Στην πρώτη συνάντηση της κοινής ομάδας Early Christianity and Early Judaism / Rabbinics διαβάστηκαν 4 εισηγήσεις. Για δεύτερη συνεχή χρονιά το κοινό σεμινάριο των δύο ομάδων εργασίας ασχολείται με το ρόλο της Αγίας Γραφής ως στοιχείο ταυτότητας ομάδων κατά την περίοδο του Δεύτερου Ναού και την Ύστερη Αρχαιότητα.
Η πρώτη ομιλήτρια, η καθ. Kristin Joachimson (Παν/μιο του Tromsø) ασχολήθηκε με το ζήτημα του Νόμου και του ρόλου του ως στοιχείου ταυτότητας στο Νεεμία 8 (“Law and Boundaries in Flux in Nehemiah 8”). Στο πρώτο μέρος της εισήγησής της παρουσίασε την ιστορία της έρευνας σχετικά με το συγκεκριμένο κείμενο μέχρι σήμερα, τη θέση του Νεεμ 8 στην ευρύτερη συνάφεια του βιβλίου και διάφορα επιμέρους ερμηνευτικά ζητήματα του κεφαλαίου. Υποστήριξε ότι ο Νόμος κατά την Περσική περίοδο λειτουργεί ως παράγοντας δημιουργίας μίας συλλογικής ταυτότητας. Ενώ η έρευνα σήμερα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το «βιβλίο του Μωυσή» στην πραγματικότητα έλαβε μορφή κατά την περσική περίοδο, στο Νεεμ 8 τονίζεται η αρχαιότητά του. Καθώς μάλιστα σύμφωνα με το κείμενο ο λαός κατανοεί το βιβλίο του Νόμου μόνο όταν οι Λευίτες το ερμηνεύουν, η ομιλήτρια διαπίστωσε την ενδιαφέρουσα διαδικασία το μεταγενέστερο κείμενο (η ερμηνεία και η πρόσληψη) να επιβεβαιώνει την εγκυρότητα το προσλαμβανόμενου κειμένου (του βιβλίου του Μωυσή).
Η επόμενη εισήγηση, του Christoph Berner (Παν/μιο του Göttingen) παρουσίασε τις επταδικές χρονολογίες κατά την περίοδο του Δεύτερου Ναού και στον πρώιμο Χριστιανισμό (“Heptadic Chronologies in Second Temple Judaism and Early Christianity”). Ο ομιλητής ανάλυσε το Δαν 9 και τα κεφάλαια 16 και 17 της Διαθήκης Λευί (T.Levi). Στο δεύτερο κείμενο έχουμε ουσιαστικά την προσαρμογή της ιδέας οργάνωσης της ιστορίας σε ομάδες των 7 εβδομάδων σε μία χριστιανική συνάφεια. Το κεφ. 16 κάνει λόγο για εβδομάδες και σύμφωνα με τον ομιλητή είναι ένα εξαρχής χριστιανικό κείμενο ενώ το κεφ. 17, το οποίο κάνει λόγο για ιωβηλαία στην αρχή και συνέχεια για εβδομάδες, διασώζει αρχαιότερες ιουδαϊκές παραδόσεις σχετικά με την παρακμή του ιουδαϊκού ιερατείου. Ο ομιλητής υποστήριξε ότι οι διάφορες αυτές ομάδες έχουν ένα κοινό επταδικό σύστημα χρονολόγησης, η θεολογία όμως που κρύβεται πίσω από το κάθε σύστημα είναι διαφορετική.
Ο Michal Hemenway (Παν/μιο του Denver / Iliff School of Theology) παρουσίασε τη χρήση του όρου Perush στο κείμενο της Δαμασκού και το ρόλο που αυτό διαδραματίζει μέσα στην ερμηνευτική διαδικασία ως στοιχείο ταυτότητας. Η λ. perush προέρχεται από το ρήμα parash = εξηγώ και απαντά στο κείμενο 13 φορές. Ο ομιλητής υποστήριξε στην εισήγησή του ότι δεν πρόκειται για μεθοδολογικό όρο, όπως συνήθως υποστηρίζεται αλλά δηλώνει την αυθεντική ερμηνεία, η οποία παρέχει ουσιαστικά κοινωνική δύναμη σε αυτόν που την επιτελεί. Η ερμηνεία αυτή έχει ως στόχο να θέσει ένα όριο μεταξύ της ομάδας που την αποδέχεται και των άλλων ομάδων που προωθούν άλλες ερμηνείες. Διάφορα κείμενα που δεν ανήκουν στον κανόνα αποκτούν εγκυρότητα, επειδή μπορούν να ερμηνευθούν μέσα στο συγκεκριμένο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Η τελευταία εισήγηση ήταν εκείνη της Birgit van der Lars, η οποία ασχολήθηκε με τον όρο «πάτριος / πάτρια» ως στοιχείο ταυτότητας και διάκρισης μεταξύ Ιουδαίων και μη Ιουδαίων (“Legitimizing Particularity: Ancestral Boundary Markers Between Jews and Non-Jews”). Η ομιλήτρια παρουσίασε μία σειρά από κείμενα του Ιωσήπου, όπου απαντά ο όρος, πάντα στη συνάφεια της διάκρισης των Ιουδαίων από τους μη Ιουδαίους. Η έννοια των «πατρίων νόμων» / «πατρίων εθών» / «πατρίων» απαντά στο περιβάλλον των Ιουδαίων και υιοθετείται για να δηλώσει τις εντολές της Πεντατεύχου αλλά και γενικότερα του ιουδαϊκού νόμου. Είναι ενδιαφέρον ότι ο όρος δε χρησιμοποιείται σε συνάφειες άλλες, όπου δε γίνεται λόγος γι’ αυτήν τη διάκριση. Μάλιστα η αναφορά στους προγονικούς νόμου φαίνεται να λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της ρητορικής του κειμένου και συνήθως αναφέρεται σε συγκεκριμένες διατάξεις σχετικές με: το Σάββατο, τους νόμους τροφής, τις ιερές τελετουργίες, την καταβολή εισφορών, την συγκέντρωση του φόρου για το Ναό. Ο τονισμός αυτών των συγκεκριμένων διατάξεων φαίνεται να οφείλεται στη συγκεκριμένη συνάφεια του κειμένου και δε φαίνεται να δηλώνει ότι ο Ιώσηπος θεωρούσε ως «πάτριους νόμους» μόνο τους συγκεκριμένους που αναφέρει ξεχωριστά.