Oι πληροφορίες που δίνει το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο είναι πολύ περισσότερες από εκείνες του κατά Μάρκον ευαγγελίου. Στο κατά Ματθαίον η πίστη της αρχαίας Εκκλησίας για την παρθενία της Μαρίας δηλώνεται με σαφέστερο τρόπο.
Οι πληροφορίες που μας δίνονται από τον Ματθαίο είναι οι εξής:
(α) Κι ο Ματθαίος, όπως ο Μάρκος, διασώζει το όνομα της, αν και πολύ συχνά αναφέρεται σε αυτήν απλά ως την «μητέρα αὐτοῦ» (Μτ 2:14· 2:21·12:26).
(β) Ο Ματθαίος επαναλαμβάνει και τα δύο περιστατικά που συναντούμε και στους άλλους δύο συνοπτικούς (δηλ. το περιστατικό σχετικά με την αληθινή οικογένεια του Θεού: Μτ 12;46-50· Μκ 3:31-35· Λκ 18:19-21) κι εκείνο της επίσκεψης του Ιησού στη συναγωγή της Ναζαρέτ: Μτ 13:53-58· Μκ 6:1-6· Λκ 4:16-30).
(γ) Το νέο και ιδιαίτερο υλικό του Ματθαίου για τη μητέρα του Κυρίου εντοπίζεται στα δύο πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου, όπου περιγράφονται τα γεγονότα της γέννησης του Ιησού και της φυγής του στην Αίγυπτο και δίνεται κι η γενεαλογία του, μέσα από την οποία υπογραμμίζεται η δαυιδική καταγωγή του.
(δ) Το κατά Ματθαίον, όπως και το κατά Λουκάν, διασώζει τη γενεαλόγηση του Ιησού (αν και οι δύο γενεαλογίες διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους). Και στις δύο όμως περιπτώσεις ο Ιησούς γενεαλογείται από τη γενιά του Ιωσήφ, αν κι είναι σαφές και στις δύο περιπτώσεις ότι δεν πρόκειται για τον φυσικό του πατέρα (στο κατά Λουκάν αυτό δηλώνεται με τη φράση του ευαγγελιστή στο 3, 23 ότι ο Ιησούς «ἐνομίζετο» υιός του Ιωσήφ, ενώ στο Μτ 1, 16 με τη σύνδεση του Ιωσήφ με τη Μαρία, για την οποία λέγεται κατηγορηματικά ότι από εκείνη γεννήθηκε ο Ιησούς). Η αναφορά αυτή στη γενιά του Ιωσήφ, ο οποίος δεν είναι ο φυσικός πατέρας του Ιησού αλλά ο κατά νόμον πατέρας του, είναι σύμφωνη με τις πρακτικές των Ιουδαίων της εποχής της Καινής Διαθήκης οι οποίες μαρτυρούνται και στα ραββινικά κείμενα. Πέραν τούτου όμως η παράθεση των γενεαλογιών εξυπηρετεί τους ιδιαίτερους θεολογικούς σκοπούς του κάθε ευαγγελιστή· ο μεν Ματθαίος τονίζει μέσα από αυτήν τη δαυιδική καταγωγή του Ιησού, ένα θέμα ιδιαίτερα προσφιλές σε αυτό το ευαγγέλιο (βλ. όμως επίσης Μκ 12:35-37· Ρωμ. 1:3· 2Τιμ. 2:8), ο δε Λουκάς την καταγωγή του από τον Αδάμ και την οικουμενική και πανανθρώπινη σημασία που έχει η ενανθρώπηση του Υιού του Υψίστου.
(ε) Τόσο στο κατά Ματθαίον όσο και στο κατά Λουκάν δηλώνεται σαφώς ότι αυτό που ενεργεί κατά τη σύλληψη και γέννηση του Ιησού είναι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα (Μτ 1:18. 20 και Λκ 1:34) κι ότι το παιδί που θα γεννηθεί είναι εκείνος που θα σώσει το λαό από τις αμαρτίες του (Μτ 1:21), ο Μεσσίας από τη γενιά του Δαυίδ (Λκ 1:32), ο Υιός του Υψίστου (Λκ 1:32. 34).
(στ) Ο Ματθαίος τονίζει επίσης την εκ παρθένου γέννηση του Ιησού: α) με τη σαφή απόδοση της σύλληψης του Ιησού στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος (στ. 18), β) με τη συνειδητή επιλογή στο στ. 23 της ελληνικής εκδοχής του Ησα 7:17, όπου η λέξη ˓almâ του εβραϊκού κειμένου (που σημαίνει
«νεαρή γυναίκα» όχι κατ’ ανάγκη παρθένο) αποδίδεται με τη λ. «παρθένος» («ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καί τέξεται υἱὸν») και γ) με τη δήλωσή του στο στ. 25 ότι ο Ιωσήφ υπάκουσε στην εντολή του αγγέλου, πήρε μαζί του την Μαρία, αλλά «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν (δέν εἶχε δηλαδή μαζί της συζυγικές σχέσεις) ἕως οὗ ἔτεκεν υἱόν».
(ζ) Ο τελευταίος αυτός στίχος αποτελεί ένα ερμηνευτικό πρόβλημα και αντικείμενο έντονων θεολογικών συζητήσεων. Οπωσδήποτε η ασάφεια της διατύπωσης εδώ υποδηλώνει ότι δεν ήταν στα άμεσα θεολογικά ενδιαφέροντα του Ματθαίου να απαντήσει σε πιθανές αμφισβητήσεις του αειπάρθενου της μητέρας του Κυρίου, αλλά επιθυμεί να τονίσει την παρθενία της κατά τη γέννηση με σκοπό να υπογραμμίσει τη θεϊκή προέλευση του Ιησού. Η συγκεκριμένη διατύπωση δεν αποκλείει τη βεβαιότητα της Εκκλησίας ότι η Μαρία παρέμεινε παρθένος και μετά τη σύλληψη και γέννηση του Ιησού. Με αυτόν τον τρόπο κατανόησαν το κείμενο εδώ οι ερμηνευτές Πατέρες, οι οποίοι αναζήτησαν κι ανάλογα παραδείγματα μέσα στην Αγία Γραφή για να στηρίξουν τη θέση τους. Έτσι σε διάφορα σημεία της ελληνικής μετάφρασης των Ο΄ η φράση "ἕως οὗ" χρησιμοποιείται χωρίς να δηλώνει το τέλος μίας κατάστασης και τη μετάβαση σε μία νέα (Γεν 8:7· 2Βασ 6:23)
(η) Όπως και στον Λουκά, έτσι και στον Ματθαίο όλα τα σχετικά με τη γέννηση του Ιησού και τη μητέρα του γεγονότων κατανοούνται με τη βοήθεια της Παλαιάς Διαθήκης. Στην περίπτωση του κατά Ματθαίον ο ευαγγελιστής επιτυγχάνει αυτήν τη σύνδεση μεταξύ γεγονότων και προσώπων της Καινής Διαθήκης με αντίστοιχα της Παλαιάς μέσα από το σχήμα υπόσχεση-εκπλήρωση. Όσα θαυμαστά συμβαίνουν τώρα έχουν ήδη προφητευθεί και προσημανθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι επιστρατεύονται παλαιοδιαθηκικές προφητείες για να καταδειχθεί ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος σωτήρας από τη γενιά του Δαυίδ, ο οποίος από την πρώτη στιγμή της επίγειας δράσης του ταυτίζεται με το λαό του Ισραήλ και προβάλλεται ως ο Μωυσής (μέσα από την αναχώρηση στην Αίγυπτο και την επιστροφή από εκεί και τη σύνδεση αυτών των γεγονότων με τη σχετική προφητεία του Ωσηέ στο στ. 15). Η μητέρα του επίσης είναι η «παρθένος» της προφητείας του Ησαΐα κι εκείνη που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην έλευση του Εμμανουήλ. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν τονίζονται δύο στοιχεία: α) ο σημαντικός ρόλος της Μαρίας στο έργο της σωτηρίας και β) η ιδιαίτερη και ορισμένη θέση της –αφού εκπληρώνει συγκεκριμένες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης– μέσα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Μαζί με το στοιχείο της εκ παρθένου γέννησης του Ιησού αποτελούν τις σημαντικότερες πληροφορίες που παρέχει το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο για το πρόσωπο της μητέρας του Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου