγγελλίου για να εκδιώξει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους, είναι ένα είδος συμβολικής επικοινωνίας. Η εμφάνιση του Ιησού στο Ναό με το μαστίγιο στο χέρι λειτουργεί ως μία βίαιη επιφάνεια, μία στιγμή αυτο-αποκάλυψης που ομοιάζει με την αυτοαποκάλυψη στην Κανά. Η κατανόηση του περιστατικού στο Ναό ως σημείο μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε τι ακριβώς αποκαλύπει ο Ιησούς για τον εαυτό του, όταν σηκώνει το μαστίγιο για να καθαρίσει το χώρο που ονομάζει οικία του πατέρα του από ανθρώπους και αγαθά. Όπως υποστηρίζουν οι Roger Friedland και Richard D. Hecht "Η βία είναι μια μορφή επικοινωνίας ... Η συμβολική βία, η βεβήλωση, χρησιμοποιείται από μέλη μίας κοινότητας ... με σκοπό να θέσουν σε κίνηση τις δικές τους κοινότητες, για να καταστήσουν το δικό τους ορισμό της πραγματικότητας ως τον κυρίαρχο ... Βεβηλώνοντας τον ιερό χώρο των άλλων βεβηλώνει κανείς και τους άλλους, τον καθιστά ξένο χωρίς αξιώσεις σε αυτόν τον χώρο". Αποκωδικοποιώντας τη βία και χαρακτηρίζοντάς την ως σημείο το κατά Ιωάννην δεν καταγράφει μόνο την ιστορία της βίας αλλά καθίσταται ένα επεισόδιο σε αυτήν την ιστορία.

Shelly Matthews, "Clemency as Cruelty: Forgiveness and Force in the Dying Prayers of Jesus and Stephen", 118-146
Στο άρθρο διευκρινίζεται η σημασία της συγχώρησης την ώρα της επιθανάτιας προσευχής του Ιησού και του Στεφάνου συγκρίνοντάς τες με ανάλογα κείμενα σε βιβλικές και εξωβιλικές αφηγήσεις διωκόμενων προφητών και δικαίων που ταλαιπωρούνται, στη γραμματεία για τους Μακκαβαίους, στις ηθικές επιταγές για την αγάπη προς του εχθρούς, στη μη ανταπόδοση στις ομιλίες επί του Όρους και Τόπου Πεδινού και στις ρωμαϊκές πραγματείες για την επιείκεια. Αντίθετα προς τη θέση μίας ομάδας σύγχρονων ερμηνευτών, οι οποίοι προσπαθούν να εντάξουν αυτές τις προσευχές μέσα στο πλαίσιο των ιουδαϊκών βιβλικών παραδόσεων με σκοπό να υποστηρίξουν ότι το κατά Λουκάν και οι Πράξεις δεν είναι αντιιουδαϊκές, στο άρθρο υποστηρίζεται ότι οι προσευχές έχουν ως σκοπό να λειτουργήσουν ως ένα σημείο διαφοροποίησης των Ιουδαίων από τους Χριστιανούς. Η συγνώμη σε αυτές τις προσευχές είναι για το Λουκά χαρακτηριστικό των χριστιανών. Είναι εν δυνάμει πιο ριζοσπαστικές από την ηθική διδασκαλία του Ιησού για την αγάπη προς τους εχθρούς και τη μη ανταπόδοση, αφού οι πρώτες αποτελούν πρόκληση για το πλαίσιο της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, ενώ η δεύτερη δεν είναι υποχρεωτικό να σημαίνει κάτι τέτοιο. Η απειλή, που εκφράζουν αυτές οι προσευχές για το εκδικητικό πλαίσιο της παγκόσμιας δικαιοσύνης, οδήγησε στο μετριασμό κι ίσως και στην αποσιώπησή τους σε κάποιες περιπτώσεις. Εκείνοι που αποδέχθηκαν αυτές τις προσευχές χωρίς να τις μετριάσουν, όπως ο ίδιος ο Λουκάς, φαίνεται να τις κατανοούσαν αμετάβατα ως μία εξιδανίκευση του ήρωα που κάνει μια τέτοια προσευχή, αλλά χωρίς να έχει επιπτώσεις στα αντικείμενα της προσευχής. Το άρθρο καταλήγει με μία συζήτηση σχετικά με τις ρωμαϊκές πραγματείες περί επιείκειας, η οποία λειτουργεί με ανάλογο τρόπο. Η συνειδητοποίηση της σκληρότητας που εννοείται μέσα στη ρωμαϊκή επιείκεια συμβάλλει στο να κατανοήσει κανείς τα πιθανά βίαια αποτελέσματα της επανάληψης συγκεκριμένων προσευχών συγχώρησης, όπως αυτές που διασώζονται στο κατά Λουκάν και στις Πράξεις.

Beth A. Berkowitz, "Reconsidering the Book and the Sword: A Rhetoric of Passivity in Rabbinic Hermeneutics", 147-176
Το μοτίβο του "βιβλίου και του σπαθιού", όπως αυτό εμφανίζεται στις αφηγήσεις για το μαρτύριο στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ υπαινίσσεται ότι η Τορά και η βία αποκλείουν η μία την άλλη. Στο άρθρο εξετάζεται με ποιους τρόπους το βιβλίο και το σπαθί έχουν μία περιπλοκότερη σχέση μέσα στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ και στις πηγές του από ό,τι αφήνει να εννοηθεί αυτή η αφήγηση. Το ενδιαφέρον του άρθρου επικεντρώνεται στη στάση ερμηνευτικής παθητικότητας, την οποία υιοθετούν οι ραββίνοι νομοθέτες μέσα σε μία ποικιλία νομικών συναφειών, όπου διακυβεύεται η φυσική και κοινωνική ευτυχία του ακροατηρίου τους, συμπεριλαμβανομένων της εκτέλεσης εγκληματιών και των διεκδικήσεων των γυναικών επί των ανδρών τους. Στη μελέτη αντιπαρατίθεται η παρουσίαση του ραββίνου που θρηνεί "Τι να κάνω; Ιδού η Τορά λεει..." με τη δημιουργική ερμηνευτική την οποία στην πραγματικότητα εφαρμόζει. Υποστηρίζεται ότι αυτό το ιδιάζον ύφος το οποίο εμφανίζεται σε διάφορα τανναϊτικά κείμενα και στη συνέχεια περνά και στα Βαβυλωνιακά ταλμουδικά κείμενα, είναι ασυνήθιστο στην αρχαιότητα, καθώς εκφράζει σαφώς την αδυναμία μπροστά στον κανόνα της Γραφής. Προτείνεται ότι μέσα από τη στερεότυπη παρουσίαση των αρχαίων ραββίνων ως ερμηνευτικά παθητικών από τους εκδότες του Βαβυλωνιακού Ταλμούδ τους επιτρέπει να τονίσουν τη δική του εξηγητική και νομική ενεργητικότητας, καθώς μεταμορφώνουν πηγές που έχουν κληρονομήσει. Επίσης εξετάζεται τι μπορεί να αποκαλύψει αυτή η παρουσίαση των ραββίνων κριτών ως ερμηνευτικά παθητικών για τη σύνθετη σχέση μεταξύ της νομικής ερμηνείας, της νομικής εξουσίας και της βίας μέσα στη ραββινική γραμματεία από τα πρώιμα χρόνια μέχρι τα ύστερα κι από την Παλαιστίνη μέχρι τη Βαβυλώνα.

Margaret M. Mitchell, "Christian Martyrdom and the "Dialect of the Holy Scriptures": The Literal, the Allegorical, the Martyrological", 177-206
Στο άρθρο εξετάζεται ένας σεβαστός ακαδημαϊκός και δημοφιλής κοινός τόπος: ότι η ιδεολογία του θρησκευτικού μαρτυρίου στηρίζεται και αντικατοπτρίζει την κατά λέξη και υπερβολικά κατά λέξη ερμηνεία των Γραφών. Μέσα από δύο παραδείγματα από την ύστερη αρχαία χριστιανική γραμματεία, από το έργο Scorpiace του Τερτυλλιανού και την Exhortatio ad martyrium του Ωριγένη η συγγραφέας προσπαθεί να καταδείξει την αδυναμία της διχοτομίας γραμματειακής και αλληγορικής ερμηνείας να συμπεριλάβει και να κατανοήσει τους πολύπλοκους και επινοητικούς τρόπους με τους οποίους "η διάλεκτος των Αγίων Γραφών" (η φράση είναι του Ωριγένη) παρουσιάζεται να μιλά με σαφήνεια και να προτρέπει τους χριστιανούς να αποδεχθούν το μαρτύριο στην περίοδο των διωγμών με την ομολογία τους. Ο αυτοχαρακτηρισμός ή εκείνος των άλλων με τις ετικέτες "κατά γράμμα" και "αλληγορικές" αναγνώσεις είναι πολλές σε αυτά τα κείμενα, δεν περιορίζονται όμως στη μία ή στην άλλη πλευρά. Μέσω τέτοιων "πολεμικών λέξεων", το λεξικό των ερμηνευτικών διεκδικήσεων πιστότηας ή αποστασίας από τις Γραφές επιστρατεύονται από τον Τερτυλλιανό στην Καρχηδόνα και τον Ωριγένη στην Καισάρεια, κατασκευάζονται προσεκτικά απολογητικά και προτρεπτικά επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη θέση ότι για τους χριστιανούς "είναι προτιμότερος ένας θρησκευτικός θάνατος παρά μία άθρησκη ζωή".

Boustan, Ra'anan S., "Immolating Emperors: Spectacles of Imperial Suffering and the Making of a Jewish Minority Culture in Late Antiquity", 207-238
Στο άρθρο εντοπίζεται η ιστορική ανάπτυξη της ιδέας της βίαιης ανταπόδοσης μέσα στον ιουδαϊκό πολιτισμό κατά τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας. Υποστηρίζει ότι μολονότι οι Ιουδαίοι για πολλά χρόνια χρησιμοποίησαν την αντι-ρωμαϊκή ρητορική, τα αντιρωμαϊκά συναισθήματα εντάθηκαν κατά τον 5ο μέχρι και τον 7ο αι. Αυτό ο υψηλό επίπεδο αντιπάθειας απέναντι στο ρωμαϊκό κράτος καθίσταται σαφές σε μια σειρά από κείμενα που παρέχουν τη γραφική παράσταση της βίας εναντίον του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Αυτές οι φαντασιώσεις εκδίκησης επαναχρησιμοποίησαν και αντέστρεψαν ιδιαίτερα στοιχεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδεολογίας και πρακτικής, ενώ την ίδια στιγμή ενσωμάτωσαν το κυρίαρχο στερεότυπο των Ιουδαίων στις χριστιανικές πηγές του 6ου και κυρίως του 7ου αι. ως βίαιων ταραχοποιών. Ο συγγρ. υποστηρίζει ότι προσπαθώντας να ελέγξουν κατά κάποιον τρόπο τα "συμβολικά όπλα" της θρησκευτικής βίας που υπάρχει στην κοινωνία τους, οι Ιουδαίοι δημιουργοί αυτής της έντονης ανάπτυξης της ανταποδοτικής δικαιοσύνης συνωμότησαν με τους Χριστιανούς "συναδέλφους" τους στην κατασκευή της εικόνας του Ιουδαίου ως μέλους μιας αντιστασιακής και μάλιστα επικίνδυνης θρησκευτικής μειονότητας.

Jan Willem van Henten, "Martyrdom, Jesus' Passion and Barbarism", 239-264
Κείμενα σχετικά με το μαρτύριο διαφωτίζουν τα πολύπλοκα δίκτυα σχέσεων εξουσίας στα οποία συνεισφέρουν τόσο οι μάρτυρες όσο και οι καταπιεστές τους. Στο άρθρο εξετάξεται μία άποψη του συμπλέγματος μαρτύριο-εξουσία που είναι σημαντική για την ανάλυση του φαινομένου των βασανιστηρίων: η αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ του μάρτυρα και του καταπιεστή. Ο συγγρ. εφαρμόζει την ιδέα του βαρβαρισμού στις αρχαίες και σύγχρονες παραστάσεις του μαρτυρίου (2 Μακκ 7 και την ταινία Paradise Now) καθώς επίσης και σε αφηγήσεις τις Κ.Δ. για το Πάθος. Ο βαρβαρισμός εμπεριέχει μία διπλή ένταση: φέρει την επίμονη διχοτομική λογική και συντηρεί τις υπάρχουσες σχέσεις εξουστίας. Από την άλλη ο βαρβαρισμός διαταράσσει τις σχέσεις εξουσίας καθώς προϋποθέτει πράξεις παρανοήσης, σύγχυσης, δυσκολίας στην έκφραση κι επομένως καταγράφει και παράγει διαδικασίες που χαρακτηρίζονται ως "discursive slippage, the repetitions and doublings, that the articulation of binaries can never completely close up" (Neilson 1999). Στο άρθρο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο κυρίαρχο στοιχείο των διαλόγων στις αφηγήσεις μαρτυρίων και του Πάθους, οι οποίοι την ίδια στιγμή είναι μη-διάλογοι. Ο καταπιεστής αποτυγχάνει στο να μεταδώσει τους στόχους του, σαρκάζει τα θύματά του και ασκεί υπερβολική βία. Οι μάρτυρες περιφρονούν τους διώκτες τους, αρνούνται να τους μιλήσουν και τους εξυβρίζουν, απευθύνονται στους διώκτες τους σε μία ξένη γλώσσα και κάποιες φορές τους ανακοινώνουν ότι τους περιμένει φοβερή τιμωρία. Τα βασανιστήρια είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τους διώκτες στο παιχνίδι της εξουσίας με τα θύματά τους, αλλά η υπομονή, που δείχνει ο μάρτυρας σε αυτά, φαίνεται να αντιστρέφει τη σχέση εξουσίας μεταξύ τους. Τέλος, η μορφή του μάρτυρα μπορεί να θεωρηθεί βαρβαρική, επειδή το να μνημονεύεται κανείς ως μάρτυρας, αυτό νομιμοποιεί τις πράξεις του ως πρωταγωνιστή και τον /την ανάγει σε ένα επίπεδο, στο οποίο δε μπορεί να δεχθεί κριτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: