Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Η μητέρα του Κυρίου στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο και στις Πράξεις / Mary in Luke-Acts

Στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο διασώζονται οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μητέρα του Ιησού, στο μεγαλύτερό τους μέρος άγνωστες στους άλλους ευαγγελιστές. Αυτό οδήγησε τους ερμηνευτές στην υπόθεση ότι ο ευαγγελιστής ίσως έχει στη διάθεσή του μία πηγή πληροφοριών που συνδέεται με την ίδια τη μητέρα του Κυρίου ή με κάποιον κύκλο που σχετίζεται μαζί της. Οπωσδήποτε αυτό είναι πλέον δύσκολο να εξακριβωθεί. Εκείνο ωστόσο που προκύπτει ως συμπέρασμα από τη μελέτη του συγκεκριμένου υλικού είναι ο ιδιαίτερος ρόλος, τον οποίο φαίνεται να διαδραματίζει η μητέρα του Κυρίου στην ιστορία του Ιησού αλλά και σε εκείνην του λαού του Θεού. Μπορεί να εμφανίζεται στα πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου και στη συνέχεια να εξαφανίζεται, όταν πλέον κυριαρχεί ο υιός της, όμως η παρουσία της εκεί έχει ουσιαστική σημασία για όσα θα ακολουθήσουν. Άλλωστε, στα δύο αυτά πρώτα κεφάλαια, όπου περιέχονται κι οι σχετικές με τη μητέρα του Κυρίου περικοπές, απαντούν όλα τα βασικά στοιχεία της θεολογίας του κατά Λουκάν, όπως, για παράδειγμα, η κατανόηση όλων των γεγονότων του παρελθόντος και του παρόντος μέσα στην προοπτική ενός σχεδίου της Θείας Οικονομίας, η οικουμενική διάσταση του σχεδίου της σωτηρίας, η παρουσία των γυναικών μεταξύ των μαθητών του Ιησού και στην πρώτη Εκκλησία, το ενδιαφέρον για τις αδύναμες και περιθωριοποιημένες ομάδες, η έμφαση στην προσευχή και στην υπακοή. 
Εκτός από το κοινό υλικό με τους άλλους συνοπτικούς, η μητέρα του Κυρίου εμφανίζεται στο ιδιαίτερο υλικό των πρώτων δύο κεφαλαίων του τρίτου ευαγγελίου, στα περιστατικά της σύλληψης, της γέννησης και της παιδικής ηλικίας του Ιησού καθώς και στο μακαρισμό στο Λκ 11:27-28. 
Τα κεφάλαια 1 και 2 του ευαγγελίου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς οργάνωσης του υλικού τους. Μέσα από μία σειρά αριστοτεχνικών συγκρίσεων, παράλληλων διηγήσεων και έμμεσων αναφορών σε πρόσωπα και γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης αναδεικνύεται με σαφήνεια η ουσιαστικής σημασίας συμβολή της μητέρας του Κυρίου κι η ξεχωριστή της θέση στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Επιπλέον, εμφανίζεται ως μία γυναίκα με προσωπικότητα αλλά και με ρίζες βαθειές μέσα στην πίστη του Ισραήλ.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια ο ευαγγελιστής παρουσιάζει δύο ιστορίες να κινούνται παράλληλα: του Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ιησού. Δύο ευαγγελισμοί και δύο γεννήσεις λαμβάνουν χώρα: ο Γαβριήλ επισκέπτεται αρχικά τον Ζαχαρία, ιερέα και μελλοντικό πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή (1:5-26) και στη συνέχεια την Μαρία, παρθένο στην πόλη Ναζαρέτ, και συγγενή της συζύγου του Ζαχαρία Ελισάβετ (1:27-38) κι ακολουθούν η γέννηση του Ιωάννη (1:57-80) και του Ιησού (2:1-20). Από τον τρόπο που παρουσιάζονται τα γεγονότα καθίσταται σαφές ότι ο Ιησούς είναι κατά πολύ ανώτερος από τον Ιωάννη: είναι «μέγας» και «υἱός τοῦ ὑψίστου» (1:32) κι επειδή ακριβώς είναι ο υιός του Θεού, θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Μπορεί βέβαια η γέννηση του Ιωάννη να αποτελεί ένα παράδοξο γεγονός, αφού οι γονείς του είναι ήδη σε προχωρημένη ηλικία (1:18) κι η μητέρα του επιπλέον αδυνατεί να συλλάβει (1:36), αλλά η σύλληψη κι η γέννηση του Ιησού είναι ένα γεγονός πέρα από κάθε ανθρώπινη δυνατότητα, διότι είναι ο καρπός της επενέργειας του Αγίου Πνεύματος σε μία παρθένο (1:34-35). Όμως κι η μητέρα του Ιησού αναδεικνύεται μέσα από τη σύγκριση κατά πολύ ανώτερη. Ενώ ο Ζαχαρίας αντιμετωπίζει το χαρούμενο μήνυμα του αγγέλου με δικαιολογημένη δυσπιστία και γι’ αυτό του επιβάλλεται σιωπή μέχρι τη γέννηση του γιου του, η Μαριάμ ως γνήσιο τέκνο του Ισραήλ αποδέχεται με εμπιστοσύνη και απλότητα τις εξηγήσεις του Γαβριήλ και τον παράδοξο αλλά και δύσκολο ρόλο της (1:38: «ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου»). Ενώ ο Ζαχαρίας σιωπά για να εκφρασθεί μέσα από ένα δοξολογικό και προφητικό ύμνο μόνο μετά τη γέννηση του Ιωάννη, η Μαριάμ ξεσπά σε έναν ύμνο δοξολογίας και χαράς ήδη στην αρχή της εγκυμοσύνης της, ενώ λίγο πριν η Ελισάβετ γεμάτη από το Άγιο Πνεύμα ευλογεί τη συγγενή της και μητέρα του κυρίου της (1:43). Επιπλέον και σε αντίθεση προς τις αντιρρήσεις του Ζαχαρία, επανειλημμένα σημειώνεται στα πρώτα αυτά κεφάλαια ότι η Μαριάμ παρακολουθεί τα θαυμαστά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα και σχετίζονται με το παιδί της και τα κρατά «ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (2:19. 51). Το ρήμα «συμβάλλειν», που
χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής στο 2:19 («ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς»), δηλώνει ακριβώς ότι, αντίθετα με τους γύρω της (ποιμένες, διδασκάλους, Ιωσήφ κ.ά.), που απλά εκδηλώνουν την έκπληξη και τον θαυμασμό τους, αλλά δε φαίνεται να αντιλαμβάνονται τι ακριβώς συμβαίνει, η Μαριάμ είναι σε θέση να κατανοήσει το βαθύτερο περιεχόμενο των γεγονότων, διότι έχει ήδη προηγηθεί η συνάντησή της με τον Γαβριήλ και η συγκατάθεσή της να εκτελέσει την αποστολή που της ανατέθηκε. Έτσι δηλώνεται ο ιδιαίτερος ρόλος της μέσα στο έργο της σωτηρίας πάντων των λαών. Δεν είναι ένα άβουλο πιόνι στο σχέδιο σωτηρίας μίας παντοδύναμης θεότητας, αλλά αποδεικνύεται πρόθυμη και ταυτόχρονα ταπεινή συνεργάτις του Υψίστου στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους.
Αυτό το τελευταίο την καθιστά επίσης, όπως σημειώνει με έμμεσο τρόπο ο ευαγγελιστής, γνήσιο μέλος του εκλεκτού λαού του Θεού. Το ύφος που υιοθετεί εδώ ο Λουκάς –το οποίο μιμείται εκείνο της Παλαιάς Διαθήκης– και το λεξιλόγιο, που χρησιμοποιεί, παραπέμπουν σε πρόσωπα και γεγονότα του ιερού παρελθόντος του Ισραήλ και τοποθετούν έτσι τη μητέρα του Κυρίου μέσα στην ιστορία του εκλεκτού λαού. Η γλώσσα και το ύφος για παράδειγμα στον ύμνο της Μαριάμ κατά τη συνάντησή της με την Ελισάβετ (1:46-55) σαφώς ανακαλεί στη μνήμη των αναγνωστών του ευαγγελίου τον ύμνο των Ισραηλιτών (Έξ 15:1-21) μετά την θαυμαστή διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας και τον ευχαριστήριο ύμνο της μητέρας του Σαμουήλ Άννας (1Βασ 2:1-10), όταν ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές της και της χάρισε υιό. Η λογοτεχνική δομή του κειμένου εδώ έχει λοιπόν σαφώς μία βαθύτερη θεολογική σημασία· παραπέμπει, πρώτον, σε ανάλογα παραδείγματα από την ιερή ιστορία του Ισραήλ, τα οποία συνδέονται άμεσα με την ιστορία της Θείας Οικονομίας και εντάσσει, δεύτερον, τα γεγονότα που εδώ περιγράφονται (ευαγγελισμό, σύλληψη και γέννηση του Ιησού) μέσα σε αυτήν οδηγώντας έτσι σε μία θεολογική κλιμάκωση.
Η μητέρα όμως του Κυρίου είναι ταυτόχρονα μέλος του νέου λαού του Θεού, τον οποίον συναπαρτίζουν πλέον όχι μόνο τα φυσικά τέκνα του Ισραήλ αλλά κι εκείνοι από τα έθνη, οι οποίοι «φοβοῦνται» τον Κύριο, αφού πλέον η σωτηρία έχει ετοιμαστεί για όλους τους λαούς (πρβλ. επίσης
την προφητεία του Σαμουήλ στο 2:30-31: «τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν»). Για την ακρίβεια η μητέρα του Κυρίου αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα μέλους αυτού του νέου Ισραήλ, διότι στο πρόσωπό της συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τέτοιου ανθρώπου: την ταπείνωση και την υπακοή, την πρόθυμη εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Η φράση, με την οποία δηλώνει την πλήρη υποταγή της στο θέλημα του Κυρίου (1:38: «ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ
τὸ ῥῆμα σου»), αποτελεί την ίδια στιγμή υπόδειγμα αληθινής προσευχής και παραπέμπει στην ανάλογη φράση («γενηθήτω τὸ θέλημά σου») της Κυριακής προσευχής που παρέδωσε ο ίδιος ο Ιησούς ως τύπο προσευχής των ανθρώπων της Βασιλείας του Θεού. Με αυτόν το ρόλο της μητέρας του Κυρίου θα πρέπει να συνδεθούν δύο επιπλέον στοιχεία: α) η πληροφορία, η οποία διασώζεται στις Πράξεις των Αποστόλων, ότι δηλαδή η μητέρα του Κυρίου ήταν μέλος της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας των Ιεροσολύμων (Πρξ 1:14) και β) η διαβεβαίωση ότι το όνομά της θα το ευλογούν και θα το μακαρίζουν όλες οι επόμενες γενιές (Λκ 1:48). 
Το δεύτερο αυτό σημείο παραπέμπει σε ένα ακόμη περιστατικό που διασώζεται μόνο στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο στο 11:27-28. Σε κάποια στιγμή που ο Ιησούς δίδασκε ακούστηκε μία γυναικεία φωνή να μακαρίζει τη μητέρα του («μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας»). Ο Ιησούς ανταπαντά σε αυτό το σχόλιο με ένα νέο μακαρισμό: «μενοῦν μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ φυλάσσοντες». Η αντίδραση του Ιησού παραπέμπει στο περιστατικό με την αληθινή οικογένειά του, στο οποίο ήδη έγινε αναφορά και το οποίο παραθέτει κι ο Λουκάς (8:19-21). Στην προκειμένη όμως περίπτωση το κριτήριο που θέτει ο Ιησούς λειτουργεί περιεκτικά, διότι οι αναγνώστες γνωρίζουν ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου ότι η μητέρα του Ιησού είναι ένα κατεξοχήν παράδειγμα τέτοιου μακάριου ανθρώπου. Δεν είναι η φυσική ωστόσο σχέση εκείνη που την καθιστά μέλος της οικογένειας του Θεού και μακαρία αλλά η τήρηση του λόγου του Θεού ή όπως σημειώνει ο Χρυσόστομος: «οὐ γὰρ ἀπωθουμένου ἡ ἀπόκρισις ἦν, ἀλλὰ δεικνύντος ὅτι οὐδὲν αὐτὴν ὁ τόκος ὤνησεν ἄν, εἰ μὴ σφόδρα ἦν ἀγαθὴ καὶ πιστή». 
Και στο κατά Λουκάν τα θέματα της παρθενίας της Μαριάμ και της επενέργειας του Αγίου Πνεύματος στη σύλληψη και γέννηση του Ιησού επαναλαμβάνονται σε όλο το πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο του ευαγγελίου με παρόμοιο τρόπο, όπως συνέβη στο κατά Ματθαίον. Κι εδώ, όπως και στο κατά Ματθαίον, τονίζεται ο ρόλος της στο έργο της Θείας Οικονομίας, ταυτόχρονα όμως η μορφή της αποκτά εκκλησιολογική σημασία. Αναδεικνύεται ως ο τύπος του πιστού μέλους της Εκκλησίας, καθώς ενσαρκώνει εκείνα τα χαρακτηριστικά του, τα οποία στο κατά Λουκάν (και στις Πράξεις) προβάλλονται ως τα κύρια γνωρίσματα του ανθρώπου της Βασιλείας του Θεού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: