Διαβάζοντας το βιβλίο του Robert R. Carroll, Wolf in the Sheepfold. The Bible as Problematic for Theology (1991, 1997) συνάντησα ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ένα ενδιαφέρον υποκεφάλαιο για το σκοτεινόν και ασαφές της Αγίας Γραφής. Παραθέτω στη συνέχεια κάποια τμήματα:
Ο Carroll ξεκινά με τη διαπίστωση ότι ανεξάρτητα από τη γλώσσα στην οποία διαβάζει κανείς την Αγία Γραφή τα προβλήματα της κατανόησης και της ερμηνείας παραμένουν. Ήδη οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς - για παράδειγμα ο Αυγουστίνος, ο Ωριγένης κ.ά.- εντόπισαν αυτή τη δυσκολία. Αντίθετα με την άποψη που επικράτησε από τη Μεταρρύθμιση κι εξής ότι η κατανόηση της Βίβλου ήταν απλή, παραμένει γεγονός ότι τα βιβλικά κείμενα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση, παραμένουν δύσκολα και συχνά δυσνόητα. Ίσως σε αυτό το σημείο η γλώσσα της Αγίας Γραφής να ομοιάζει εκείνη της ποίησης. Είναι μια γλώσσα που αποπειράται να μας μεταφέρει πέρα από τα σύνορα του συνηθισμένου μέσα στον χώρο του εξαιρετικού και υπερφυσικού και γι' αυτό αναγκαστικά και αναπόφευκτα δεν είναι σαφής. Ακόμη και μεταφράσεις, οι οποίες έγιναν από ειδικούς που διαθέτουν το λεγόμενο Sprachgefühl (αίσθηση της γλώσσας), δεν κατορθώνουν να διαπεράσουν το γνόφο του βιβλικού κειμένου και να καταστήσουν το τελευταίο διαφανές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον Carroll είναι το κείμενο του Ιεζεκιήλ ή εκείνο της Αποκάλυψης.
Η δυσκολία αυτή της γλώσσας της Βίβλου οφείλεται πρώτα από όλα στο ότι πραγματεύεται το θείο και το υπερβατικό και δεύτερον, στην ίδια την φύση αυτής της γλώσσας, η οποία είναι ποιητική, στο σημειολογικό της κώδικα και στους αρχαίους τρόπους έκφρασης. Καθώς η Αγία Γραφή είναι μια συλλογή από βιβλία, το καθένα από αυτά παρουσιάζει διαφορετικό βαθμό δυσκολίας. Ιστορίες, όπως εκείνη του Ιωνά, της Ρουθ, της Ιουδίθ φαίνονται ευκολότερες στην κατανόησή τους. Υπάρχουν ωστόσο σε κάθε ιστορία διαφορετικά έμμεσα και κρυφά νοήματα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν απορία στον αναγνώστη.
Συχνά βέβαια αυτό το γνοφώδες της Βίβλου παραβλέπεται από τους πιστούς ή επικαλύπτεται από διάφορες αντιλήψεις για τη θεοπνευστία της και τη διαφάνεια του νοήματός της. Σε τέτοια περιβάλλοντα, τα οποία απορρίπτουν την ιδέα ότι η Βίβλος μπορεί να είναι δύσκολη ή σύνθετη, προκρίνεται η θρησκευτική ανάγνωση επιλεγμένων τμημάτων της Βίβλου, κάτι το οποίο όμως εξαπλουστεύει και αγνοεί βάναυσα το σύνολο του κειμένου. Ωστόσο το βάθος, η δυσκολία και η ποικιλία είναι όλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα βιβλία της Αγίας Γραφής και τα οποία θέτουν το αίτημα της ερμηνείας.
Την ανάγκη αυτή την θέτει η ίδια η Κ.Δ. στην ιστορία του ευνούχου στο Πρξ 8, 26-39. Ο Αιθίοπας αξιωματούχος είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, ίσως ευσεβής σεβόμενος, που επιστρέφει από το προσκυνηματικό ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το ερώτημα που του θέτει ο Φίλιππος (ἆρά γε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;) και η απάντηση του αξιωματούχου (πῶς γὰρ ἂν δυναίμην ἐὰν μή τις ὀδηγήσει με;) είναι χαρακτηριστικές για το ζήτημα το οποίο συζητούμε. Η ιστορία θέτει αρκετά από τα ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με την ερμηνεία της Γραφής. Εκτός από την ανάγκη ενός έμπειρου ερμηνευτή σημειώνονται και άλλα δύο σημεία: α) ο Αιθίοπας θέτει το πρόβλημα της δυνατότητας κατανόησης του κειμένου που διαβάζει με πολλούς τρόπους (στ. 34) και β) ο Φίλιππος διαλύει την ασάφεια συνδέοντας το κείμενο με τον Ιησού Χριστό (στ. 35). Αυτές οι δύο αρχές είναι πολύ σημαντικές για την κατανόηση του βιβλικού κειμένου: τα κείμενα μπορούν να έχουν περισσότερες από μία σημασίες και προκειμένου να διαλυθεί η ασάφεια θα πρέπει να κατανοηθούν μέσα σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο. Το ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο είναι αναγκαίο για τον αναγνώστη του βιβλικού κειμένου. Ο ευνούχος στερείται αυτών των ερμηνευτικών προϋποθέσεων και γι' αυτό δεν μπορεί να κατανοήσει το κείμενο που διαβάζει. Αντίθετα ο Φίλιππος διαθέτει κάτι τέτοιο και είναι σε θέση να διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο με ένα συγκεκριμένο τρόπο και να απαντήσει στο ερώτημα του αξιωματούχου, ο οποίος τελικά αποφασίζει να βαπτισθεί. Εδώ έχουμε ένα συνδυασμό πολλών σημαντικών στοιχείων: του κειμένου και του αναγνώστη, του ερμηνευτή και του ερμηνευτικού πλαισίου, της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής (έρημος, νερό) και της δυνατότητας (αποδοχή, βάπτιση). Τα κείμενα δε σημαίνουν τίποτε από μόνα τους και απαιτούν συγκεκριμένες καταστάσεις στις οποίες οι ερμηνευτές χρησιμοποιούν το ερμηνευτικό τους οπλοστάσιο προκειμένου να απαντήσουν σε συγκεκριμένα προβλήματα ερμηνείας. Διαφορετικές περιστάσεις και καταστάσεις, διαφορετικά ζητήματα και διαφορετικοί ερμηνευτές θα γεννήσουν διαφορετικές ερμηνείες από τα ίδια κείμενα.
Στη δυσκολία και την ποικιλία του βιβλικού κειμένου θα πρέπει να προστεθεί η αμφισημία αλλά και το ανοικτό τέλος του νοήματός του καθώς επίσης η κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αναγνώστης/ερμηνευτής και οι ερμηνευτικές του προϋποθέσεις. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες συμβάλλει σημαντικά στις διαφορετικές αναγνώσεις του κειμένου. Αρχαίοι τεχνικοί όροι, όπως "ἐξήγησις" ή "εἰσήγησις" αναφέρονται στους διάφορους τρόπους ανάγνωσης του κειμένου, οι οποίοι όμως είναι περισσότερο περίπλοκοι από όσο μπορεί να δηλώνουν οι δύο αυτοί τεχνικοί όροι.
(σσ. 11-14)
Ο Carroll ξεκινά με τη διαπίστωση ότι ανεξάρτητα από τη γλώσσα στην οποία διαβάζει κανείς την Αγία Γραφή τα προβλήματα της κατανόησης και της ερμηνείας παραμένουν. Ήδη οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς - για παράδειγμα ο Αυγουστίνος, ο Ωριγένης κ.ά.- εντόπισαν αυτή τη δυσκολία. Αντίθετα με την άποψη που επικράτησε από τη Μεταρρύθμιση κι εξής ότι η κατανόηση της Βίβλου ήταν απλή, παραμένει γεγονός ότι τα βιβλικά κείμενα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση, παραμένουν δύσκολα και συχνά δυσνόητα. Ίσως σε αυτό το σημείο η γλώσσα της Αγίας Γραφής να ομοιάζει εκείνη της ποίησης. Είναι μια γλώσσα που αποπειράται να μας μεταφέρει πέρα από τα σύνορα του συνηθισμένου μέσα στον χώρο του εξαιρετικού και υπερφυσικού και γι' αυτό αναγκαστικά και αναπόφευκτα δεν είναι σαφής. Ακόμη και μεταφράσεις, οι οποίες έγιναν από ειδικούς που διαθέτουν το λεγόμενο Sprachgefühl (αίσθηση της γλώσσας), δεν κατορθώνουν να διαπεράσουν το γνόφο του βιβλικού κειμένου και να καταστήσουν το τελευταίο διαφανές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον Carroll είναι το κείμενο του Ιεζεκιήλ ή εκείνο της Αποκάλυψης.
Η δυσκολία αυτή της γλώσσας της Βίβλου οφείλεται πρώτα από όλα στο ότι πραγματεύεται το θείο και το υπερβατικό και δεύτερον, στην ίδια την φύση αυτής της γλώσσας, η οποία είναι ποιητική, στο σημειολογικό της κώδικα και στους αρχαίους τρόπους έκφρασης. Καθώς η Αγία Γραφή είναι μια συλλογή από βιβλία, το καθένα από αυτά παρουσιάζει διαφορετικό βαθμό δυσκολίας. Ιστορίες, όπως εκείνη του Ιωνά, της Ρουθ, της Ιουδίθ φαίνονται ευκολότερες στην κατανόησή τους. Υπάρχουν ωστόσο σε κάθε ιστορία διαφορετικά έμμεσα και κρυφά νοήματα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν απορία στον αναγνώστη.
Συχνά βέβαια αυτό το γνοφώδες της Βίβλου παραβλέπεται από τους πιστούς ή επικαλύπτεται από διάφορες αντιλήψεις για τη θεοπνευστία της και τη διαφάνεια του νοήματός της. Σε τέτοια περιβάλλοντα, τα οποία απορρίπτουν την ιδέα ότι η Βίβλος μπορεί να είναι δύσκολη ή σύνθετη, προκρίνεται η θρησκευτική ανάγνωση επιλεγμένων τμημάτων της Βίβλου, κάτι το οποίο όμως εξαπλουστεύει και αγνοεί βάναυσα το σύνολο του κειμένου. Ωστόσο το βάθος, η δυσκολία και η ποικιλία είναι όλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα βιβλία της Αγίας Γραφής και τα οποία θέτουν το αίτημα της ερμηνείας.
Την ανάγκη αυτή την θέτει η ίδια η Κ.Δ. στην ιστορία του ευνούχου στο Πρξ 8, 26-39. Ο Αιθίοπας αξιωματούχος είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, ίσως ευσεβής σεβόμενος, που επιστρέφει από το προσκυνηματικό ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το ερώτημα που του θέτει ο Φίλιππος (ἆρά γε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;) και η απάντηση του αξιωματούχου (πῶς γὰρ ἂν δυναίμην ἐὰν μή τις ὀδηγήσει με;) είναι χαρακτηριστικές για το ζήτημα το οποίο συζητούμε. Η ιστορία θέτει αρκετά από τα ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με την ερμηνεία της Γραφής. Εκτός από την ανάγκη ενός έμπειρου ερμηνευτή σημειώνονται και άλλα δύο σημεία: α) ο Αιθίοπας θέτει το πρόβλημα της δυνατότητας κατανόησης του κειμένου που διαβάζει με πολλούς τρόπους (στ. 34) και β) ο Φίλιππος διαλύει την ασάφεια συνδέοντας το κείμενο με τον Ιησού Χριστό (στ. 35). Αυτές οι δύο αρχές είναι πολύ σημαντικές για την κατανόηση του βιβλικού κειμένου: τα κείμενα μπορούν να έχουν περισσότερες από μία σημασίες και προκειμένου να διαλυθεί η ασάφεια θα πρέπει να κατανοηθούν μέσα σε ένα ερμηνευτικό πλαίσιο. Το ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο είναι αναγκαίο για τον αναγνώστη του βιβλικού κειμένου. Ο ευνούχος στερείται αυτών των ερμηνευτικών προϋποθέσεων και γι' αυτό δεν μπορεί να κατανοήσει το κείμενο που διαβάζει. Αντίθετα ο Φίλιππος διαθέτει κάτι τέτοιο και είναι σε θέση να διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο με ένα συγκεκριμένο τρόπο και να απαντήσει στο ερώτημα του αξιωματούχου, ο οποίος τελικά αποφασίζει να βαπτισθεί. Εδώ έχουμε ένα συνδυασμό πολλών σημαντικών στοιχείων: του κειμένου και του αναγνώστη, του ερμηνευτή και του ερμηνευτικού πλαισίου, της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής (έρημος, νερό) και της δυνατότητας (αποδοχή, βάπτιση). Τα κείμενα δε σημαίνουν τίποτε από μόνα τους και απαιτούν συγκεκριμένες καταστάσεις στις οποίες οι ερμηνευτές χρησιμοποιούν το ερμηνευτικό τους οπλοστάσιο προκειμένου να απαντήσουν σε συγκεκριμένα προβλήματα ερμηνείας. Διαφορετικές περιστάσεις και καταστάσεις, διαφορετικά ζητήματα και διαφορετικοί ερμηνευτές θα γεννήσουν διαφορετικές ερμηνείες από τα ίδια κείμενα.
Στη δυσκολία και την ποικιλία του βιβλικού κειμένου θα πρέπει να προστεθεί η αμφισημία αλλά και το ανοικτό τέλος του νοήματός του καθώς επίσης η κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αναγνώστης/ερμηνευτής και οι ερμηνευτικές του προϋποθέσεις. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες συμβάλλει σημαντικά στις διαφορετικές αναγνώσεις του κειμένου. Αρχαίοι τεχνικοί όροι, όπως "ἐξήγησις" ή "εἰσήγησις" αναφέρονται στους διάφορους τρόπους ανάγνωσης του κειμένου, οι οποίοι όμως είναι περισσότερο περίπλοκοι από όσο μπορεί να δηλώνουν οι δύο αυτοί τεχνικοί όροι.
(σσ. 11-14)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου