Πρώτη εισήγηση σήμερα το πρωί ήταν εκείνη του καθ. Gerd Theißen (Historischer Jesus und kerygmatischer Jesus). O ομιλητής έθεσε στην αρχή το ερώτημα πώς μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά ότι οι άνθρωποι είδαν στον Ιησού κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό άνθρωπο. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα είναι οι εξής: 1) επειδή το δήλωσε ο ίδιος ο Ιησούς, 2) εξαιτίας των εμφανίσεων μετά την ανάσταση και 3) επειδή του αποδόθηκε ο ρόλος του σωτήρα που ήταν γνωστός από το περιβάλλον του. Ο καθηγητής σχολίασε τις τρεις αυτές απαντήσεις και τις συνέδεσε αντίστοιχα με 1) την αρχαία αντίληψη για την κοινωνική θέση, 2) τη μονοθεϊστική δυναμική και 3) το συγκρητισμό της υπέρβασης (στην αντιπαράθεση των αρχαίων χριστιανών με τις διάφορες μορφές σωτήρων, έπρεπε να τονίσουν ότι ο Ιησούς ήταν πολύ ανώτερος από όλους αυτούς).
Σε αυτά τα τρία σημεία ο Theißen πρόσθεσε ένα τέταρτο, το οποίο βασίζεται στη γνωσιολογική θρησκειολογία. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν οι αντίθετες προς τις γενικά αποδεκτές ιδέες οδηγούν στην υπέρβαση των οντολογικών ορίων και γίνονται αφορμή για τη διάδοση θρησκευτικών ιδεών. Σύμφωνα με τον ομιλητή αυτό το θεωρητικό μοντέλο μπορεί να εξηγήσει τη διάδοση του κηρύγματος για τον Χριστό.
Ο δεύτερος ομιλητής ήταν ο καθηγητής U. Luz (The Use of Jesus-traditions in the Post-Pauline Letters and Paul). Θέμα της εισήγησής του ήταν η χρήση της παράδοσης του Ιησού από τον Παύλο και η διερεύνηση του κατά πόσο ο χριστιανισμός του Παύλου (για τον οποίο έκανε λόγο η θρησκειοϊστορική Σχολή) μπορεί να θεωρηθεί μία νέα θρησκεία σε σύγκριση προς το κίνημα του Ιησού στην Παλαιστίνη. Είναι ο Παύλος ο δεύτερος ιδρυτής του Χριστιανισμού; Στο πρώτο μέρος της εισήγησης ο Luz αναζήτησε ίχνη της παράδοσης για τον Ιησού σε κείμενα του αρχέγονου Χριστιανισμού εκτός του Παύλου (Ιγνάτιο, Πολύκαρπο, ποιμαντικές επιστολές κ.ά.) Τα συμπεράσματα αυτού του πρώτου μέρους ήταν ότι οι συγγραφείς αυτών των κειμένων είχαν καλή γνώση της παράδοσης του Ιησού, κυρίως γνώριζαν τον Ματθαίο κι ίσως και τον Λουκά και οι αναφορές στον Κύριο δεν είναι κατά λέξη παραπομπές σε λόγιά του αλλά συνήθως είναι προσαρμοσμένες στη συνάφεια ή παρατίθενται από μνήμης.
Στον Παύλο υπάρχουν τέτοιες σαφείς αναφορές στα λόγια του Κυρίου αλλά και πάλι δεν είναι κατά λέξη παραθέσεις. Αυτές οι αναφορές δεν είναι αρκετές. Όσον αφορά στο υλικό από την παράδοση του Ιησού, που παραθέτει, αυτό σχετίζεται με την ιστορία του Πάθους και με λόγια του Ιησού που συνδέονται με την Ομιλία σε πεδινό τόπο. Το συμπέρασμα της σύγκρισης με τα παραδείγματα από τα άλλα κείμενα του αρχέγονου Χριστιανισμού είναι ότι υπάρχει μία συνέχεια μεταξύ τους. Ο Παύλος δεν αποτελεί εξαίρεση και φυσικά δεν υπήρξε ο ιδρυτής ενός χριστιανισμού που δεν στηριζόταν στον Ιησού.
Η επόμενη εισήγηση ήταν εκείνη του P. Marecek [The Appearance of Jesus on the Road to Emmaus (Lk 24:13-35). Its Historicity and Significance]. Ο ομιλητής χρησιμοποίησε διάφορα ερμηνευτικά εργαλεία για να αναπαραστήσει την ιστορία του συγκεκριμένου κειμένου, να εντοπίσει την ιστορική του συνάφεια και να αναδείξει το νόημά του. Με τη βοήθεια της κριτικής των μορφών ανέλυσε τις ενότητες του κειμένου για να εντοπίσει τις χαρακτηριστικές δομές και τα θέματα της περικοπής. Στη συνέχεια εφαρμόζοντας την κριτική της σύνταξης ο ομιλητής παρουσίασε τον τρόπο που ο συγγραφέας του τρίτου ευαγγελίου επέλεξε και ενέταξε τις πηγές του κατά τη σύνταξη της συγκεκριμένης περικοπής.
Η τελευταία εισήγηση της πρωινής συνεδρίας ήταν εκείνη της καθηγήτριας M. Rysková (Paulus und die Tradition der Jesusworte). Η εισηγήτρια τόνισε στην αρχή τη σημασία που είχε η προφητική παράδοση στις αρχαίες εκκλησιαστικές κοινότητες. Ιδιαίτερα στις κοινότητες που ίδρυσε ο Παύλος το χάρισμα της προφητείας έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Στη συνέχεια έθεσε τα εξής ερωτήματα: πώς ήταν αυτή η παράδοση, αν μπορεί να εντοπισθεί στα κείμενα του Παύλου, που είναι από τα αρχαιότερα της Κ.Δ., τι μπορεί να εντοπισθεί σε αυτά, αν υπάρχει μία σχέση μεταξύ της παράδοσης και της προφητείας στις παύλειες κοινότητες. Η απάντηση στα ερωτήματα έγινε σε τρία μέρη: στην αρχή η Rysková ανέλυσε το θέμα του Παύλου ως προφήτη στη γραμμή των προφητών της Π.Δ., στη συνέχεια εξέτασε τη σχέση του Παύλου με την παράδοση των λόγων του Ιησού και τέλος, επικεντρώθηκε στο 1 Θεσσ 4,15 εξ. ως ένα πιθανό παράδειγμα ενός προφητικού λόγου του Παύλου ο οποίος συνεχίζει τους λόγους του Ιησού. Σε αυτό το παράδειγμα καθίσταται σαφές ότι η "προφητική ερμηνεία" που κάνει ο Παύλος έδωσε την ευκαιρία σύνδεσης των ιδεών της παράδοσης (κηρύγματος) με συγκεκριμένα προβλήματα της χριστιανικής ζωής.
Στην απογευματινή συνεδρία πρώτος ομιλητής ήταν ο J. Charlesworth (The Historical Jesus in the Fourth Gospel: A Paradigm Shift). Ο ομιλητής αμφισβήτησε την άποψη, η οποία κυριαρχεί μέχρι και σήμερα στην έρευνα του ιστορικού Ιησού, ότι το κατά Ιωάννην δεν παρέχει καμιά ιστορική μαρτυρία για τη ζωή του Ιησού. Ανέφερε 10 λόγους γιατί αυτό δε μπορεί να ισχύσει: 1) το κατά Ιωάννην έχει βέβαια έντονο θεολογικό χρωματισμό αλλά δεν είναι το μόνο ευαγγέλιο που έχει θεολογία, 2) ο Ιωάννης δεν εξαρτάται απόλυτα από τους συνοπτικούς, 3) οι παραδόσεις που διασώζει το Ιω δεν είναι υποχρεωτικό να είναι μεταγενέστερες εκείνων των συνοπτικών, 4) οι συνοπτικοί δεν είναι ανώτεροι από το Ιω όσον αφορά στις ιστορικές πληροφορίες, 5) η χρονολογία που παρέχουν τα συνοπτικά δεν είναι ανώτερη εκείνης του Ιω, 6) η γεωγραφία των συνοπτικών ίσως προϋποθέτει την έμφαση που θέτει το Ιω στη Γαλιλαία, 7) η εξουσία του Ιησού και η αντίληψη που έχει για τον εαυτό του δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του Ιω, 8) οι παραδόσεις του Ιω για τους λόγους του Ιησού μπορεί να στηρίζονται σε υλικό αρχαιότερο των συνοπτικών, 9) ονόματα και ανωνυμία: δεν υπάρχουν κανόνες στον τρόπο που μεταδόθηκαν οι παραδόσεις, 10) το Ιω γνωρίζει τον Ιουδαϊσμό πριν το 70 καλύτερα από τους συνοπτικούς. Η πρόταση του Charlesworth είναι ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πηγές κι ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα αποδεικνύον ότι υπάρχει ιστορικό υλικό σχετικά με τον Ιησού στο Ιω.
Η δεύτερη εισήγηση ήταν του V. Vitkovskyi (Hat Jesus historische Parallelen? Methodologische Erwägungen). Η εισήγησή του στηρίχθηκε σε δύο βασικές θέσεις: α) ότι τουλάχιστον μερικοί λαοί μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, γιατί έχουν την ίδια πορεία και β) ότι η μορφή του Ιησού δεν είναι απλά ιστορική αλλά και λογοτεχνική. Στη συνέχεια σύγκρινε την πορεία τεσσάρων λαών: Έλληνες, Ιουδαίοι, Τσέχοι και Ρώσοι και τέσσερις μορφές από αυτούς τους λαούς: Σωκράτη, Ιησού, Huss κι έναν εθνικό ήρωα των Ρώσων (μου διαφεύγει το όνομα) και προσπάθησε να βρει ομοιότητες μεταξύ τους και να διατυπώσει ένα μοντέλο του αγωνιστή, μάρτυρα ήρωα. [Α.Τ. τα πρόσωπα που χρησιμοποίησε δεν είχαν κοινά στοιχεία μεταξύ τους, κάτι που επισημάνθηκε στις ερωτήσεις. Η μόνη εγγύτητα που μπορεί να διαπιστωθεί είναι μεταξύ του Σωκράτη και του Ιησού. Επίσης ο τρόπος που παρουσιάστηκε η πορεία της ιστορίας των τεσσάρων λαών ήταν υπεραπλουστευτική και αστήρικτη σε ιστορικά στοιχεία.]
Στη συνέχεια ο J. Klimes διάβασε τη δική του εισήγηση (Jesus' gradual acceptation of an identity of suffering Messiah from the point of view of psychology). Ουσιαστικά προσπάθησε να εντοπίσει στο πρόσωπο του Ιησού μία πορεία ανάπτυξης της αυτοσυνειδησίας του ιδιαίτερα λίγο πριν από το πάθος με τη βοήθεια του μοντέλου της των φάσεων ανάπτυξης μίας νέας ταυτότητας μετά από ένα σοκ. [Α.Τ.: στη συζήτηση που ακολούθησε εντοπίσθηκε το πρόβλημα εφαρμογής τέτοιων ψυχολογικών μοντέλων σε ένα πρόσωπο, όπως είναι ο Ιησούς, για τον οποίο δε διαθέτουμε τίποτε άλλο από τις αφηγήσεις τρίτων για το πρόσωπό του.]
Τελευταία ήταν η δική μου εισήγηση (Judas' death: A Case of Early Christian damnatio memoriae?). Στην εισήγηση σύγκρινα τρεις αφηγήσεις για το θάνατο του Ιούδα (Μτ 27,3-10, Πρξ 1,15-20 και ένα απόσπασμα του Παπία) και εντόπισα τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν στον παρελθόν να συνδυασθούν αυτές οι αφηγήσεις σε μία ενιαία αφήγηση για το θάνατο του Ιούδα, οι τρόποι που πεθαίνει ο Ιούδας είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Αυτό σε συνδυσμό με την έντονη παρουσία χωρίων και έμμεσων αναφορών στην Π.Δ. στις συγκεκριμένες αφηγήσεις έθεσε το ερώτημα κατά πόσο αυτές είναι ιστορικά αξιόπιστες. Η σύγχρονη έρευνα για την πολιτισμική μνήμη κατέληξε σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα: οι αρχαίες κοινωνίες διέσωσαν γεγονότα μέσα σε προφορικές παραδόσεις, οι οποίες όμως δεν είναι απλά ξερές αφηγήσεις και "δοχεία" αποθήκευσης δεδομένων αλλά μάλλον μία δημιουργική και συνθετική ανάμνηση των γεγονότων. Ο αφηγητής δημιουργεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί τις πληροφορίες του. Επομένως δε μπορεί να υπάρξει ένας μόνο τρόπος ανάμνησης ενός συγκεκριμένου γεγονότος / προσώπου αλλά πολλοί ανάλογα με τις ανάγκες της κοινότητας. Άλλωστε η μνήμη δεν είναι συνήθως ατομική αλλά διαμορφώνεται μέσα σε συλλογικές συνάφεις (κοινωνική μνήμη). Επομένως τα χωρία της Π.Δ. στην περίπτωση του Ιούδα δημιουργούν τέτοια πλαίσια εναποθέτησης των δεδομένων σχετικά με τον Ιούδα και με τα παραπάνω μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη των διαφορετικών αφηγήσεων για το θάνατο του Ιούδα. Αυτές οι αφηγήσεις παρά τις διαφορές τους παρουσιάζουν ένα κοινό σημείο: όλες παρουσιάζουν τον Ιούδα αρνητικά ατιμάζοντας τη μνήμη του. Αυτή η τάση θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα ανάλογο φαινόμενο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, τη damnatio memoriae (στο κείμενο χρησιμοποιήθηκε όχι με τη συνηθισμένη έννοια της απάλειψης ενός ονόματος από μία επιγραφή ή της παράστασης ενός αυτοκράτορα από νομίσματα κτλ.αλλά με τη γενικότερη τάση ατίμωσης του ονόματος εκείνου που θεωρήθηκε προδότης). Από κοινωνιολογική άποψη αυτές οι πρακτικές σκοπό έχουν να ενισχύσουν την ταυτότητα μίας ομάδας, να θέσουν τα όρια της αποβάλλοντας έξω από αυτά καθένα που την απειλεί. Σε λογοτεχνικό επίπεδο μία ιδιαίτερη περίπτωση damnatio κάποιου είναι η περιγραφή του θανάτου των ασεβών, υβριστών, προδοτών κτλ. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις περιγραφές (ξαφνικός θάνατος, αρρώστεια με φρικτά συμπτώματα κτλ.) απαντούν και στις τρεις αφηγήσεις για τον θάνατο του Ιούδα. Στην περίπτωση του Μτ η αυτοκτονία του Ιούδα δε φαίνεται να είναι μία ευγενική πράξη αλλά ο θάνατος που αρμόζει σε έναν προδότη. Βέβαια στο Μτ έχουμε ίχνη μόνο αυτής της damnatio [όπως μου επεσήμανε στη συζήτηση και ο καθ. Luz] στις Πρξ όμως και στον Παπία αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο. Για να πετύχουν αυτήν την αμαύρωση της μνήμης του Ιούδα οι τρεις αυτές παραδόσεις χρησιμοποιούν μοτίβα του θανάτου του ασεβούς που είναι γνωστά από το περιβάλλον και κείμενα της Π.Δ. Με τη βοήθεια της διακειμενικότητας και της λεγόμενης interfigurality (μεταβίβαση στο χαρακτήρα μίας ιστορίας χαρακτηριστικών ενός άλλου χαρακτήρα από άλλο κείμενο) οι τρεις αυτές παραδόσεις προειδοποιούσαν τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας και όριζαν τα χαρακτηριστικά του αληθινού μέλους της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Σε αυτά τα τρία σημεία ο Theißen πρόσθεσε ένα τέταρτο, το οποίο βασίζεται στη γνωσιολογική θρησκειολογία. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν οι αντίθετες προς τις γενικά αποδεκτές ιδέες οδηγούν στην υπέρβαση των οντολογικών ορίων και γίνονται αφορμή για τη διάδοση θρησκευτικών ιδεών. Σύμφωνα με τον ομιλητή αυτό το θεωρητικό μοντέλο μπορεί να εξηγήσει τη διάδοση του κηρύγματος για τον Χριστό.
Ο δεύτερος ομιλητής ήταν ο καθηγητής U. Luz (The Use of Jesus-traditions in the Post-Pauline Letters and Paul). Θέμα της εισήγησής του ήταν η χρήση της παράδοσης του Ιησού από τον Παύλο και η διερεύνηση του κατά πόσο ο χριστιανισμός του Παύλου (για τον οποίο έκανε λόγο η θρησκειοϊστορική Σχολή) μπορεί να θεωρηθεί μία νέα θρησκεία σε σύγκριση προς το κίνημα του Ιησού στην Παλαιστίνη. Είναι ο Παύλος ο δεύτερος ιδρυτής του Χριστιανισμού; Στο πρώτο μέρος της εισήγησης ο Luz αναζήτησε ίχνη της παράδοσης για τον Ιησού σε κείμενα του αρχέγονου Χριστιανισμού εκτός του Παύλου (Ιγνάτιο, Πολύκαρπο, ποιμαντικές επιστολές κ.ά.) Τα συμπεράσματα αυτού του πρώτου μέρους ήταν ότι οι συγγραφείς αυτών των κειμένων είχαν καλή γνώση της παράδοσης του Ιησού, κυρίως γνώριζαν τον Ματθαίο κι ίσως και τον Λουκά και οι αναφορές στον Κύριο δεν είναι κατά λέξη παραπομπές σε λόγιά του αλλά συνήθως είναι προσαρμοσμένες στη συνάφεια ή παρατίθενται από μνήμης.
Στον Παύλο υπάρχουν τέτοιες σαφείς αναφορές στα λόγια του Κυρίου αλλά και πάλι δεν είναι κατά λέξη παραθέσεις. Αυτές οι αναφορές δεν είναι αρκετές. Όσον αφορά στο υλικό από την παράδοση του Ιησού, που παραθέτει, αυτό σχετίζεται με την ιστορία του Πάθους και με λόγια του Ιησού που συνδέονται με την Ομιλία σε πεδινό τόπο. Το συμπέρασμα της σύγκρισης με τα παραδείγματα από τα άλλα κείμενα του αρχέγονου Χριστιανισμού είναι ότι υπάρχει μία συνέχεια μεταξύ τους. Ο Παύλος δεν αποτελεί εξαίρεση και φυσικά δεν υπήρξε ο ιδρυτής ενός χριστιανισμού που δεν στηριζόταν στον Ιησού.
Η επόμενη εισήγηση ήταν εκείνη του P. Marecek [The Appearance of Jesus on the Road to Emmaus (Lk 24:13-35). Its Historicity and Significance]. Ο ομιλητής χρησιμοποίησε διάφορα ερμηνευτικά εργαλεία για να αναπαραστήσει την ιστορία του συγκεκριμένου κειμένου, να εντοπίσει την ιστορική του συνάφεια και να αναδείξει το νόημά του. Με τη βοήθεια της κριτικής των μορφών ανέλυσε τις ενότητες του κειμένου για να εντοπίσει τις χαρακτηριστικές δομές και τα θέματα της περικοπής. Στη συνέχεια εφαρμόζοντας την κριτική της σύνταξης ο ομιλητής παρουσίασε τον τρόπο που ο συγγραφέας του τρίτου ευαγγελίου επέλεξε και ενέταξε τις πηγές του κατά τη σύνταξη της συγκεκριμένης περικοπής.
Η τελευταία εισήγηση της πρωινής συνεδρίας ήταν εκείνη της καθηγήτριας M. Rysková (Paulus und die Tradition der Jesusworte). Η εισηγήτρια τόνισε στην αρχή τη σημασία που είχε η προφητική παράδοση στις αρχαίες εκκλησιαστικές κοινότητες. Ιδιαίτερα στις κοινότητες που ίδρυσε ο Παύλος το χάρισμα της προφητείας έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Στη συνέχεια έθεσε τα εξής ερωτήματα: πώς ήταν αυτή η παράδοση, αν μπορεί να εντοπισθεί στα κείμενα του Παύλου, που είναι από τα αρχαιότερα της Κ.Δ., τι μπορεί να εντοπισθεί σε αυτά, αν υπάρχει μία σχέση μεταξύ της παράδοσης και της προφητείας στις παύλειες κοινότητες. Η απάντηση στα ερωτήματα έγινε σε τρία μέρη: στην αρχή η Rysková ανέλυσε το θέμα του Παύλου ως προφήτη στη γραμμή των προφητών της Π.Δ., στη συνέχεια εξέτασε τη σχέση του Παύλου με την παράδοση των λόγων του Ιησού και τέλος, επικεντρώθηκε στο 1 Θεσσ 4,15 εξ. ως ένα πιθανό παράδειγμα ενός προφητικού λόγου του Παύλου ο οποίος συνεχίζει τους λόγους του Ιησού. Σε αυτό το παράδειγμα καθίσταται σαφές ότι η "προφητική ερμηνεία" που κάνει ο Παύλος έδωσε την ευκαιρία σύνδεσης των ιδεών της παράδοσης (κηρύγματος) με συγκεκριμένα προβλήματα της χριστιανικής ζωής.
Στην απογευματινή συνεδρία πρώτος ομιλητής ήταν ο J. Charlesworth (The Historical Jesus in the Fourth Gospel: A Paradigm Shift). Ο ομιλητής αμφισβήτησε την άποψη, η οποία κυριαρχεί μέχρι και σήμερα στην έρευνα του ιστορικού Ιησού, ότι το κατά Ιωάννην δεν παρέχει καμιά ιστορική μαρτυρία για τη ζωή του Ιησού. Ανέφερε 10 λόγους γιατί αυτό δε μπορεί να ισχύσει: 1) το κατά Ιωάννην έχει βέβαια έντονο θεολογικό χρωματισμό αλλά δεν είναι το μόνο ευαγγέλιο που έχει θεολογία, 2) ο Ιωάννης δεν εξαρτάται απόλυτα από τους συνοπτικούς, 3) οι παραδόσεις που διασώζει το Ιω δεν είναι υποχρεωτικό να είναι μεταγενέστερες εκείνων των συνοπτικών, 4) οι συνοπτικοί δεν είναι ανώτεροι από το Ιω όσον αφορά στις ιστορικές πληροφορίες, 5) η χρονολογία που παρέχουν τα συνοπτικά δεν είναι ανώτερη εκείνης του Ιω, 6) η γεωγραφία των συνοπτικών ίσως προϋποθέτει την έμφαση που θέτει το Ιω στη Γαλιλαία, 7) η εξουσία του Ιησού και η αντίληψη που έχει για τον εαυτό του δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του Ιω, 8) οι παραδόσεις του Ιω για τους λόγους του Ιησού μπορεί να στηρίζονται σε υλικό αρχαιότερο των συνοπτικών, 9) ονόματα και ανωνυμία: δεν υπάρχουν κανόνες στον τρόπο που μεταδόθηκαν οι παραδόσεις, 10) το Ιω γνωρίζει τον Ιουδαϊσμό πριν το 70 καλύτερα από τους συνοπτικούς. Η πρόταση του Charlesworth είναι ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πηγές κι ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα αποδεικνύον ότι υπάρχει ιστορικό υλικό σχετικά με τον Ιησού στο Ιω.
Η δεύτερη εισήγηση ήταν του V. Vitkovskyi (Hat Jesus historische Parallelen? Methodologische Erwägungen). Η εισήγησή του στηρίχθηκε σε δύο βασικές θέσεις: α) ότι τουλάχιστον μερικοί λαοί μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, γιατί έχουν την ίδια πορεία και β) ότι η μορφή του Ιησού δεν είναι απλά ιστορική αλλά και λογοτεχνική. Στη συνέχεια σύγκρινε την πορεία τεσσάρων λαών: Έλληνες, Ιουδαίοι, Τσέχοι και Ρώσοι και τέσσερις μορφές από αυτούς τους λαούς: Σωκράτη, Ιησού, Huss κι έναν εθνικό ήρωα των Ρώσων (μου διαφεύγει το όνομα) και προσπάθησε να βρει ομοιότητες μεταξύ τους και να διατυπώσει ένα μοντέλο του αγωνιστή, μάρτυρα ήρωα. [Α.Τ. τα πρόσωπα που χρησιμοποίησε δεν είχαν κοινά στοιχεία μεταξύ τους, κάτι που επισημάνθηκε στις ερωτήσεις. Η μόνη εγγύτητα που μπορεί να διαπιστωθεί είναι μεταξύ του Σωκράτη και του Ιησού. Επίσης ο τρόπος που παρουσιάστηκε η πορεία της ιστορίας των τεσσάρων λαών ήταν υπεραπλουστευτική και αστήρικτη σε ιστορικά στοιχεία.]
Στη συνέχεια ο J. Klimes διάβασε τη δική του εισήγηση (Jesus' gradual acceptation of an identity of suffering Messiah from the point of view of psychology). Ουσιαστικά προσπάθησε να εντοπίσει στο πρόσωπο του Ιησού μία πορεία ανάπτυξης της αυτοσυνειδησίας του ιδιαίτερα λίγο πριν από το πάθος με τη βοήθεια του μοντέλου της των φάσεων ανάπτυξης μίας νέας ταυτότητας μετά από ένα σοκ. [Α.Τ.: στη συζήτηση που ακολούθησε εντοπίσθηκε το πρόβλημα εφαρμογής τέτοιων ψυχολογικών μοντέλων σε ένα πρόσωπο, όπως είναι ο Ιησούς, για τον οποίο δε διαθέτουμε τίποτε άλλο από τις αφηγήσεις τρίτων για το πρόσωπό του.]
Τελευταία ήταν η δική μου εισήγηση (Judas' death: A Case of Early Christian damnatio memoriae?). Στην εισήγηση σύγκρινα τρεις αφηγήσεις για το θάνατο του Ιούδα (Μτ 27,3-10, Πρξ 1,15-20 και ένα απόσπασμα του Παπία) και εντόπισα τις ομοιότητες και τις διαφορές τους. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν στον παρελθόν να συνδυασθούν αυτές οι αφηγήσεις σε μία ενιαία αφήγηση για το θάνατο του Ιούδα, οι τρόποι που πεθαίνει ο Ιούδας είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Αυτό σε συνδυσμό με την έντονη παρουσία χωρίων και έμμεσων αναφορών στην Π.Δ. στις συγκεκριμένες αφηγήσεις έθεσε το ερώτημα κατά πόσο αυτές είναι ιστορικά αξιόπιστες. Η σύγχρονη έρευνα για την πολιτισμική μνήμη κατέληξε σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα: οι αρχαίες κοινωνίες διέσωσαν γεγονότα μέσα σε προφορικές παραδόσεις, οι οποίες όμως δεν είναι απλά ξερές αφηγήσεις και "δοχεία" αποθήκευσης δεδομένων αλλά μάλλον μία δημιουργική και συνθετική ανάμνηση των γεγονότων. Ο αφηγητής δημιουργεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετεί τις πληροφορίες του. Επομένως δε μπορεί να υπάρξει ένας μόνο τρόπος ανάμνησης ενός συγκεκριμένου γεγονότος / προσώπου αλλά πολλοί ανάλογα με τις ανάγκες της κοινότητας. Άλλωστε η μνήμη δεν είναι συνήθως ατομική αλλά διαμορφώνεται μέσα σε συλλογικές συνάφεις (κοινωνική μνήμη). Επομένως τα χωρία της Π.Δ. στην περίπτωση του Ιούδα δημιουργούν τέτοια πλαίσια εναποθέτησης των δεδομένων σχετικά με τον Ιούδα και με τα παραπάνω μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη των διαφορετικών αφηγήσεων για το θάνατο του Ιούδα. Αυτές οι αφηγήσεις παρά τις διαφορές τους παρουσιάζουν ένα κοινό σημείο: όλες παρουσιάζουν τον Ιούδα αρνητικά ατιμάζοντας τη μνήμη του. Αυτή η τάση θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα ανάλογο φαινόμενο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, τη damnatio memoriae (στο κείμενο χρησιμοποιήθηκε όχι με τη συνηθισμένη έννοια της απάλειψης ενός ονόματος από μία επιγραφή ή της παράστασης ενός αυτοκράτορα από νομίσματα κτλ.αλλά με τη γενικότερη τάση ατίμωσης του ονόματος εκείνου που θεωρήθηκε προδότης). Από κοινωνιολογική άποψη αυτές οι πρακτικές σκοπό έχουν να ενισχύσουν την ταυτότητα μίας ομάδας, να θέσουν τα όρια της αποβάλλοντας έξω από αυτά καθένα που την απειλεί. Σε λογοτεχνικό επίπεδο μία ιδιαίτερη περίπτωση damnatio κάποιου είναι η περιγραφή του θανάτου των ασεβών, υβριστών, προδοτών κτλ. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις περιγραφές (ξαφνικός θάνατος, αρρώστεια με φρικτά συμπτώματα κτλ.) απαντούν και στις τρεις αφηγήσεις για τον θάνατο του Ιούδα. Στην περίπτωση του Μτ η αυτοκτονία του Ιούδα δε φαίνεται να είναι μία ευγενική πράξη αλλά ο θάνατος που αρμόζει σε έναν προδότη. Βέβαια στο Μτ έχουμε ίχνη μόνο αυτής της damnatio [όπως μου επεσήμανε στη συζήτηση και ο καθ. Luz] στις Πρξ όμως και στον Παπία αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο. Για να πετύχουν αυτήν την αμαύρωση της μνήμης του Ιούδα οι τρεις αυτές παραδόσεις χρησιμοποιούν μοτίβα του θανάτου του ασεβούς που είναι γνωστά από το περιβάλλον και κείμενα της Π.Δ. Με τη βοήθεια της διακειμενικότητας και της λεγόμενης interfigurality (μεταβίβαση στο χαρακτήρα μίας ιστορίας χαρακτηριστικών ενός άλλου χαρακτήρα από άλλο κείμενο) οι τρεις αυτές παραδόσεις προειδοποιούσαν τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας και όριζαν τα χαρακτηριστικά του αληθινού μέλους της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου