Στην ιστοσελίδα The Bible and Interpretation έχει αναρτηθεί εδώ και μερικές μέρες ένα ενδιαφέρον σύντομο άρθρο του R. Joseph Hoffmann με θέμα το μεγάλο πρόβλημα της σύνταξης των ευαγγελίων. Ο Hoffmann παρουσιάζει στο πρώτο μέρος του άρθρου του τις κυρίαρχες απόψεις στην έρευνα (θεωρία των δύο πηγών, θεωρία Griesbach, παραδοσιακή άποψη για την ταύτιση της σειράς των ευαγγελίων στον κανόνα με τη χρονολογική κτλ.). Στη συνέχεια τονίζει την αδυναμία όλων αυτών των απόψεων να δώσουν μία ικανοποιητική και αποδεκτή από όλους απάντηση. Σημειώνει μάλιστα:
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο Hoffmann συγκρίνει τα ευαγγέλια με την περίπτωση του Ανακρέοντα, του γνωστού αρχαίου ποιητή του 6ου αι. π.Χ. Τα λιγοστά κείμενά του που σώθηκαν συγκεντρώθηκαν από τον Αρίσταρχο (2ος αι. π.Χ.). Σήμερα όμως σώζονται πολλά κείμενα, τα οποία φέρουν το όνομά του χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα δικά του. Αποτελούν απομιμήσεις του ύφους και του έργου του. Έτσι ο Ανακρέων διασώζεται μέσω όλων αυτών των απομιμήσεων και αντιγραφών.
Ο H. υποστηρίζει ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα μεταξύ της περίπτωσης του Ανακρέοντος και της ιστορίας σύνταξης των ευαγγελίων.
Ο συγγραφέας μάλιστα χαρακτηρίζει τα τέσσερα ευαγγέλια ως τέσσερις ασκήσεις αντιγραφής.
[Α.Τ.: Η θέση του Hoffmann είναι πραγματικά πρωτότυπη, όσον αφορά στο παράδειγμα του Ανακρέοντα και την υπόθεση ότι τα ευαγγέλια ουσιαστικά είναι η συσσώρευση ενός υλικού που προήλθε από την απομίμηση, διεύρυνση, αντιγραφή κτλ. του λιγοστού υλικού που πραγματικά προέρχεται από τον Ιησού. Νομίζω ότι ουσιαστικά κι εδώ έχουμε παραλλαγμένη την ίδια παλιά θέση ότι επάνω από τον ιστορικό Ιησού έχει συσσωρευθεί μία πληθώρα υλικού, ξένου στην πραγματικότητα προς αυτόν, που ο ερμηνευτής ως καλός αρχαιολόγος καλείται να παραμερίσει για να βρει κάπου εκεί στο βάθος θαμμένο τον ιστορικό Ιησού; Απλά η θέση του Η. δεν κατονομάζει αυτό το πρόβλημα, αλλά το μεταθέτει στο επίπεδο της σύνταξης των ευαγγελικών κειμένων χωρίς να αποκλείει τη δημιουργική συμμετοχή των ευαγγελιστών και ίσως και της κοινότητάς τους. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αν τα ευαγγέλια είναι πραγματικά ασκήσεις αντιγραφής και προσθήκης, τότε πώς εξηγείται η συμφωνία σε κάποια βασικά σημεία μεταξύ των ευαγγελίων και των παύλειων κειμένων (βλ. π.χ. Α΄ Κορ 15); Ή μήπως εννοεί ο Η. ότι η παράδοση για την ανάσταση για παράδειγμα αναπτύχθηκε στην εκκλησία και στη συνέχεια πέρασε στα ευαγγέλια; Πότε όμως έγινε αυτό; Σίγουρα πολύ νωρίς, γιατί ο Παύλος στην Α΄ Κορ (μ. 1ου αι. ) την γνωρίζει; Πόσο όμως αυτή η παράδοση θα μπορούσε να αναπτυχθεί αυθαίρετα κι ανεξάρτητα από τη μαρτυρία όσων είχαν ζήσει τα γεγονότα; Η ιδέα ότι κάποιοι ανώνυμοι συντάκτες παρέλαβαν κάποιο (προφορικό;) αυθεντικό υλικό και το εμπλούτισαν μιμούμενοί το, αφήνει απέξω στο μεγαλύτερο μέρος όλους αυτούς που υπήρξαν μάρτυρες των γεγονότων (και δεν εννοώ μόνο τους μαθητές). Μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι μόνο μετά το θάνατο του Ιησού και την ανάστασή του άρχισαν να αναπτύσσονται τέτοιες παραδόσεις για το πρόσωπό του. Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι θα πρέπει να δώσουμε δίκιο στον J. Dunn και στον K. Bailey ότι τέτοιες παραδόσεις άρχισαν να αναπτύσσονται ήδη πριν την ανάσταση, εξαιτίας της θαυμαστής προσωπικότητας του Ιησού, της διδασκαλίας και των θαυμάτων του κι ότι η διάδοση αυτών των παραδόσεων έγινε μέσα από το μηχανισμό της oral informal controlled tradition. Νομίζω ότι ίσως θα πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα από την παραδοσιακή αναζήτηση του ιστορικού Ιησού, την οποία περιγράψαμε πιο πριν. Ίσως τα πράγματα να είναι περισσότερο πολύπλοκα από μία ανακρεόντια λύση.]
Για να διαβάσετε το άρθρο του Hoffmann, πατήστε εδώ.
"Looking for the “origin” of a gospel is bit like looking for the body of Jesus in the tomb on Easter morning: it was here just a minute ago."
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο Hoffmann συγκρίνει τα ευαγγέλια με την περίπτωση του Ανακρέοντα, του γνωστού αρχαίου ποιητή του 6ου αι. π.Χ. Τα λιγοστά κείμενά του που σώθηκαν συγκεντρώθηκαν από τον Αρίσταρχο (2ος αι. π.Χ.). Σήμερα όμως σώζονται πολλά κείμενα, τα οποία φέρουν το όνομά του χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα δικά του. Αποτελούν απομιμήσεις του ύφους και του έργου του. Έτσι ο Ανακρέων διασώζεται μέσω όλων αυτών των απομιμήσεων και αντιγραφών.
Ο H. υποστηρίζει ότι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα μεταξύ της περίπτωσης του Ανακρέοντος και της ιστορίας σύνταξης των ευαγγελίων.
"... at a programmatic level, it needs to scrap the idea of authorial attribution completely and to acknowledge that the production of New Testament gospels, at least in the case of the synoptics, was an anacreonic process—a process of imitation, based on the desire to imitate and enhance rather than merely to produce or propagate an original. Admirers of the Jesus-story were using a prototype for copy exercises. Whose story it was is of no importance, and remains of no importance well into the second century."
Ο συγγραφέας μάλιστα χαρακτηρίζει τα τέσσερα ευαγγέλια ως τέσσερις ασκήσεις αντιγραφής.
[Α.Τ.: Η θέση του Hoffmann είναι πραγματικά πρωτότυπη, όσον αφορά στο παράδειγμα του Ανακρέοντα και την υπόθεση ότι τα ευαγγέλια ουσιαστικά είναι η συσσώρευση ενός υλικού που προήλθε από την απομίμηση, διεύρυνση, αντιγραφή κτλ. του λιγοστού υλικού που πραγματικά προέρχεται από τον Ιησού. Νομίζω ότι ουσιαστικά κι εδώ έχουμε παραλλαγμένη την ίδια παλιά θέση ότι επάνω από τον ιστορικό Ιησού έχει συσσωρευθεί μία πληθώρα υλικού, ξένου στην πραγματικότητα προς αυτόν, που ο ερμηνευτής ως καλός αρχαιολόγος καλείται να παραμερίσει για να βρει κάπου εκεί στο βάθος θαμμένο τον ιστορικό Ιησού; Απλά η θέση του Η. δεν κατονομάζει αυτό το πρόβλημα, αλλά το μεταθέτει στο επίπεδο της σύνταξης των ευαγγελικών κειμένων χωρίς να αποκλείει τη δημιουργική συμμετοχή των ευαγγελιστών και ίσως και της κοινότητάς τους. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Αν τα ευαγγέλια είναι πραγματικά ασκήσεις αντιγραφής και προσθήκης, τότε πώς εξηγείται η συμφωνία σε κάποια βασικά σημεία μεταξύ των ευαγγελίων και των παύλειων κειμένων (βλ. π.χ. Α΄ Κορ 15); Ή μήπως εννοεί ο Η. ότι η παράδοση για την ανάσταση για παράδειγμα αναπτύχθηκε στην εκκλησία και στη συνέχεια πέρασε στα ευαγγέλια; Πότε όμως έγινε αυτό; Σίγουρα πολύ νωρίς, γιατί ο Παύλος στην Α΄ Κορ (μ. 1ου αι. ) την γνωρίζει; Πόσο όμως αυτή η παράδοση θα μπορούσε να αναπτυχθεί αυθαίρετα κι ανεξάρτητα από τη μαρτυρία όσων είχαν ζήσει τα γεγονότα; Η ιδέα ότι κάποιοι ανώνυμοι συντάκτες παρέλαβαν κάποιο (προφορικό;) αυθεντικό υλικό και το εμπλούτισαν μιμούμενοί το, αφήνει απέξω στο μεγαλύτερο μέρος όλους αυτούς που υπήρξαν μάρτυρες των γεγονότων (και δεν εννοώ μόνο τους μαθητές). Μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι μόνο μετά το θάνατο του Ιησού και την ανάστασή του άρχισαν να αναπτύσσονται τέτοιες παραδόσεις για το πρόσωπό του. Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι θα πρέπει να δώσουμε δίκιο στον J. Dunn και στον K. Bailey ότι τέτοιες παραδόσεις άρχισαν να αναπτύσσονται ήδη πριν την ανάσταση, εξαιτίας της θαυμαστής προσωπικότητας του Ιησού, της διδασκαλίας και των θαυμάτων του κι ότι η διάδοση αυτών των παραδόσεων έγινε μέσα από το μηχανισμό της oral informal controlled tradition. Νομίζω ότι ίσως θα πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα από την παραδοσιακή αναζήτηση του ιστορικού Ιησού, την οποία περιγράψαμε πιο πριν. Ίσως τα πράγματα να είναι περισσότερο πολύπλοκα από μία ανακρεόντια λύση.]
Για να διαβάσετε το άρθρο του Hoffmann, πατήστε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου